www.nygma.gr - ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ (Εκπαίδευση)

Tα Ιδιωτικά Πανεπιστήμια στην Ελλάδα 1/9/1996

To EMΠ συνειδητοποιώντας το μέγεθος του προβλήματος και συναισθανόμενο την ανάγκη πληροφόρησης κάθε ενδιαφερομένου, εκπόνησε τον Δεκέμβριο του προηγούμενου έτους μια έρευνα με θέμα τα ιδιωτικά πανεπιστήμια στην Ελλάδα. Επιστημονικός υπεύθυνος ήταν ο κ. Γ. Τσαμασφύρος, την έρευνα διενήργησε ο κ. Α. Σιαπκαράς και την ανάλυση έκανε ο κ. Δ. Μπασαντής. Η έρευνα αυτή προκάλεσε το ενδιαφέρον μας και γιαυτό σας κάνουμε μια συνοπτική παρουσίαση.

Ξεκινώντας με μια ιστορική ανασκόπηση, θα λέγαμε ότι το πρώτο ξένο ιδιωτικό ΑΕΙ ιδρύθηκε στην Αθήνα το 1945 (Deree). To 1962 ιδρύθηκαν σε μεγάλες πόλεις της Ελλάδας τα πρώτα φροντιστήρια προετοιμασίας ελλήνων σπουδαστών για βρετανικά ΑΕΙ. Κατά τη μεταπολίτευση εγκαθίστανται με παραρτήματά τους δύο αμερικάνικα πανεπιστήμια (La Verne, North College). Μέχρι το 1981 ιδρύονται συνεχώς φροντιστήρια προετοιμασίας σπουδαστών για ξένα ΑΕΙ, καθώς και προπτυχιακά τμήματα ξένων ΑΕΙ. Σε όλες τις περιπτώσεις πρόκειται για βρετανικά ή αμερικάνικα ΑΕΙ. Το 1981 ξεκινούν σε επίπεδο ΑΕΙ τα προπτυχιακά του σχολείου Anatolia στη Θεσσαλονίκη. Το 1985 έχουμε για πρώτη φορά την ίδρυση προπτυχιακών τμημάτων για ΑΕΙ της Ανατολικής Ευρώπης. Η μεγάλη ανάπτυξη στον τομέα αυτό αρχίζει το 1989, όταν λαμβάνουν χώρα πολλές νέες ιδρύσεις που σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις γίνονται και με το όνομα του ξένου συνεργαζόμενου ΑΕΙ. Τότε μπαίνουν στη χώρα μας αρκετά γνωστά αγγλικά και αμερικάνικα ΑΕΙ, καθώς και πανεπιστήμια της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και της Γιουγκοσλαβίας. Κατά τη δεκαετία του '90 ιδρύονται και νέες σχολές που έχουν με κάποιο τρόπο σχέση με ξένα ΑΕΙ. Συμπερασματικά θα μπορούσε να ειπωθεί ότι αν και η μέση χρονική διάρκεια της δραστηριότητας όλων είναι 12 χρόνια, εν τούτοις το 1989 είναι η χρονιά της μεγάλης τους έξαρσης.

Κατά το 1995 υπάρχει ένα μεγάλο πλήθος από διαφορετικά ΕΕΣ που συνεργάζονται με δεκάδες ξένα πανεπιστήμια, προσελκύοντας χιλιάδες σπουδαστές οι οποίοι καταβάλλουν υψηλά δίδακτρα. Τελευταία, μερικά ξένα πανεπιστήμια εγκαθίστανται χωρίς συνεργασία με έλληνα επιχειρηματία ή με κάποιο ΕΕΣ. Επίσης μεγάλα ιδιωτικά σχολεία πρσφέρουν προπαρασκευαστικό έτος στο οποίο προετοιμάζουν μαθητές για ξένα ιδιωτικά και δημόσια πανεπιστήμια.

