ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ
Επιστημ. φαντασία
 printer friendly version  -  στείλτε τη σελίδα με e-mail ]

Εγκαρτέρηση 27/9/2000

Τον είδε. Πίσω από το θαμπό φως, τριγυρίζοντας, ήταν εκεί. Σίγουρος, βαρύς, αδιάφορος για τη σκληρή μοίρα που του είχαν επιφυλάξει. Δεξιά, αριστερά, μπρος, πίσω, πάνω, κάτω. Και ξανά από την αρχή. Χωρίς σκοπό, χωρίς παράπονα, χωρίς απαιτήσεις.

Είχε κολλήσει το πρόσωπό του στο τζάμι και τον περίμενε. Τον περίμενε υπομονετικά, όπως κάθε φορά, να σπάσει τη μονότονη διαδρομή του και να πλησιάσει. Περίμενε μία κίνηση, ένα νεύμα, κάτι που να επιβεβαίωνε ότι ένιωθε κάτι κι αυτός, ότι τον αναγνώριζε, ότι έστω τον διέκρινε ανάμεσα στους εκατοντάδες ενθουσιώδεις επισκέπτες που με δέος, ίσως και φόβο, τον περιεργάζονταν καθημερινά.

Δεν ήταν ένας κοινός επισκέπτης. Δεν ήταν ο μεσήλικας αστός με τον μπόμπιρα στον ώμο και τα πατατάκια στην τσέπη. Ούτε ο ατρόμητος Ρωμαίος με την Ιουλιέτα να σφίγγεται με ικανοποίηση επάνω του. Δεν έμοιαζε καν με τους συνειδητοποιημένους διανοούμενους οικολόγους που διαδήλωναν ότι είναι κακούργημα να φυλακίζεις ένα ζώο. Όχι, δεν έμοιαζε με τους άλλους. Ήταν ένας ειδικός καθημερινός επισκέπτης.

Στην αρχή ήταν απλή περιέργεια. Όταν έμαθε ότι άνοιξε τις πόρτες του το ενυδρείο ενθουσιάστηκε. Μαζεύτηκε η παρέα, όλοι οι συμφοιτητές μια Κυριακή και πήγαν, όπως ακριβώς είχαν κάνει άλλωστε και με το μετρό. Ένα ακόμη αξιοθέατο στην πόλη και ένα ενυδρείο, θαλάσσιο πάρκο το έλεγαν, δεν ήταν δα και λίγο πράγμα. Ήταν ένα τσίρκο, ένα τσίρκο με φυλακισμένα ζώα, όχι πως δεν το ήξερε εκ των προτέρων, ένα τσίρκο με ωραίο όνομα, θαλάσσιο πάρκο, όπως ζωολογικός κήπος ένα πράγμα. Αφού θαύμασαν τα δελφίνια, τις φώκιες και τα θαλάσσια λιοντάρια και την ομολογουμένως εντυπωσιακή μικρή όρκα, μπήκαν στον υπόγειο διάδρομο με τα εξωτικά ψάρια. Μικρά ψάρια, μεγάλα, με βούλες και πολύχρωμες ρίγες, ψάρια κυνηγοί και ψάρια οικογενειάρχες. Και τότε είδε αυτόν. Σε μια μεγάλη, τεράστια, πισίνα, πίσω από εξαιρετικά παχύ τζάμι. Σάστισε. Έμεινε αποσβολωμένος να τον κοιτάζει για ώρα, ενώ με κομμένη την ανάσα παρακολουθούσαν και οι υπόλοιποι. Ήταν πελώριος, τέσσερα μέτρα τουλάχιστον, σοβαρός και μεγαλοπρεπής. Σε λίγο κι ενώ είχαν αρχίσει τα υποθετικά αστεία και πειράγματα με αναφορές σε ποικίλες ταινίες πανικού και τρόμου, αυτός δεν είχε ακόμα συνέλθει.

Το βράδυ τον είχε δει στον ύπνο του. Μέσα σε ένα βαθυσκάφος-ταχύπλοο τον ακολουθούσε στο πέλαγος, στα ανοιχτά, εκεί που το πέλαγος γίνεται θάλασσα, εκεί που το γαλάζιο της θάλασσας ενώνεται με το γαλάζιο του ουρανού και νομίζεις ότι τίποτα δεν θα σπάσει αυτή τη μονοτονία, αυτή την αρμονία, αυτή τη γαλήνη. Απλά τον ακολουθούσε.

