www.nygma.gr - ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ (Χαβαλές)

Ο Θανασάκης στους Ταλιμπάν 29/9/2001

Γεια σας παιδιά! Όσοι είστε νέοι στην παρέα δε θα με ξέρετε, είμαι ο Θανασάκης και έχω πολύ καιρό να γράψω στο Μίγμα. Μου είπαν τα παιδιά του Μίγματος ότι τελευταία έφυγαν μερικοί ακόμα, εκτός από αυτούς που είχαν ξενιτευτεί για να βρουν δουλειά στις φάμπρικες της Καλιφόρνια και του Σικάγου (εγώ δεν τα καταλαβαίνω αυτά, μόνο το παγωτό σικάγο ξέρω και την Καλιφρονά, όπου μένει ο θείος Βρασίδας, τα παιδιά μου τα είπαν να τα γράψω) για να πάνε φαντάροι. Από όσα κατάλαβα από εκείνα που λέγανε μεταξύ τους, αυτό θα πει ότι πας σε ένα μέρος όπου έχει πολυυυύ κόσμο, φοράνε όλοι στολές (αυτό πρέπει να είναι κάτι σαν τις αποκριάτικες στολές), ξυπνάνε όλοι μαζί, κοιμούνται όλοι μαζί , τρώνε όλοι μαζί, περπατάνε όλοι μαζί. Ελπίζω να μην κάνουν κι άλλα πράγματα όλοι μαζί, γιατί που να παίξουν όλοι μαζί ή που να πάνε στις κούνιες όλοι αυτοί; Δεν θα μείνει χώρος για τα άλλα παιδάκια! Επίσης εκειπέρα πρέπει να κάνεις αμπαρίες. Αυτό δεν το έχω ξανακούσει, αλλά είναι να πλένεις, να σκουπίζεις, να μαγειρεύεις και να κάνεις όλες τις δουλειές, όπως κατάλαβα. Επίσης πρέπει να καθαρίζεις την Καλλιόπη. Αυτό δεν το κατάλαβα, νομίζω όμως ότι η Καλλιόπη θα είναι καμμιά χοντρή και άσχημη που θα βρωμάει πολύ, γιατί αλλιώς όλοι θα ήθελαν να την καθαρίζουν! Έφυγαν λοιπόν τα παιδιά και μου είπαν να γράφω κι εγώ που και που. Αποφάσισα κι εγώ να σας πω μια ιστορία που έχει να κάνει με ένα ταξίδι που πήγα με το θείο Βρασίδα κάπου πολύ μακριά. Ο θείος Βρασίδας το έλεγε, πως το έλεγε... Κάτι σε Ταν ήταν.

Πήγαμε λοιπόν εκεί με το θείο Βρασίδα και ήταν πολύ περίεργα. Εκεί όλοι είχαν μακριά μούσια και φορούσαν στο κεφάλι τους κάτι μεγάλα μαύρα μαντήλια που τα τύλιγαν σαν να ήθελαν να ζουλίξουν το κεφάλι τους. Γυναίκες δεν είδα, αλλά ο θείος μου είπε ότι αυτές με τα μαύρα που γυρνούσαν σα φαντάσματα και έβλεπες μόνο τα μάτια τους ήταν γυναίκες. Θα πρέπει να έχει πολλή πλάκα να κυκλοφορείς έτσι, δε θα σε αναγνωρίζει κανείς και θα είναι σαν να έχει απόκριες κάθε μέρα! Μετά ο θείος με πήρε και με πήγε σε κάτι βουνά που ήταν όλο ξεραϊλα. Δεν υπήρχαν ούτε αγριόχορτα, ούτε τσουκνίδες, ούτε τίποτα. Τότε βγήκε ξαφνικά ένας κύριος από μια σπηλιά, που δεν μπορούσες να τη δεις εύκολα, που είχε κι αυτός μούσια, αλλά φόραγε άσπρο μαντήλι και όλοι οι άλλοι που βγήκαν μαζί του τον έλεγαν «Ο Σαμ». Αυτός ο Σάμ πρέπει να ήταν πολύ σπουδαίος, γιατί όλοι τον άκουγαν με προσοχή και έτρεχαν από εδώ κι από εκεί μόλις τους έλεγε κάτι. Είχαν όλοι τους κάτι όπλα που μοιάζουν πολύ με αυτά που βλέπω στις ειδήσεις όταν λέει για τους αλβανούς, αυτά που είναι από κάτω στραβά σαν μπανάνες. Μίλησε για λίγο με το θείο Βρασίδα σε μια περίεργη γλώσσα, σαν να έφτυναν συνέχεια ήταν και μετά ο θείος μου είπε ότι θα με έπαιρνε ο Σαμ να με πάει σε μια κατασκήνωση εκεί κοντά. Θα ερχόταν ο θείος μετά από μια βδομάδα να με πάρει, γιατί είχε κάτι δουλειές με τον Σαμ.