Το πρόβλημα γίνεται ακόμα πιο σημαντικό, αν αναλογιστούμε ότι όλες οι παραπάνω δραστηριότητες γίνονται χωρίς να υπάρχει κανένα νομικό πλαίσιο ένταξης των ξένων πανεπιστημίων στον ελλαδικό χώρο. Όλοι οι αρμόδιοι στρουθοκαμηλίζουν καλυπτόμενοι από την προ πολλού ξεπερασμένη υπό το βάρος των εξελίξεων συνταγματική απαγόρευση. Απρόβλεπτες θα είναι οι εξελίξεις, αν ληφθεί υπόψη ότι η Ελλάδα θα πρέπει κάποια στιγμή να εναρμονίσει το αναντίστοιχο νομικό πλαίσιο με το ευρωπαϊκό στα θέματα της παιδείας.

Όσον αφορά τη γεωγραφική τους διασπορά στον ελλαδικό χώρο, παρατηρείται μια συγκέντρωση στα μεγάλα αστικά κέντρα (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πάτρα Κέρκυρα, Χανιά, Ηράκλειο. Γιάννενα). Αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι το 74% των Εργαστηρίων Ελευθέρων Σπουδών βρίσκονται στην περιοχή της Αθήνας και του Πειραιά, αν και στην περιοχή αυτή βρίσκεται το 45% του πληθυσμού.

Σύμφωνα με την έρευνα, έχουν καταγραφεί 76 σχολές και 10 παρατήματα με περισσότερα από 450 τμήματα περίπου που καλύπτουν περισσότερες από 60 ειδικότητες. Τα γνωστικά αντικείμενα που κυριαρχούν στο χώρο των ΕΕΣ κινούνται στα "φθηνά πεδία γνώσης" (37.3% Κοινωνικές Επιστήμες, 27.1% Οικονομικές Επιστήμες, 18.6% Τεχνολογία-Θετικές Επιστήμες, 16.9% Καλές Τέχνες). Όπου υπάρχουν "ακριβά πεδία γνώσης" (π.χ. πολυτεχνείο) έχουμε να κάνουμε με ευρύτερους εκαπιδευτικούς οργανισμούς που δραστηριοποιούνται μακροχρόνια στον εκπαιδευτικό χώρο και σε άλλες βαθμίδες.

Με βάση τον αριθμό των σπουδαστών οι σχολές αυτές χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες:

  1. Το Deree, το οποίο είναι το αρχαιότερο, το πιο οργανωμένο και το πιο μεγάλο στον κλάδο με 7000 σπουδαστές και ετήσιο τζίρο 6.5-7 δισ. δρχ.
  2. Τα μεγάλα σχολεία, 13 τον αριθμό, τα οποία έχουν περίπου 700 σπουδαστές το καθένα. Συνολικά έχουν περίπου 8700 σπουδαστές και ετήσιο τζίρο γύρω στα 7-8 δισ. δρχ.
  3. Τα μικρά σχολεία, που είναι περίπου 60. Έχουν 200-220 σπουδαστές το καθένα. Συνολικά έχουν περίπου 13000 σπουδαστές και ετήσιο τζίρο περίπου 13 δισ. δρχ.
Το σύνολο των σπουδαστών και των τριών κατηγοριών είναι μεταξύ 27000-29000 και το σύνολο του ετήσιου τζίρου είναι 26-28 δισ. δρχ. Τα μέσα δίδακτρα ετησίως είναι 974000 περίπου ανα σπουδαστή. Στον παραπάνω αριθμό σπουδαστών των ξένων ΑΕΙ θα πρέπει να προστεθούν και 27000-28000 έλληνες φοιτητές στην τριτοβάθμια εκπαίδευση του εξωτερικού. Επομένως 54000-57000 έλληνες σπουδάζουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σε ΑΕΙ του εξωτερικού. Ένας αριθμός αρκετά μεγάλος, που θα μπορούσε να μειωθεί αν η ελληνική πολιτεία προσπαθούσε να αναδιαρθρώσει τις σπουδές στην Ελλάδα και να επενδύσει σ' αυτές.

