www.nygma.gr - ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ (Ιστορίες)

Ντάντι να πάρω το σμαρτ απόψε; 1/4/2002

Κυκλοφορώ με το μεγαλύτερο βι ελ κέι (vlk) της Αθήνας. Το ες παραλείπεται γιατί εννοείται. Είναι ο μεγαλύτερος βλάκας που ξέρω και είναι και κολλητός μου. Δεν θα πω εμ ελ κέι γιατί έχω καλούς τρόπους. Τα σύμφωνα είναι η μυστική γλώσσα του τσατ στο ίντερνετ. Ας πούμε όταν ρωτάς τον άλλο «κατάλαβες;» λες «κτλβ;» και αυτός φυσικά «κτλβαίνει» ...οκ; Γιατί τώρα ξαναγυρίσαμε στην εποχή της γραφής; του γραπτού λόγου; θα σας πω γιατί. Εγώ που είχα πάθος με τον προφορικό λόγο έκανα κάτι λογαριασμούς στο κινητό, μα κάτι λογαριασμούς ...άσε. Όταν θέλεις να πεις πολλά στο τσατ ή στο κινητό - όπως εγώ τώρα - δεν μπορείς να λες μεγάλες λέξεις όπως το «κατάλαβες» και λες (γράφεις) μόνο τα σύμφωνα.

Ο κολλητός μου εκτός από τη βλακεία του έχει και την έμμονη ιδέα ότι θα τον ερωτευθεί κάποια απ τις απίθανες Ουκρανές στο στριπτίζ που για τρία χιλιάρικα σου χαϊδεύουν με το γόνατο το πουλί και περιμένουν να δουν αν θα σκληρύνει. Αν δεν σκληρύνει αμέσως, γίνονται επίμονες και ακριβώς τότε αυτός πιστεύει ότι τον ερωτεύτηκαν. «Αρ τι εφ τι κέι» (rtftk=ερωτεύτηκαν) θα το λέγαμε στη μυστική γλώσσα. Καθίσαμε τέσσερις ώρες στο σόου. Προσπάθησε να φέρει πολλές φορές στο τραπέζι μία μέτρια μελαχρινή που πίστεψε ότι θα του καθόταν πιο εύκολα. Κάποια στιγμή δεν μας έφταναν τα χρήματα και ζήτησα διακανονισμό. Ο χοντρός που ήρθε να πληρωθεί φώναξε, γκρίνιαξε και μας έκοψε 25.000. «Πηδήξαμε» γόνατα αξίας 100.000 και πληρώσαμε 75. Όταν φεύγαμε ο mlk περιέγραφε πώς τον έτριβε η «μέτρια», πώς του πρότεινε τις ρώγες της, πόσο του χαμογελούσε και πόσο πιο σφιχτά από τις άλλες και με πόσο πάθος τον έκανε να νιώθει άντρας. Χαλάσαμε τα τελευταία 75 μας χιλιάρικα για το τίποτε για μια αηδία. Η βενζίνη στο αυτοκίνητό του - ένα μαύρο τζέλικα του 80τόσο που κυκλοφορούμε και είμαστε σαν αρχαίοι μπάτσοι - είναι κάθε μέρα στο κόκκινο, και την ώρα που την ξανακοίταξε φρενάρισε ο μπροστινός μας στην παραλιακή και κολλήσαμε πάνω του και κατέβηκε και μας έβριζε σαν να είμαστε - τι άλλο θα μπορούσαμε να είμαστε; - πολύ μεγάλοι εμ ελ κέι. Όταν είμαστε στο αμάξι του κοιτάζουμε το δείκτη της βενζίνης και αν κυκλοφορεί κάτι πιο ενδιαφέρον από τους ντόπιους «κουβάδες» που να θυμίζει σοβιετική κορμοστασιά. (Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν μάθει ακόμη και χωριά της Σιβηρίας, γιατί ο στόχος είναι πάντα ο ίδιος: φοράει μπότες χειμώνα - καλοκαίρι, έχει μακριά πόδια και ξέρει, μα ξέρει πάρα πολύ καλά να γδύνεται...).

Τον τρακάραμε πολύ δυνατά τον τύπο στην Ποσειδώνος και ούρλιαζε καλύπτοντας το θόρυβο των αυτοκινήτων. Εγώ μόλις είδα τα σκούρα μπήκα πάλι στο αυτοκίνητο και άναψα τσιγάρο. Θα περιμένω να δω τι θα μας κάνει σκέφτηκα. Και δεν έκανε τίποτε άλλο από το να φωνάζει και να κουνάει τα χέρια του σαν σημαιούλες σε παρέλαση και κάποια στιγμή έδειχνε και μένα, αλλά συνέχισα να τους γράφω και να σκέφτομαι ότι αντί να ξεχρεώνω μπαίνω όλο και περισσότερο μέσα. Τα χρέη ξεκίνησαν από μένα όταν άφησα έγκυο τη Νταίζη και δανείστηκα για να πληρώσω την έκτρωση και πήγαμε και σε ένα βλαμμένο γυναικολόγο φίλο του πατέρα μου που αρκέστηκε να μου φορτώσει τα τελευταία 300 χιλιάρικα που είχα διαθέσιμα στη βίζα μου από το ιατρικό κέντρο που μας πήγε και φυσικά μας είπε ότι είναι φιλική τιμή. Τον φανταζόμουν να κοιτάζει μέσα από τα ανοιχτά πόδια της Νταίζης σαν να διάβαζε ακόμα ένα ιατρικό σύγγραμμα. Ο πατέρας μου έλεγε ότι ήταν πολύ καλός μαθητής στο λύκειο και έτσι εμπιστεύτηκα τη Νταίζη μου στα μυωπικά μάτια του. Ξενέρωτος αλλά επιστήμων, αυτό ήταν, και τώρα η Νταίζη ήταν εδώ και μία εβδομάδα στο κρεβάτι και δεν βλεπόμασταν γιατί πρώτον δεν με χώνευε και δεύτερον δεν έπρεπε (να νούκου νούκου) να λικνιστούμε στο στρώμα μαζί. Μετά από μία βδομάδα χωρίς κοκό αναγκάστηκα να πάω με το βλάκα στο στριπτίζ. Έχω όλη τη κάρτα φουσκωμένη, δεν χωράει να πληρωθεί η παραμικρή μαλακία πλέον και ο γελοίος πήγε και τράκαρε.