Αυτή η βδομάδα στην κατασκήνωση του Σαμ ήταν καταπληκτική! Ήταν γεμάτη από παιδιά σαν κι εμένα ή και μικρότερα, που φορούσαν όλοι ρούχα σαν αυτά που φοράνε στα πολεμικά, που ψάχνουν τον χαμένο στρατιώτη. Μου έδωσαν κι εμένα και μου έδωσαν και ένα πιστόλι για να κυνηγάω τους Ινδιάνους, μόνο που ήταν πιο βαρύ από αυτά που έχω σπίτι. Πρέπει να ήταν μαϊμού, γιατί δε φαινόταν τόσο καθαρό και ωραίο σαν τα δικά μου. Είχε όμως πολλή πλάκα, γιατί έκανε θόρυβο και έκανε τους άλλους να πέφτουν σαν να σκοτώνονται στα αλήθεια. Δυστυχώς ο θείος Βρασίδας δε με άφησε να το πάρω, αν και ο Σαμ μου το έδινε, γιατί λέει δε γινόταν να το βάλουμε στο αεροπλάνο. Σιγά, εδώ έβαλε αυτός στο αεροπλάνο μια βαλίτσα ολόκληρη με κάτι μαχαίρια και κάτι σπαθιά που μοιάζανε σαν πλαστικά, αυτό δεν μπορούσε να πάρει ο τσιγκούνης;

Αφού μου έδωσαν τα αστεία ρούχα και το βαρύ πιστόλι με έβαλαν κι εμένα να τρέχω μαζί με τα άλλα παιδάκια. Στην αρχή τρέχαμε γύρω-γύρω και φωνάζαμε κάτι που δεν καταλάβαινα, αλλά είχε πλάκα. Μετά μας έβαλαν να τρέχουμε μέσα σε κάτι χαντάκια και από πάνω κάποιος έριχνε δυναμιτάκια. Μετά βγήκαμε από το χαντάκι και όλα τα παιδιά πέφτανε κάτω και σερνόντουσαν στα χώματα κάτω από κάτι συρματοπλέγματα που ήταν πολύ χαμηλά και μου έσκισαν τα ρούχα και κάποιος κάτι έριχνε από πάνω που σφύριζε δυνατά, αλλά εμένα δε με ένοιαξε, γιατί δεν ήταν δικά μου και δε θα μου φώναζε κανείς. Ήταν μόνο ένας κύριος εκεί που φαινόταν πολύ τσαντισμένος. Αν τον έβλεπε ο μπαμπάς θα έλεγε ότι είναι γαύρος και τα έχει πάρει με την ομάδα του που τρώει πολλά γκολ και είναι ξεφτίλες. Φώναζε συνέχεια και όταν κάποιο παιδάκι έβγαινε από τη γραμμή ή έδειχνε να κάνει κουταμάρες το βούταγε από το σβέρκο και το πήγαινε κάπου που εμείς δε βλέπαμε. Τα άλλα παιδάκια φαίνονταν τρομαγμένα, αλλά δεν κατάλαβα γιατί. Μάλλον θα το έβαζε τιμωρία. Δεν μπορώ να καταλάβω όμως γιατί μετά δεν μπορούσε το τιμωρημένο παιδάκι να περπατήσει καλά ή να καθίσει. Αυτός που φώναζε πρέπει να ήταν ομαδάρχης και να το είχε πάρει πολύ στα σοβαρά.