Εκτός από τη γενική ταξινόμηση των στοιχείων του χώρου, η έρευνα είχε και ως στόχο την κατανόηση σε βάθος μερικών σημαντικών παραμέτρων από τη δραστηριότητα των ΕΕΣ και των συνεργασιών τους με ξένα ΑΕΙ. Για το λόγο αυτόν η προσοχή επικεντρώθηκε στις παρακάτω κατευθύνσεις:

  • Στην κατανόηση των επιχειρηματιών και των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στο χώρο.
  • Στη διερεύνηση του είδους του εκπαιδευτικού έργου που προσφέρεται στην Ελλάδα.
  • Στην ταξινόμηση των συνεργασιών ανα χώρα προέλευσης και επίπεδο ξένου συνεργαζόμενου ΑΕΙ.
  • Στην αποτύπωση της βαθμίδας της εκπαιδευτικής δραστηριότητας

Σε ό,τι αφορά τους επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνται στο χώρο, αναφέρεται ότι το 76.3% είναι ανεξάρτητοι ιδιώτες επιχειρηματίες, το 13.2% είναι ευρύτεροι εκπαιδευτικοί οργανισμοί και επιχειρηματίες που έχουν δραστηριότητες και σε άλλους κλάδους και το 10.5% είναι ξένοι παραδοσιακοί εκπαιδευτικοί οργανισμοί. Είναι εμφανές ότι οι συγκροτημένοι εκπαιδευτικοί οργανισμοί που έχουν αναπτύξει συστηματική εκπαιδευτική δραστηριότητα είναι η μειονότητα (περίπου 24%). Ο χώρος κυριαρχείται από ανεξάρτητους ιδιώτες που έχουν επαφές με κάποιο ξένο εκπαιδευτικό οργανισμό και ανοίγουν με δικούς τους όρους μια σχολή περιμένοντας για πελατεία.

Το εκπαιδευτικό έργο που προσφέρεται ποικίλει. Το 6.8% αποτελούν απλώς γραφεία διεκπεραίωσης των ξένων ιδρυμάτων στην Ελλάδα. Προσφέρουν τη διαμεσολάβησή τους μεταξύ του ξένου εκπαιδευτικού οργανισμού και των ελλήνων που επιθυμούν να σπουδάσουν εκεί. Το 38.7% αποτελούν φροντιστήρια που προετοιμάζουν σπουδαστές για συγκεκριμένα ΑΕΙ. Το 48.6% δηλώνουν ή έχουν συνεργασία με 2 περίπου ΑΕΙ του εξωτερικού (για ορισμένα τμήματά τους). Το 6.8% δηλώνει ή έχει συνεργασία με πολλά ΑΕΙ έχοντας πιστοποίηση ή σχέσεις για κάθε τμήμα τους και με άλλο ξένο ΑΕΙ.

Ταξινομώντας τις συνεργασίες ανα χώρα προέλευσης και επίπεδο ξένου συνεργαζόμενου ΑΕΙ με βάση τα στοιχεία της έρευνας προκύπτει ότι μόνο το 3.1% των συνεργασιών είναι με Α΄ κατηγορίας και το 55.1% με Β΄ κατηγορίας βρετανικά πανεπιστήμια. Επίσης το 3.1% των συνεργασιών είναι με Α΄ κατηγορίας, το 4.7% με Β΄ κατηγορίας και το 13.4% με Γ΄ κατηγορίας αμερικάνικα πανεπιστήμια. Επίσης το 8.8% των συνεργασιών είναι με ιδρύματα άλλων δυτικοευρωπαϊκών χωρών (Γαλλία, Ελβετία, Γερμανία, Ισπανία) και το 11% περίπου με ιδρύματα ανατολικοευρωπαϊκών χωρών. Παρατηρούμε ότι είναι λίγα τα καλά ξένα εκπαιδευτικά ιδρύματα που συνεργάζονται με ΕΕΣ. Αντιθέτως υπάρχει μεγάλη εκπαιδευτική δραστηριότητα που αγγίζει το 90% όπου οι συνεργασίες είναι με ιδρύματα χαμηλής εκπαιδευτικής ποιότητας.

