www.nygma.gr - ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ (Ιστορίες)

Ήτανε μια φορά θυμάμαι... 9/1/2001

Κλαις; Δεν έχει κανένα νόημα να κλαις τώρα πια Σοφία, όλα τελείωσαν. Δεν υπάρχει τίποτα πια να περιμένεις. Τίποτα.

Ήτανε μια φορά, μάτια μου, και ένα καιρό
Μια όμορφη κυρά, αρχόντισσα, να σε χαρώ
Μια μικροπαντρεμένη, κόρη ξανθή
Τον κύρη της προσμένει, βράδυ πρωί

Τον γνώρισε όταν ήταν φοιτήτρια. Μια φοιτήτρια της Νομικής στη δύσκολη επταετία.

"Θυμάσαι; Θυμάσαι τότε που περίμενες κάθε πρώτη του μήνα εκείνο το χιλιάρικο από τον πατέρα σου να τρέξεις στο ζαχαροπλαστείο; ‘Η τότε που είχες πάει για πρώτη φορά στο θέατρο;".

Έκλαιγε απ’ τη συγκίνηση η Σοφία. Ένα κοριτσάκι από τα Χανιά, είχε έρθει στην Αθήνα να σπουδάσει, με όνειρα, υποτροφίες, αριστεία, και εκείνο το χιλιάρικο για να τα βγάζει πέρα. Είχε πολλά όνειρα, και ήταν πολύ φιλότιμη. Δεν ήθελε να ζητάει, εργαζόταν για να μην επιβαρύνει τον πατέρα της με τις σπουδές της. Γιατί ήταν "κοπέλα" και δε χρειαζόταν να μορφωθεί, μπορούσε πάντα να παντρευτεί και να ξεμπερδεύει. Αλλά ήθελε να μάθει, να αλλάξει, λεει, τον κόσμο.

Ερωτεύτηκε όμως η Σοφία.

Ερωτεύτηκε τα χέρια του, τα ροζιασμένα χέρια του, γιατί ήταν αριστερή. Όχι από εκείνους τους σκληροπυρηνικούς, τους ‘κινέζους’, από τους άλλους, εκείνους που ήταν αριστεροί απλά επειδή ήταν καλοί άνθρωποι. Και αγαπούσε όλους αυτούς που μοχθούσαν, εκείνους που περνούσαν οικονομικά δράματα και κινδύνευε η ζωή τους σε απάνθρωπες συνθήκες εργασίας. Και ήθελε να τον βοηθήσει, να τον αλλάξει. Τον ερωτεύτηκε γιατί ήταν καλός άνθρωπος η Σοφία.

Και εκείνος καλός ήταν, αλλά διαφορετικός. Ούτε τις ευαισθησίες της είχε, ούτε το ρομαντισμό της, αλλά εκεί, τον ερωτεύτηκε και ήθελε να τον σώσει.

Κλαις; Μη κλαις...

Και ένα Σαββάτο βράδυ, καλέ, μια Κυριακή
Τον ήλιο, το φεγγάρι, καλέ, παρακαλεί
Ήλιε μου, φώτισέ τον, φεγγάρι μου,
Πάνε και μίλησέ του, για χάρη μου

Τώρα, εκείνος κείται σε κοινή θέα στολισμένος με λουλούδια, και όλοι αυτοί οι μαυροφορεμένοι άνθρωποι... Λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα Σοφία, λίγες μέρες πριν την “οικογενειακή χαρά” εσένα σε βρήκε ο πόνος. Και αυτοί που μοιρολογούν, οι ξένοι, συνειδητοποιούν ξαφνικά ότι υπάρχει τέλος. Αφού έφυγε εκείνος, θα φύγουνε και αυτοί. Εκείνοι που όταν τους ζητούσες βοήθεια να του βρουν μια άλλη δουλειά, να φύγει απ’ τα καράβια, δεν ενδιαφέρονταν. Τώρα υποκρίνονται ότι πονούν για το χαμό του, για την απώλεια. Ότι πονούν όσο εσύ Σοφία, όσο τα παιδιά σου, όσο αυτοί που πραγματικά τον νοιάζονταν. Τι νόημα έχει πια; Μόνη με δυο παιδιά μακριά σου για σπουδές στην Αθήνα, με τη γριά μάνα σου στο σπίτι. Μόνη. Περίμενες κάθε φορά πότε θα γυρίσει από τα ταξίδια, πότε θα πάρει διανυκτέρευση για να έχεις λίγη συντροφιά. Τι ζητούσες; Λίγη αγάπη, λίγη στοργή.

