www.nygma.gr - ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ (Επιστημ. φαντασία)

Space Title (1) 23/5/1995

Σήκωσε ψηλά το βλέμμα του. Αγνάντευε αγέρωχα τον αττικό ουρανό. Ένας γλάρος έσχισε το γαλάζιο μετάξι και απέσπασε για δυο στιγμές τη σκέψη του. Έχωσε βαθιά το χέρι στην τσέπη του ψάχνοντας για κάτι, όπως ο μικρομεσαιός αστός ψάχνει σε κοσμικό νησί για γυναίκα μήνα Αύγουστο μαζί με κολλητούς παντρεμένους παιδικούς φίλους... H τσέπη, όμως, ήταν άδεια. Όπως και η ζωή του. "Θα κρατήσω το κεφάλι ψηλά", φώναξε το πνεύμα του και υπάκουσε η σάρκα του. Έπρεπε να κάνει κάτι. Ήταν πλέον φανερό πως αλλιώς θα γέμιζε το Αrmani πουκάμισό του με φρέσκο, πηχτό, κόκκινο αίμα. Πάλι είχε ανοίξει η ρημάδα η μύτη του...

Τότε, με την άκρη του ματιού του, είδε αυτήν. Έμοιαζε με παγωμένο μπουκάλι Ήβη-Λουτράκι στη μέση της Σαχάρα. Με αλεξίπτωτο σε ακυβέρνητο αεροπλάνο. Με 6άρι στο Λοττο. Με τσιγάρο μετά. Αυτή προχώρησε μερικά μέτρα προς το μέρος του. Είδε το πρόσωπό της. Θυμήθηκε τη μανούλα του και τα παραμύθια που του έλεγε μικρός, καθώς του άλλαζε τα pampers. Θυμήθηκε την όμορφη πριγκήπισσα, που με δάκρυα στα μάτια περίμενε χρόνια ολάκερα το βασιλόπουλο καβάλα στο λευκό άτι να την ελευθερώσει από το σατανικό μάγο, που την είχε απαγάγει από τη φτωχή οικογένειά της, επειδή αυτός ήταν πάρα πολύ άσχημος και κανείς δεν τον έκανε παρέα και ήθελε συντροφιά για τις τελευταίες στιγμές της ταλαίπωρης ζωής του, μακριά από την κακή κοινωνία που απορρίπτει τους περιθωριακούς τύπους. Θυμήθηκε και τα αίματα που τρέχαν από τη μύτη του στο στόμα του, μέσα στο ανοιχτό πουκάμισο, δίπλα στη χρυσή αλυσίδα, πάνω στο δασύτριχο στήθος του και με μια παθιασμένη κίνηση του μπράτσου του σκούπισε και μύτη και στόμα και στήθος και πουκάμισο μαζί.

Όρθωσε το βλέμμα του. Πήρε το πιο σαγηνευτικό ύφος του κόσμου. Θαρρείς πως και βρεγμένο σπίρτο άναβε εκείνο το βλέμμα. Κοίταξε αριστερά, κοίταξε δεξιά. "Πού πήγε η χαμένη;" Την είδε να τρέχει να προλάβει το λεωφορείο. "Γαμώτο, αφαιρέθηκα", φώναξε και έτρεξε προς το μέρος της. Διέσχισε τυφλά το δρόμο. Ένα σχολικό λεωφορείο έκοψε απότομα να τον αποφύγει και πέρασε πάνω από μια γριούλα και τα τρία εγγονάκια της, πριν καρφωθεί πρώτα στην τζαμαρία του Da Cappo και μετά στο σταθμευμένο φορτηγάκι που κουβαλούσε δυναμίτη. Για μια στιγμή κοντοστάθηκε και έριξε το βλέμμα του στον πανικό. Πίσω του σχηματίστηκε καραμπόλα με δεκαέξι ΙΧ, δύο πυροσβεστικά και μια νταλίκα που κουβαλούσε λαθραία προφυλακτικά στα Σκόπια. Μέσα από λαστιχένιες γεύσεις και αρώματα που σκορπίστηκαν ολούθε την είδε να ανεβαίνει στο 224.