Προσπαθώντας να αποτυπώσουμε την εκπαιδευτική δραστηριότητα των σχολών αυτών, αναφέρουμε ότι το 41.9% δραστηριοποιείται σε προκαταρκτική βαθμίδα, το 33.3% προσφέρει μερικά εξάμηνα στην Ελλάδα και μετά οι σπουδαστές έχουν τη δυνατότητα συνέχισης και ολοκλήρωσης των σπουδών στο ξένο πανεπιστήμιο. Το 16.3% προσφέρει τη δυνατότητα απόκτησης πτυχίου στην Ελλάδα, το 7.8% προσφέρει στην Ελλάδα σπουδές μέχρι και επιπέδου master, ενώ το 0.8% και σε επίπεδο διδακτορικού. Επομένως το 75% της όλης εκπαιδευτικής προσπάθειας είναι προκαταρκτικό ή εισαγωγικό σε μια διαδικασία σπουδών η οποία ουσιαστικά στην καλύτερη περίπτωση θα συνεχιστεί στο εξωτερικό. Στην περίπτωση κατά την οποία ολοκληρώσει κάποιος της σπουδές του στην Ελλάδα παραμένει αδιευκρίνιστο για την πλειοψηφία των ΕΕΣ το επίπεδο της πιστοποίησης αυτών των σπουδών από το ξένο συνεργαζόμενο ίδρυμα.


Τα συμπεράσματα που προκύπτουν για τις σπουδές είναιτα ακόλουθα:

  • 12 χρόνια μετά την μέση έναρξη λειτουργίας της μεγάλης πλειοψηφίας των σχολείων αυτών δεν υπάρχει και δεν έχει προβλεφθεί κανένα πλαίσιο νομοθετικό, εκπαιδευτικό, πολιτικό, για την λειτουργία τους.
  • Δεν υπάρχει κανένας έλεγχος και καμία αξιολόγηση των σχολών αυτών και του επιπέδου των συνεργασιών με τα ξένα ιδρύματα. Δεν υπάρχει, επίσης, κάποια ένδειξη αν ορισμένοι από τους ξένους συνεργάτες είναι πανεπιστημιακά ιδρύματα (στην έρευνα βρέθηκε πως ορισμένα είναι γραφεία υποδοχής σπουδαστών και σε κάποιες περιπτώσεις επαγγελματικές ενώσεις π.χ. η Ένωση Ναυλομεσιτών Βρετανίας).
  • Η αξιολόγηση είναι και παραμένει το ζητούμενο για τα ιδιωτικά ΑΕΙ όπως ήταν και παραμένει ζητούμενο και για τα ελληνικά δημόσια ΑΕΙ. Το Ε.Μ.Π. θέτει ανοικτά το θέμα και για τις δύο περιπτώσεις διότι δεν έχει να φοβηθεί σε καμία περίπτωση από την αξιολόγηση τόσο των ξένων όσο και των ελληνικών ιδρυμάτων γιατί το επίπεδο των σπουδών ήταν και παραμένει υψηλό (το δείχνουν οι περιζήτητοι μεταπτυχιακοί απόφοιτοι του από τα Α’ κατηγορίας αμερικάνικα πανεπιστήμια).
  • Δεν έχει ελεγχθεί το γιατί τα καλά ξένα ΑΕΙ, που θα μπορούσε να είναι και ανταγωνιστικά, δεν είναι μέσα στις συνεργασίες. Συνήθως όπου υπάρχουν συνεργασίες με καλά πανεπιστήμια συνήθως πρόκειται για κάποια περιθωριακά τμήματα τους.
  • Οι ειδικότητες είναι στη συντριπτική τους πλειοψηφία “φθηνού εργατικού κόστους”. Δηλαδή κινούνται στο χώρο της παροχής υπηρεσιών (διοίκηση, θεωρητικές σχολές κ.λπ.). Στις λίγες περιπτώσεις που κινούνται στο χώρο των μηχανικών ή των γιατρών μένουν στο επίπεδο της “θεωρητικής” προσέγγισης καθώς δεν έχουν στην Ελλάδα εργαστήρια ή συνεργασία με νοσοκομεία. Ουσιαστικά, η συντριπτική πλειοψηφία των σχολών αυτών στην Ελλάδα δεν έχουν βιβλιοθήκες και εργαστήρια και κινούνται στο επίπεδο ενός συγγράμματος για κάθε μάθημα.
  • Οι πολλές και ετερόκλητες συνεργασίες και οι ελάχιστες ειδικότητες ανά σχολή δεν δίνουν στις περισσότερες των περιπτώσεων τη δυνατότητα να συγκροτηθεί ακαδημαϊκό περιβάλλον καθώς είναι ελάχιστοι οι διδάσκοντες και περιορισμένη η εκπαιδευτική δραστηριότητα στην συντριπτική πλειοψηφία των σχολείων αυτών.
  • Το ελληνικό προσωπικό τους δεν είναι σε πάρα πολλές περιπτώσεις αξιολογημένο. Ορισμένα κέντρα που συνεργάζονται με συγκεκριμένα βρετανικά ΑΕΙ έχουν υψηλά κριτήρια, άλλα όμως δεν έχουν καθόλου. Σε μερικές περιπτώσεις υποθέτουμε πως το ελληνικό προσωπικό δεν είναι καν ακαδημαϊκού επιπέδου και ούτε έχει κάποια πιστοποίηση.