Τις επόμενες μέρες, συνέχισε να τον επισκέπτεται. Αφού πλήρωνε βιαστικά στην είσοδο, πήγαινε κατευθείαν στο κελί του. Καθόταν εκεί με τις ώρες και παρακολουθούσε. Τον περιεργαζόταν με κάθε λεπτομέρεια. Μάθαινε τα σημάδια στο σώμα του, απομνημόνευε τις κινήσεις του, ανέλυε την συμπεριφορά του. Ενίοτε έπιανε κουβέντα και με τους φύλακες ή εκείνους τους επισκέπτες που ξόδευαν περισσότερο από λίγα λεπτά για να τον θαυμάσουν. Τον διαβεβαίωσαν ότι είναι απίθανο να καταλαβαίνει το ύφος του, εξαιρετικά απίθανο. "Απίθανο, αδύνατο όμως;". "Αδύνατο". Του το είχαν ξεκόψει.

Οι φίλοι του του έκαναν πλάκα. "Παράτα το θέατρο και πήγαινε για θαλάσσια βιολογία", τον πείραζαν. Όχι ότι δεν είχε αρχίσει να το σκέφτεται. Ξεκοκκάλιζε όποιο σχετικό βιβλίο υπήρχε στη βιβλιοθήκη, συζητούσε με όποιον μπορούσε να ξέρει κάποια πληροφορία παραπάνω. Με βιολόγους, με οικολόγους, με ψαράδες. Είχε πιάσει φιλίες με όλο το προσωπικό του ενυδρείου. Ύστερα από λίγο καιρό δεν πλήρωνε για να μπει, ούτε καν περίμενε στην ουρά. Του πρότειναν και δουλειά μάλιστα. "Δεν έχω ανάγκη από δουλειά. Ούτως ή άλλως δεν με ενδιαφέρει παρά μόνο αυτός". Είχε εντυπωσιάσει και έναν καθηγητή, ερευνητή της θαλάσσιας πανίδας. "Έχεις εντρυφήσει", του είχε πει. "Γιατί δεν έρχεσαι από το γραφείο μου;".

Όλα αυτά τα είχε σκεφτεί σοβαρά για λίγο καιρό. Τόσο η συχνότητα όσο και η διάρκεια των επισκέψεων πλήθαιναν. Δεν τον ενδιέφερε όμως η επιστήμη, δεν τον ενδιέφερε η μελέτη, αυτά ήταν μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Τον ενδιέφερε πραγματικά αυτός. Έχοντας μάθει όλες τις λειτουργικές λεπτομέρειες, όλες τις συνήθειές του, τι απολάμβανε και με τι εξοργιζόταν, πότε πεινούσε, με ποιες κινήσεις τοποθετούταν σε κάθε πλευρά της πισίνας, πίστευε ότι τον είχε μάθει καλά. Στενοχωρήθηκε πολύ με τη διαπίστωση ότι δεν ήξερε τίποτα για τον ψυχισμό του. Πώς έβλεπε τον έξω κόσμο, πού ήθελε να βρίσκεται, πώς αισθανόταν για τους υπόλοιπους επισκέπτες, τι σκεπτόταν γι'αυτόν.

Του είχε γίνει έμμονη ιδέα. Πολλές φορές ξεχνούσε να φάει, να πάρει τηλέφωνο τους φίλους του. Τον προειδοποίησαν ότι η θητεία του ως ηθοποιός-σκηνογράφος θα έφτανε σε γρήγορο τέλος. "Είσαι ένας ρομαντικός οικολόγος", του έλεγαν. Πολλές φορές αστειεύονταν περιπαικτικά. "Τί νέα από το επισκεπτήριο σήμερα; Πώς πάει ο φυλακισμένος μας;". Απαντούσε πάντα με εγκαρδιότητα. Δεν είχε ακόμη κι ο ίδιος ξεκαθαρίσει τα πράγματα. Τα κορίτσια έλιωναν. "Τι ρομαντικός, τι άντρας", οι απόψεις τους όμως άλλαζαν γρήγορα, όταν διαπίστωναν ότι δεν τον ενδιέφεραν ούτε οι σκέψεις τους ούτε η συμπάθειά τους, πόσω δε μάλλον η παρουσία τους. Τον ενδιέφερε μόνο αυτός.