"Ταξί, ακολούθησε το λεωφορείο", φώναξε και το ταξί ακολούθησε το λεωφορείο. Αυτός έμεινε απορημένος να το κοιτά να απομακρύνεται. "Ταξί", φώναξε σε άλλον και πρώτα μπήκε μέσα και μετά έδωσε διαταγή για καταδίωξη. Το κίτρινο όχημα ξεχύθηκε πίσω από το μπλε κορνάροντας, όπως τότε που η Ελλάδα είχε κερδίσει το πανευρωπαϊκό στο μπάσκετ με ηγέτη έναν άπιαστο Νίκο Γκάλη και άξιους συμπαραστάτες τα υπόλοιπα παιδιά της εθνικής και όλοι είχαν βγει στους δρόμους και πανηγύριζαν μέχρι το πρωί ξεχνώντας για λίγο τα προβλήματα της καθημερινότητας και αισθανόμενοι εθνικά υπερήφανοι όντας οι πρώτοι σε όλη την Ευρώπη μόλις ο Καμπούρης είχε ευστοχήσει σε εκείνες τις δύο μαγικές βολές. Με μια προσεκτικότερη ματιά (σ.σ. ο ήρωας της ιστορίας, όχι ο Καμπούρης) παρατήρησε πως δίπλα στο ταχύμετρο ήταν το στροφόμετρο και δίπλα στο στροφόμετρο ήταν ένα αυτοκόλλητο της παραθρησκευτικής οργάνωσης Μ.Σ.Τ. (Μου Σου Του). Κρύος ιδρώτας έλουσε τη ραχοκοκαλιά του καθώς στο πηγμένο μυαλό του περνούσαν καρέ καρέ οι εικόνες από τα νέα των οκτώμιση του περασμένου δεκαπενταύγουστου, όταν ένα μέλος της Μ.Σ.Τ. είχε βιάσει, γδάρει ζωντανούς, κόψει φέτες, ψήσει και φάει πέντε νεαρούς που περίμεναν στη στάση το 224, επειδή φορούσαν πράσινες κάλτσες, ενώ τα χρώματα της οργάνωσης ήταν κόκκινα.

Σε κάποια φάση το λεωφορείο σταμάτησε σε κόκκινο φανάρι, ο οδηγός του ταξί κοκάλωσε το όχημα δίπλα στο λεωφορείο κορνάροντας πιο έντονα. Ο τύπος πίσω ψέλλισε "δε βαριέσαι ρε φίλε, σιγά τη γκόμενα". Ο λεωφοριατζής, ο οποίος είχε τις μαύρες του μιας και χτες το βράδυ είχε τσακώσει τη γυναίκα του με τον υδραυλικό πάνω στο νεροχύτη και σκεφτόταν πού είχε φταίξει και ο γάμος του δεν είχε στεριώσει και τι λάθη είχε κάνει ώστε να φτάσει τη γυναίκα του σε σημείο να αναζητήσει τον έρωτα σε άλλο άνδρα και μάλιστα υδραυλικό, θόλωσε (σ.σ. ο λεωφοριατζής, όχι ο υδραυλικός) με τα κορναρίσματα του ταξιτζή, κατέβηκε κάτω, άνοιξε την πόρτα του ταξί, έπιασε τον οδηγό από το γιακά και του εξήγησε ευγενικά πως ήταν μια δύσκολη γι'αυτόν μέρα και δεν άντεχε τους θορύβους, όπως του'χε πει και ο ξάδερφός του που είχε σπουδάσει ιατρική στη Βουλγαρία, αλλά δεν τελείωσε τις σπουδές του, γιατί του τελείωσαν πρώτα τα λεφτά. Ο ταξιτζής αρχικά ήταν ήρεμος. Μόλις, όμως, είδε τον αριθμό του λεωφορείου και το φανάρι από κόκκινο έγινε πράσινο, μέσα του συνετελέσθη ένας βρασμός ψυχής, τα μάτια του γύρισαν ανάποδα, κατέβασε το παντελόνι του λεωφοριατζή, ενώ παράλληλα ακόνιζε τα μαχαίρια του και άναψε θράκα δίπλα στο ταξί αλαλάζοντας σκόρπια μου, σου και του.

Ο τύπος στο πίσω κάθισμα του ταξί εκμεταλλεύθηκε το γεγονός ότι η προσοχή του ταξιτζή ήταν στραμμένη αλλού, έφυγε χωρίς να πληρώσει και μπήκε μέσα στο λεωφορείο αναζητώντας απεγνωσμένα εκείνη τη γυναίκα που ψάχνει από την αρχή της ιστορίας. Και πραγματικά αυτή ήταν εκεί, καθισμένη στη μεσαία θέση της πεντάδας πίσω πίσω, ανάμεσα σε δύο εύσωμα παληκάρια αθλητές του Απόλλωνα Τραχανοπλαγιάς. Έκανε να πλησιάσει, όμως τα δύο παληκάρια σηκώθηκαν να δουν τι συνέβαινε έξω και χωρίς να το θέλουν τον ποδοπάτησαν και αυτός λιποθύμισε. Όταν ξύπνησε, το λεωφορείο είχε αδειάσει και μια περίργη μυρωδιά τσίκνας έφτανε στην ανοιγμένη μύτη του. Βλαστήμησε το κέρας που ενδεχομένως η νόμιμη μνηστή του τού φορούσε στην Ισπανία όπου βρισκόταν για δουλειές και κατέβηκε από το λεωφορείο. Προσπέρασε βιαστικά κάτι κόκαλα στην άσφαλτο και άναψε τσιγάρο νευρικά.

Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε. Παντρεύτηκε τη μνηστή του, η οποία τελικά είχε αρραβωνιαστεί στην Ισπανία με έναν ταυρομάχο, αλλά για χάρη του έρωτά τους τον χώρισε, καθώς κατάλαβε πως τέτοια αγάπη, πίστη και τρυφερότητα δεν θα βρει σε κανέναν άλλο σ'αυτόν τον κόσμο, εκτός ίσως μόνο στο Θανάση, σ'εκείνον τον επιπόλαιο δεκάχρονο δεσμό από τα δεκατρία της, που την μύησε στα μυστικά του έρωτα και τώρα ήταν επιτυχημένος βιομήχανος, αλλά μόνο για μερικά δευτερόλεπτα, ύστερα ο νους της γύρισε στο σύζυγό της, ο οποίος μπορεί να ήταν ένας ατάλαντος ηθοποιός της σειράς, όμως την αγαπούσε πραγματικά και όχι συμφεροντολογικά επειδή αυτή είχε κληρονομήσει τέσσερα δις από μια θεία της στην Αυστραλία.

Τέλος πάντων, ζούσαν ευτυχισμένοι, ώσπου τη μέρα εκείνη τ’Απρίλη είδε εκείνη τη γυναίκα που πριν από χρόνια είχε αναστατώσει τόσο τη ζωή του. Την είδε στο σούπερ μάρκετ, όπου είχε πάει να αγοράσει γάλα για τα πέντε παιδιά του (πεντάδυμα). Τον προσπέρασε, καθώς αυτός περίμενε στην ουρά του ταμείου να πληρώσει. Είχε μείνει να την κοιτάει. Θεέ μου, δεν είχε αλλάξει καθόλου (αυτή, γιατί αυτός ήταν απλά το ίδιο άσχημος). Έκανε να την πλησιάσει μα αυτή κατευθύνθηκε προς το βάθος του καταστήματος. Παράτησε τη θέση του στην ουρά, την οποία έσπευσε να προλάβει μία 95χρονη γριούλα, που μόλις πήγε να πληρώσει άρχισαν να ηχούν σειρήνες και πολύχρωμα φωτορυθμικά να σαρώνουν το χώρο: ήταν η εκατομμυριοστή πελάτισσα και είχε κερδίσει μία κάρτα δωρεάν αγορών για τα επόμενα 10 χρόνια. Αυτός δεν έδωσε σημασία, μα την ακολούθησε (σ.σ. την όμορφη γυναίκα, όχι τη γριούλα).

Ήταν η μοιραία κίνηση. Τότε είδε το ζευγάρι μαζί, σφιχταγκαλιασμένο σε ένα παθιασμένο φιλί που βλέποντάς το κάτι ράγισε μέσα του. Δεν μπορεί να είχε πέσει τόσο έξω. Κι όμως, νάτες εκεί μπροστά του οι δύο γυναίκες χέρι χέρι χαιρόντουσαν τον έρωτά τους. Πέταξε κάτω τη σακούλα με τα ψώνια. Τρελές, αυτοκαταστροφικές σκέψεις πέρασαν από το μυαλό του. “Δεν αξίζει τον κόπο”, σκέφθηκε και έκανε να σηκώσει τα ψώνια. Τι κι αν τα αυγά, τα κρυστάλλινα ποτήρια και τα βάζα με τις μαρμελάδες που είχε ψωνίσει είχαν σπάσει. Αυτός στο κάτω-κάτω για γάλα είχε πάει εξαρχής.

Γύρισε σπίτι στη γυναικούλα του. Τα παιδιά ήταν σχολείο. “Γύρισα”, είπε, μα απάντηση δεν πήρε. Την βρήκε στην κουζίνα πάνω στο νεροχύτη με εκείνο τον ταξιτζή της Μ.Σ.Τ. Όπως αυτός του εξήγησε αργότερα, καθώς ακόνιζε τα μαχαίρια του και ζέσταινε το φούρνο, ένας οδηγός λεωφορείου μια φορά του είχε πει λίγο πριν πεθάνει για το πώς η γυναίκα του τον απατούσε με έναν περίεργο τρόπο πάνω σε νεροχύτη. Το τελευταίο πράγμα που άκουσε ήταν η γυναίκα του που παρακαλούσε τον ταξιτζή να μην τον πονέσει και πολύ._

(1): Σπέις τίτλος

Υ.Γ.1. Η ιστορία αυτή δεν έχει κάποιο δίδαγμα (τουλάχιστον δεν επιχειρήθηκε κάτι τέτοιο). Ωστόσο, αν κάποιος κατάλαβε κάτι, ας έλθει σε επαφή με τον υπογράφοντα.

2. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα ή γεγονότα είναι τελείως συμπτωματική.

Γιώργος Μπενέκος
ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ (Ηλ. Μηχ.& Μηχ. Υπολ. ΕΜΠ)

Το άρθρο αυτό βρίσκεται δημοσιευμένο στην Πύλη www.nygma.gr
στη διεύθυνση http://www.nygma.gr/mag/articles/Article.asp?ar_id=282&ac_id=19