χαβαλές, ο (τουρκ. havale) ο επικείμενος, ο επιτιθέμενος // το επίσαγμα, το επικάλυμα // (επί προσώπων) ο επί άλλων προϊστάμενος, όθεν φορτικός, οχληρός. (Ναυτ.) το επί του καταστρώματος φορτίον, κατ' αντιδιαστολήν προς το εν τω κύτει (κοινώς στο αμπάρι).
(πηγή: Πάπυρος-Λαρούς)
Δηλαδή, ούτε λίγο ούτε πολύ, πάλι με τούρκους έχουμε να κάνουμε!
|