Ξύπνησε ιδρωμένος, παραμιλώντας. Γύρω του τα σκεπάσματα έπλεαν και τα τζάμια έτριζαν από την πίεση. Κι αυτός ως παραφύσει μεταλλαγμένο αμφίβιο ανέπνεε κανονικά πάνω στο κρεβάτι. Με δυο απλωτές έφτασε την πόρτα του διαδρόμου. Και τότε τον είδε ξανά, πότε να προβάλλει στη μεσόπορτα της τραπεζαρίας και πότε να χάνεται, με τις ίδιες ακριβώς κινήσεις που είχε καταγράψει στην πισίνα του ενυδρείου. Μόνο που τώρα ήταν εκεί. Ήταν μόνο οι δυο τους και τους χώριζαν μονάχα οι δυο δρασκελιές του διαδρόμου. Έκανε να προχωρήσει μα κοντοστάθηκε. Τον είδε να ξεπροβάλλει στην πόρτα προτείνοντας τις αιμοσταγείς του σιαγόνες. Έκανε να τον πλησιάσει μα ήταν αδύνατο. Και στην καρδιά του δεν υπήρχε πια περιέργεια ή συμπόνια.

Ο διευθυντής του θαλάσσιου πάρκου τον είχε καλέσει στο γραφείο του. "Αισθάνομαι άσχημα απέναντί σου που τον έχω φυλακισμένο, όμως πρέπει να καταλάβεις... Άλλο τα αισθήματα και άλλο η δουλειά", του είχε πει. Τον είχε αφήσει άναυδο η απάντησή του. "Κάθε άλλο, άλλωστε πώς θα είχα τη δυνατότητα να τον βλέπω, εάν αύριο τον αφήνατε ελεύθερο; Αυτό θα ήταν καταστροφή!", τον είχε κατακεραυνώσει. Επίσης αδιάφορος είχε μείνει όταν τον ενημέρωσαν ότι ψάρια με τέτοια ιδιοσυγκρασία δε ζουν πολύ σε περιορισμό. "Είναι αλήθεια. Το είδα στο βλέμμα του".

Τον έβλεπε πια παντού. Τα όνειρά του ήταν το λιγότερο. Τον έβλεπε να ξεπροβάλλει με επιδέξιους ελιγμούς πίσω από τις γωνίες και τις φυλλωσιές, ή με μια ταχύτατη βουτιά μέσα από τα σύννεφα, ενώ ανυποψίαστοι περαστικοί απομακρύνονταν πανικόβλητοι. Τον έβλεπε να κολυμπάει στο γαλάζιο του ουρανού αψηφώντας τους νόμους του Newton, άλλοτε πάλι το πτερύγιό του να σκίζει σαν κύμα την άσφαλτο αψηφώντας την αρχή του Pauli. Στο μυαλό του στριφογύριζαν ασύνδετα οι σκέψεις, ενώ τα συναισθήματα ανακατεύονταν στην καρδιά του. Η περιέργεια, η συμπάθεια, το δέος, ο φόβος.

Τόσο οι άνθρωποι του ενυδρείου όσο και το υπόλοιπο κοντινό του περιβάλλον είχαν αρχίσει να ανησυχούν. Ήταν χαμένος στις σκέψεις του και στην νέα του παρέα. Η αλήθεια όμως δεν ήταν ήταν τόσο απλή, η αλήθεια ήταν μέσα του. Δεν ήταν η συντροφιά που τον ευχαριστούσε σ'αυτόν. Εδώ και αρκετό καιρό είχε αλλάξει ο ρόλος του. Δεν ήταν ένας απλός επισκέπτης. Είχε γίνει ο μαθητευόμενός του. "Μάθε από το ποτάμι", είχε ακούσει το βαρκάρη μέσα του ως άλλος Σιντάρτα. Και είχε αρχίσει πραγματικά να μαθαίνει. Είχε μάθει από αυτόν. Είχε μιλήσει μέσα του και είχε δει τον εαυτό του μέσα σ'αυτόν. Δεν είχε δει όμως ένα υπομονετικό και ήρεμο δάσκαλο, ένα δυνάμει σύντροφο και φίλο. Είχε δει την ανάγκη για επιβίωση, την αδιαφορία και τη σκληρότητα, τη μοναχικότητα του κυνηγού. Είχε συλλάβει μιαν άγνωστη σ' αυτόν έκφανση της ζωής, μιαν άγνωστη πραγματοποίηση της φύσης.