  • Η αγγλική γλώσσα κυριαρχεί σε όλες τις περιπτώσεις. Ακόμη και σχολεία που δεν φαίνεται να συνδέονται με το βρετανικό ή αμερικανικό εκπαιδευτικό σύστημα παρέχουν αγγλόφωνες σπουδές (π.χ. όσα συνδέονται με Ελβετία, Τσεχία, κλπ.)
  • Όλα τα εργαστήρια είναι κερδοσκοπικοί οργανισμοί. Εξαίρεση αποτελεί το Athens LBA που δραστηριοποιείται από τον ΣΕΒ και το ΕΒΕΑ και είναι μη κερδοσκοπικός οργανισμός. Στην περίπτωση αυτή οι οργανισμοί δημιουργούν δικά τους μεταπτυχιακά προγράμματα σπουδών με κρατική εύνοια (καθεστώς μη κερδοσκοπικών φορέων).
  • Ανάμεσα στα κολλέγια αυτά έχουν εισχωρήσει και γραφεία που σε ορισμένες περιπτώσεις απλώς διεκπεραιώνουν σπουδαστές σε πανεπιστήμια της Ανατολικής Ευρώπης, Ισπανίας, κλπ.
  • Υπάρχουν κάποια κρατικά εκπαιδευτικά ιδρύματα που προσπαθούν να προσδώσουν αίγλη στις προπτυχιακές σπουδές τους διαφημίζοντας συνεργασίες με Α.Ε.Ι. του εξωτερικού (π.χ. το ΤΕΙ Πειραιά με το Open University).
  • Υπάρχουν διδάσκοντες των ελληνικών πανεπιστημίων που εργαζόντουσαν ή και συνεχίζουν να εργάζονται σε τέτοια Εργαστήρια Ελευθέρων Σπουδών.
  • Από εκπαιδευτική άποψη πολλά από αυτά τα κολλέγια έχουν και ασαφή προσδιορισμό της χρονικής διάρκειας των σπουδών τους στην Ελλάδα.
  • Σε ορισμένες περιπτώσεις “συνεργάζονται” με “εκπαιδευτικά ιδρύματα” του εξωτερικού που είναι ...δικά τους γραφεία υποδοχής σπουδαστών στη ξένη χώρα. Δηλαδή, πρόκειται για υποθετική συνεργασία καθώς πρακτικά συνεργάζονται με ...δικό τους γραφείο στο εξωτερικό!
  • Στις περισσότερες περιπτώσεις γίνεται δυσδιάκριτος ο διαχωρισμός τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ΑΕΙ/ΤΕΙ και επιμόρφωσης ή επαγγελματικής κατάρτισης, καθότι πολλές ιδιωτικές σχολές περιλαμβάνουν αυτοτελείς κλάδους σπουδών “associate” και “batchelor” σε καθαρά μη-πανεπιστημιακούς κλάδους (φωτογραφία, ξενοδοχειακά, λογιστικά, κλπ.).
  • Υπάρχουν ΙΙΕΚ των οποίων οι φοιτητές λαμβάνουν συγχρόνως με την εδώ τους φοίτηση και πιστωτικές μονάδες (credits) με ξένα συνεργαζόμενα ΤΕΙ, χωρίς ούτε παραπάνω εργασία ούτε εμπλοκή με ξενόγλωσσα προγράμματα σπουδών.
  • Τα εδώ παραρτήματα των ξένων πανεπιστημίων μπορούν να ανταγωνίζονται σε κονδύλια τα ελληνικά Α.Ε.Ι. στα διάφορα κοινοτικά προγράμματα (π.χ. TEMPUS).
  • Υπάρχουν συνεργασίες που ξεκινούν μετά από εκθέσεις “open house” κάποιων διακρατικών επιμελητηριακών φορέων (ελληνο-αμερικανικό, ελληνο-βρετανικό, κλπ.), ενώ αντιθέτως τα ελληνικά πανεπιστήμια δεν έχουν προβληθεί σε αντίστοιχες εκδηλώσεις του εξωτερικού.