Δεν ξέρω ρε Σοφία αν ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος για να στα δώσει αυτά. Ειλικρινά δεν ξέρω. Καλός ήταν με όλους τους άλλους, όμως εσένα ούτε σιγουριά μπορούσε να σου προσφέρει, ούτε τρυφερότητα. Δεν ξέρω τι να πω, μονάχα αυτό το σκηνικό, ξέρεις, δεν το αντέχει η ιδιοσυγκρασία μου. Όλοι αυτοί που ήρθαν, και εκείνοι που τις επόμενες ημέρες σε πήραν τηλέφωνο για να σε συλλυπηθούν, σε ισοπεδώνει τελείως…“Δεν ξέραμε ότι γίνονται νεκροτομές το Σάββατο”. Ψυχρά λόγια για ένα άψυχο σώμα.

Γυρίζει κι αρμενίζει, καλέ, στα πέλαγα
Τους πειρατές θερίζει, καλέ, και τους χαλά
Στον ήλιο, στο φεγγάρι, και στη βροχή
Και ‘μένανε μ’ αφήνεις, έρμη και μοναχή

Περίμενες. Μια ζωή περίμενες και υπέμενες. Ήλπιζες ότι θα πάρεις τουλάχιστον τη σύνταξή σου να περάσεις λίγα χρόνια ξεγνοιασιάς με τον άντρα σου. Τώρα;

Τώρα σου έμεινε το παράπονο ότι δεν είχες επιλογές, ότι παντρεύτηκες νωρίς, ότι συνέχεια προσπαθούσες να τον κάνεις κάτι που δεν ήταν. Ίσως έπρεπε να τον είχες χωρίσει τότε που γύρναγε τα βράδια, τότε που εσύ είχες επωμισθεί την ανατροφή των παιδιών σου στη δύσκολη περίοδο της εφηβείας τους. Γιατί ναι μεν εσύ ήσουνα μητέρα, Σοφία, εκείνος όμως ήταν συνειδητοποιημένος πατέρας; Που ήταν όταν τον χρειάζονταν τα παιδιά του σε εκείνη την κρίσιμη ηλικία; Όταν έβγαινε τα βράδια; Νομίζεις πως δεν το καταλάβαιναν; Τώρα πονούν γιατί χάθηκε η εικόνα του πατέρα. Χάθηκε η εικόνα και ο άνθρωπος, και έμεινε αυτό το άφωνο γιατί που παρουσιάζεται όταν τόσο βίαια γνωρίζει κανείς το παράλογο της ζωής, την παρακμή της ύλης, το τι αφήνει πίσω του τελικά. Παιδιά; Έργο;

Γαλέρα δείχτηκε μάτια μου, μεσ’ το βοριά,
στη μάχη ρίχτηκε, μάτια μου, και στον καυγά
Μέσα σε ένα σινάφι πειρατικό
Είδα φωτιά να ανάβει και φονικό

Μη κλαις τώρα, δεν έχει νόημα πια. Ξέρω, έφυγε πρόωρα, άδικα, άδοξα, και σου έμεινε και αυτό το γιατί της ανεκπλήρωτης αγάπης, της διαρκούς πάλης, της ανέλπιστης ύπαρξης. Δεν έχεις να ελπίζεις σε κάτι, να περιμένεις, και ζεις με τις αναμνήσεις, με τις όμορφες στιγμές. Και εξιδανικεύεις, για να έχεις τουλάχιστον κάτι καλό να θυμάσαι.

Μη κλαις. Κοίτα πόσο στοργικά αγκαλιάζουν τα σύννεφα την παλιά πόλη και αυτό το δειλινό. Ακούς που συνομιλούν τα φώτα με τη θάλασσα; Είναι όμορφη αυτή η ώρα Σοφία, είναι η ώρα της ωριμότητας. Aκουσε τι απαντά η θάλασσα, ακούς; Για σένα μιλάει. Για σένα, και για όλες εκείνες τις γυναίκες που υπέμειναν και έφεραν εις πέρας το ρόλο που είχαν επιλέξει, το ρόλο της μητέρας, όταν εκτός από τα προβλήματα στη δουλειά και τα παιδιά, έπρεπε να προσποιούνται πως δεν έβλεπαν ότι ο σύντροφός τους, ο πατέρας, ήταν αλλού.

Ακούς Σοφία; Για σένα μιλάει. Μη κλαις.

Μ Π
ΦΟΙΤΗΤΗΣ-ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΣ (αρχιτεκτονική)

Το άρθρο αυτό βρίσκεται δημοσιευμένο στην Πύλη www.nygma.gr
στη διεύθυνση http://www.nygma.gr/mag/articles/Article.asp?ar_id=16&ac_id=8