Σχεδόν δεν κοιμόταν. Με την άδεια του νυχτερινού φύλακα περνούσε τις νύχτες δίπλα του. Ώσπου συνέβει το μοιραίο. Τον κοίταζε με το πρόσωπο ακουμπησμένο στο τζάμι, επίμονα. Ήθελε επιτέλους να μάθει αν του ήταν τελείως αδιάφορος. Ήθελε να δει τον εαυτό του μέσα από τα μάτια του. Τον κοίταζε προκλητικά, με θράσος. Είχε κολλήσει πάνω στο γυαλί σαν να ήθελε να το διαπεράσει και να τον φτάσει. Κι αυτός, έξαφνα, σαν να άκουσε τους χτύπους της καρδιάς του, σαν να έφτασε στα όρια της υπομονής του, στάθηκε αιωρούμενος στη μέση της πισίνας, στάθηκε για μερικά δέκατα του δευτερολέπτου, μερικούς αιώνες, και χύμηξε με λύσσα στο τζάμι. Το θάρρος του λύγισε, βλέποντας το κήτος να πλησιάζει κατά πάνω του, τραβήχτηκε πίσω, δεν επρόκειτο όμως να αλλάξει τίποτα. Το τζάμι υποχώρησε από το χτύπημα και την πίεση του νερού κι ήταν πλέον πραγματικά οι δυο τους, χωρίς να υπάρχει χρόνος. Ο μαθητής είχε προκαλέσει το δάσκαλο κι ήταν ώρα να πληρώσει. Να πληρώσει, όχι μόνο για τούτη τη στιγμή, αλλά για όλον αυτόν τον καιρό που θρασύτατα βίαζε την ησυχία του. Νόμισε ότι άκουσε τον εαυτό του να ουρλιάζει καθώς τα ατσάλινα δόντια του χώνονταν στα πλευρά του. Ύστερα απέμεινε ήσυχος νιώθοντας τα κόκκαλά του να σπάζουν ένα-ένα γλυκά μέσα στις σιαγόνες του και το αίμα να του πλημμυρίζει τα μάτια.

Ξύπνησε με πόνο στα μάγουλα. "Δεν πάμε καλά. Εγώ φταίω που σε άφησα εδώ μόνο σου", ήταν ο φύλακας. Μέσα στη ζάλη του κοίταξε πίσω από το τζάμι. Ήταν εκεί και τριγυρνούσε αδιάφορος όπως πάντα. Νόμιζε ότι τον είδε να χαμογελάει. "Σου έχει γίνει έμμονη ιδέα. Θα τρελαθείς αν συνεχίσεις έτσι. Τράβα κοιμήσου", του είπε επιτακτικά. "Ναι, έχεις δίκιο, συγγνώμη, έχεις δίκιο, συγγνώμη που σε ανησύχησα, καληνύχτα", είπε σαστισμένος κι έφυγε.

Πέρασαν μερικές μέρες μέχρι που ξαναήρθε. Πάλεψε με το φόβο του, πάλεψε τον εαυτό του και την έμμονή του ιδέα.

Τώρα, ήταν πάλι εκεί. Ανάμεσα σε πλήθος επισκέπτες, ακουμπησμένος πάνω στο παχύ τζάμι. Και τον κοιτούσε, το ίδιο προκλητικά, το ίδιο επίμονα, μόνο που τώρα ήταν ξύπνιος. Και σαν να το είχε σχεδιάσει, σαν να έβλεπε το σενάριο να παίζεται μπροστά στα μάτια του, ένα deja vu, αυτός στάθηκε και στη συνέχεια χύμηξε κατά πάνω του. Ένα διαπεραστικό "αααααα" ακούστηκε καθώς έσκαγε πάνω στο τζάμι, μόνο που το τζάμι δεν έσπασε, αφήνοντας τους επισκέπτες με μία ωραία στιγμή να διηγούνται στους φίλους τους. Σε μερικά δευτερόλεπτα, όταν πια είχε κοπάσει η αναταραχή κι αυτός είχε γυρίσει στην αδιάφορη βόλτα του, διαπίστωσε ότι κάτι ακόμη είχε αλλάξει στο ονειρικό σενάριό του. Ήταν ακόμη εκεί. Δεν είχε ουρλιάξει, δεν είχε κουνηθεί από τη θέση του, μόνο έμεινε, υπέμεινε μια τύχη που δεν πραγματώθηκε, αδιάφορα, στωικά, καρτερικά.