Τα συμπεράσματα που προκύπτουν από την έρευνα για τη διαφήμιση των σχολών αυτών είναι:

  • Η διαφήμισή τους είναι στην πλειοψηφία τους προβληματική καθώς σε πολλά από αυτά η ασάφεια της συνεργασίας με τα ξένα ιδρύματα, η ασάφεια του ξένου τίτλου που αναγράφουν και η ασάφεια της δραστηριοποίησης τους, κυριαρχούν στην όλη διαφημιστική παρουσία τους. Οι αναγραφόμενοι λάθος ή οι συγγενείς ορθογραφικά τίτλοι πολλών απο αυτά παραπέμπουν είτε σε προχειρότητα είτε σε παραπλάνηση των πελατών τους.
  • Στις διαφημίσεις τονίζονται τα ξένα ιδρύματα ως να επρόκειτο για τον κατ’εξοχήν φορέα υλοποίησης των προγραμμάτων σπουδών.
  • Η όποια αναφορά στην ελληνική πραγματικότητα (διεύθυνση, άτομο για πληροφορίες, κλπ.) μπαίνει στο περιθώριο της πληροφόρησης σαν να επρόκειτο για αναγκαίο κακό. [Η τακτική αυτή ακολουθείται π.χ. από καταστήματα που λανσάρουν προϊόντα, π.χ. Lacoste, Marlboro, κλπ., με την διαφορά όμως ότι αυτά παράγονται αλλού, ενώ η εκπαίδευση παράγεται επιτόπου]. Πρόκειται δηλαδή ουσιαστικά για ψευδεπίγραφη παροχή εκπαιδευτικής υπηρεσίας, όσο αποδεκτή και εποπτευόμενη και εάν είναι αυτή από το ξένο ΑΕΙ (external reviewers, accreditation boards, κλπ.).
  • Οι όποιες αναφορές στην φιλοξενούσα ελληνική επιχείρηση και τα γενικότερα οικονομικά συμφέροντά της (συχνά πρόκειται για πολύ ευρύτερους ομίλους εκπαιδευτικών επιχειρήσεων) κρύβονται επιμελώς και αποφεύγεται η δημοσιοποίησή τους.
  • Σε πάρα πολλές περιπτώσεις πρόκειται για κάποιου είδους τριτοβάθμιες ιδιωτικές σχολές οι οποίες μπορούν και λειτουργούν μόνο με το νομικό καθεστώς των Εργαστηρίων Ελευθέρων Σπουδών, γεγονός το οποίο ουδόλως εμφανίζεται στο διαφημιστικό υλικό διότι θεωρείται υποτιμητικό. Αντιθέτως εκείνο που κυριαρχεί στη διαφήμιση είναι η συνεργασία με το ξένο ή τα ξένα ΑΕΙ.
  • Στα εκπαιδευτικά φυλλάδια διαφημίζεται συχνά η δήθεν ύπαρξη “Γραφείου Σταδιοδρομίας” το οποίο ουσιαστικά δεν παίζει τον ρόλο παρά μόνον μιάς ενδο-επιχειρησιακής υπηρεσίας εντοπισμού των καλυτέρων τελειοφοίτων για προώθηση σε θέσεις εντός του ευρύτερου ομίλου επιχειρήσεων και για μανατζάρισμα των αιτήσεων για μεταπτυχιακές σπουδές.
  • Όταν διαφημίζονται συνεργασίες με πολύ γνωστά πανεπιστήμια του εξωτερικού, δεν γίνεται τότε καθόλου αναφορά ότι συνήθως πρόκειται για σπουδές σε ακαδημαϊκά περιθωριακούς κλάδους.
  • Διαφημίζονται διάφορα ιδρύματα του εξωτερικού ως πανεπιστήμια, ενώ συνήθως πρόκειται για χαμηλοτέρου επιπέδου τριτοβάθμια εκπαίδευση, π.χ. βρετανικά “Polytechnics”, γαλλικά “IUT”, κλπ.
  • Οι πραγματικές ή υποτιθέμενες συνεργασίες παρουσιάζουν αρκετά συχνά ξένες παραλλαγμένες επωνυμίες που παραπέμπουν σε άλλους σοβαρούς οργανισμούς, δηλαδή πρόκειται για ηθελημένη ψευδή πληροφόρηση που αποκομίζει οφέλη από την ενεργοποίηση ψευδών συνειρμών.
  • Η χρήση παρεφθαρμένων επιτυχημένων επωνυμιών (σχεδόν συνώνυμο της υποκλοπής και ιδιοποίησης) ισχύει ακόμη και στο επίπεδο ελληνικών σχολών που “δανείζονται” ονομασίες άλλων επιτυχημένων σχολών του είδους.
  • Στα συνεργαζόμενα ΑΕΙ εξωτερικού αναφέρονται για εντυπωσιασμό και διάφοροι άλλοι μη-εκπαιδευτικοί οργανισμοί, των οποίων η αναφορά θέλει να παραπέμψει στην υποτιθέμενη πρακτικότητα των σπουδών, π.χ. επαγγελματικές ενώσεις, ξένους οργανισμούς πιστοποίησης επαγγελματικών σπουδών, κλαδικές ενώσεις επιχειρήσεων, κλπ.
  • Τα δίδακτρα πάντα κρύβουν αόρατες μη-δημοσιοποιημένες συνιστώσες, όπως “αρχική εγγραφή”, “ειδικά έξοδα εργαστηριακών μαθημάτων”, “έξοδα χορήγησης φοιτητικής κάρτας”, “εξέταστρα”, “υποχρεωτική αγορά συγγραμμάτων”, κλπ.
  • Πολλά εκπαιδευτικά γραφεία ξένων ενδιαφερόντων διαφημίζουν εξ αποστάσεως πανεπιστημιακή εκπαίδευση (distance learning), όρος όμως ο οποίος στην σύγχρονη εποχή παραπέμπει αυτόματα σε “tele-conferencing”, Internet, Καπα-TEL, κλπ., ενώ ουσιαστικά διεκπεραιώνουν τις υποθέσεις τους με τον παραδοσιακό τρόπο (δια αλληλογραφίας, περιοδικών επισκέψεων στην αλλοδαπή, εδώ μεταφοράς εξεταστών, κλπ.).
  • Οι εν λόγω σχολές δημοσιοποιούν φωτογραφίες και νέα των εκδηλώσεών τους (συνεδριάκια, ενακτήριες ομιλίες, τελετές απονομής “διπλωμάτων”, προσκλήσεις ομιλιών, κλπ.) στις κοσμικές στήλες και στα διαφημιστικά φυλλάδια τους για να φανεί ότι παρίστανται διάφορα άτομα με πολιτική ισχύ (δημοσιογράφοι, πολιτικοί, επιχειρηματίες), γεγονός που εκτιμάται πως βοηθά να εμπνεύσει εμπιστοσύνη στο κοινό.


Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι λάθος να αγνοούμε τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, τα οποία αποτελούνα μια πραγματικότητα, αν και δεν υπάρχει κανένα νομικό πλαίσιο. Επίσης ο μεγάλος αριθός των φοιτητών που σπουδάζουν στο εξωτερικό αποδεικνύει τη μεγάλη ζήτηση που υπάρχει στη χώρα μας για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, καθώς και ότι η υπάρχουσα προσφορά δεν επαρκεί. Απαιτείται αναδιάρθρωση των σπουδών και επένδυση σ' αυτές από την πολιτεία για την κάλυψη των κοινωνικών αναγκών.

Γεώργιος Τσαμασφύρος

Το άρθρο αυτό βρίσκεται δημοσιευμένο στην Πύλη www.nygma.gr
στη διεύθυνση http://www.nygma.gr/mag/articles/Article.asp?ar_id=207&ac_id=32