Μετά από εκεί μας πήραν και μας ανέβασαν σε ένα ψηλό πύργο από όπου έβγαινε ένα σκοινί και πήγαινε σε μια αποθήκη πιο χαμηλή και μακριά. Ένα-ένα τα παιδάκια πιάναμε ένα χερουλάκι και κρεμιόμασταν από το σκοινί και πέφταμε στην αποθήκη που είχε κάτι άχυρα στην ταράτσα. Αυτό ήταν το πιο αστείο από όλα, ήταν σαν να κάνεις μεγάλη τσουλήθρα και μετά να κάνεις και μια βουτιά! Μετά από αυτό πήραμε όλοι τα πιστόλια μας και πήγαμε σε ένα άλλο μέρος όπου είχαν κάτι μεγάλους που μιλούσαν σαν την αγγλίδα που έχουμε στο σχολείο και έλεγαν όλο κάτι «φακ» και είχαν τα χέρια τους δεμένα πίσω από την πλάτη. Τους άφησαν αυτούς σε ένα χωράφι με μια μεγάλη μάντρα γύρω-γύρω κι εμείς έπρεπε να τους νικήσουμε. Όταν πέφτανε ήταν πολύ αστείοι και το έκαναν σαν να ήταν στ’αλήθεια. Εγώ έριξα έναν χοντρό που δεν μπορούσε να τρέξει γρήγορα και σε έναν άλλο που προσπαθούσε να κρυφτεί πίσω από το χοντρό. Ήταν άλλα παιδάκια όμως που έριξαν περισσότερους γιατί το είχαν ξαναπαίξει το παιχνίδι και δε μου άρεσε καθόλου αυτό.

Είχε κι άλλα παιχνίδια που μου άρεσαν, όπως αυτό που πετάγαμε κάτι μπουκάλια με μαντήλια στην άκρη (πολύ μανία με τα μαντήλια στο Ταν) και μόλις πέφτανε κάτω βάζανε μεγάλες φωτιές. Θα πάρω μερικά να ρίχνω την Ανάσταση να τους κάνω όλους να τρέχουν! Μου άρεσε πολύ το ταξίδι στο Ταν και η κατασκήνωση του Σαμ. Ανυπομονώ να ξαναπάει ο θείος Βρασίδας για δουλειές εκεί για να πάω μαζί του και να παίξω και πάλι με τα παιδάκια.Εκείνο όμως που μου έκανε μεγάλη εντύπωση είναι που πριν μπούμε στο αεροπλάνο, ο θείος Βρασίδας είχε πέσει στο γόνατα και έμοιαζε σαν να κουτουλάει το πάτωμα. Μετά μου είπε ότι πρέπει να είμαστε προσεκτικοί και καθαροί, με πήγε στις τουαλέτες να πλύνω τα χέρια μου και το πρόσωπό μου, μου καθάρισε και μου γυάλισε τα παπούτσια μου, μου είπε να μη φωνάζω και να μην κάνω κάτι που θα μπορούσε να φανεί περίεργο στους άλλους. Όλα αυτά τα έλεγε και τα έκανε διαβάζοντας ένα χαρτάκι που είχε στην τσέπη του, όπως κάνει όταν πηγαίνουμε στο super market και διαβάζει αυτά που του έχει γράψει η μαμά ότι πρέπει να πάρει. Ελπίζω να φτάσουμε γρήγορα σπίτι για να τα πω όλα στα παιδάκια του σχολείου και να σκάσουν από τη ζήλεια τους! Γειά σας παιδιά του Μίγματος!

Τάσος Τάσκαρης
ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ

Το άρθρο αυτό βρίσκεται δημοσιευμένο στην Πύλη www.nygma.gr
στη διεύθυνση http://www.nygma.gr/mag/articles/Article.asp?ar_id=477&ac_id=2