Και κατάλαβε. Ο κυνηγός είχε μιλήσει μέσα του. Δεν τον φοβόταν πλέον, δεν τον θαύμαζε, τον καταλάβαινε. Τον καταλάβαινε και μάθαινε να ζει μαζί του. Ήταν ισότιμος του, τουλάχιστον ισότιμος, ναι, τώρα το ήξερε..

Φεύγοντας εκείνο το βράδυ από το ενυδρείο, ήξερε ότι δεν θα πήγαινε να τον δει ξανά. Αδιάφορα κι αυτός τον είχε χαιρετήσει. Τον είχε ακούσει. Περπατώντας αφηρημένα στο δρόμο, ήξερε τώρα ότι δεν ήταν πια ο ίδιος, ήξερε ίσως ότι η πραγμάτωσή του αυτή είχε κάπου πάει στραβά. Δεν ήταν ο ίδιος ούτε ήθελε να ξαναγίνει ίδιος. Μάταιο τώρα πλέον του φαινόταν να ξαναδεί τους παλιούς του φίλους, μάταιο και το θέατρο, μάταιο και το ενυδρείο. Δεν ήταν πια εκεί.

Δεν κατάλαβε αν το φως που τον τύφλωσε σε δευτερόλεπτα ερχόταν απ'το δρόμο ή από τους γαλάζιους διαδρόμους του μυαλού του. Ένιωσε απλώς το παγωμένο μέταλλο να τον παρασέρνει με ασύλληπτη ταχύτητα, το χώρο να κομματιάζεται και τη λαμαρίνα να τον ξεσκίζει ανήλεα πέρα ως πέρα. Για μια στιγμή νόμισε ότι είδε ένα πτώμα φρικιαστικά διαμμελισμένο πάνω στην άσφαλτο, δεν το αναγνώρισε όμως.

Σε λίγο ήταν χαμένος στο γαλάζιο άπειρο ενός άλλου χώρου. Χτύπησε με χαρακτηριστική ακρίβεια το κορμί του ώστε μόλις να ξεπροβάλλει στην επιφάνεια. Περιεργάστηκε για λίγο τα παιχνιδίσματα του φωτός και τους παραπέρα λουόμενους. Νόμισε ότι άκουσε φωνές όταν αποφάσισε με μιαν αστραπιαία κίνηση να γλυστρίσει στο βυθό και να εξαφανιστεί στο σκοτάδι.

Γιάννης Ξηρουχάκης
ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ (διδάκτωρ τρομάρα μου...)
Άλλα άρθρα του

Σχολιασμός Άρθρου
( πατήστε εδώ για καταχώρηση σχολίου )

 printer friendly version  -  στείλτε τη σελίδα με e-mail ]

Σπίτι
Επιστημ. φαντασία
Προηγούμενο Επόμενο
Αναζήτηση 'Αρθρων
Σχολιασμός Άρθρου
Περιοδικό
   Editorials
   Sex
   Αθλητισμός
   Ακαδημαϊκά
   Αποκρυφισμός
   Αυτοκίνητο 2001
   Βία
   Γλώσσα
   Δραστηριότητες
   Εδώ Πολυτεχνείο (;)
   Εθνικά Θέματα
   Εικόνες
   Εκπαίδευση
   ΕΜΠ-ΕΠΙΣΕΥ
   Ενημερωτικά
   Επιστημ. φαντασία
   Έρευνα στο ΕΜΠ
   Ιστορίες
   Καθημερινότητα
   Κοινωνία
   Μ.Μ.Ε.
   Μόδα
   Παιδεία
   Ποιήματα
   Πολιτική
   Προσωπικά
   Σκέψεις
   Σκίτσα
   Τέλος εντύπου
   Τέχνες
   Τεχνολογία-Επιστήμες
   Φοιτ. Εκλογές `96
   Φοιτ. Εκλογές '95
   Χαβαλές
   Χαβαλές '96
   Χριστούγεννα '96
   Ψυχαγωγία
Μέλη
Ακαδημαϊκά
Επικοινωνία
Εκδρομές
Διασκέδαση
Σπίτι
Επιστημ. φαντασία
Προηγούμενο Επόμενο

ΝΥΓΜΑ ανλίμιτεντ σαμ ράιτς ρισέρβντ 1994-2099