Στο τρακάρισμα το φταίξιμο το έχει ο από πίσω. Πίσω είμαστε εμείς εδώ και ο βι ελ κέι με κοιτάζει απεγνωσμένα και σκέφτεται την κάρτα μου. Βγαίνω από το αμάξι τρελαμένος και του λέω να κάνει φιλικό διακανονισμό. Βάζει τα κλάματα μπροστά στον εκπαιδευτικό που του χτυπήσαμε το ’ουντι και που μάζευε δεκάρες για να το αγοράσει και τώρα μας κοιτάζει σαν χαζός και λέει απελπισμένα ότι θα καλέσει την τροχαία και κοιτάζει το κινητό όπου έχει ήδη πάρει την γυναίκα του που μάλλον τον έβρισε και ας μη έφταιγε, μετά τον ασφαλιστή του που του είπε να καλέσει την τροχαία να καταγραφεί το ατύχημα και τον ρώτησε και τι ασφάλεια έχουμε. Μπαίνω πάλι στο αμάξι και τους αφήνω να κοιτάζονται σαν κομπλαρισμένο ζευγάρι που προσπαθεί να τα ψήσει και μέχρι να σπάσει ο πάγος κοιτάζονται σαν χαζοί και λένε ό,τι ηλιθιότητα τους κατέβει και ο εκπαιδευτικός αρχίζει να του μιλάει σαν να είναι μαθητής του και αυτός τον κοιτάζει ανακουφισμένος που δεν τον μισεί τόσο πολύ πλέον αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα πληρώσει και ότι δεν θα το μάθει ο ντάντι του που είναι αρκετά ύπνος για να του βάλει τις φωνές και να του κόψει το επίδομα για κανένα μήνα.

Κατεβαίνω πάλι από το αυτοκίνητο και ενώ περιμένουμε τα παιδιά με τα μπλε φώτα και τα μπλε ρούχα βάζω το κεφάλι μου κάτω από το δικό μας και ανακαλύπτω ότι έχει σπάσει το ψυγείο και ότι δεν μπορούμε να πάμε πουθενά. Δεν λέω τίποτα, κάθομαι στο κάθισμα του οδηγού και βάζω μπρος και δεν κουνιέται τίποτε και όλα τα λαμπάκια ανάβουν κόκκινα και χρειαζόμαστε και οδική βοήθεια και αυτοί θέλουν ένα κατοστάρικο για να σε κουβαλήσουν και σε γράφουν συνδρομητή με το ζόρι για ένα χρόνο και είναι πολύ φιλικοί μαζί σου. Όπως ακούνε το μοτέρ να προσπαθεί να κουνήσει το όχημά μας, τρέχουν πάνω μου, ο μεν εκπαιδευτικός για να μη το μετακινήσω και δεν καταλάβουν οι τροχαίοι ότι φταίξαμε, ο δε βλαμμένος νόμισε ότι θα κάνω μεγαλύτερη ζημιά. Κατέβηκα γελώντας και του είπα ότι δεν πάμε πουθενά και ότι χρειαζόμαστε χελπ ρόουντ και με κοίταξε πάλι με απελπισία και είδα ως το βράδυ τη κάρτα μου να φορτώνει άλλες 100 χιλιάδες που πρέπει να πληρωθούν αμέσως στην επόμενη δόση γιατί έχω υπέρβαση ορίου και δεν μπορώ να ζητήσω από πουθενά και δεν ξέρω τι θα κάνω. Αυτός υπόσχεται ότι θα του τα δώσει ο ντάντι του και βάζει πάλι τα κλάματα............

Όλα αυτά τα σκέφτομαι μέσα στο Σμαρτ ενώ ψάχνω ένα κολόδρομο στη Γλυφάδα, τη στιγμή που από το διπλανό κάθισμα μου έρχεται το άρωμα μιας πίτσας βετζετέριαν και δεν υπάρχει καλύτερο αμάξι από το Σμαρτ για ντελίβερι και ψάχνω αυτόν το γελοίο που είναι ελαστικός χορτοφάγος διότι το λιωμένο τυρί είναι εξίσου βλαπτικό με το κρέας. Βρίσκω τελικά τη μονοκατοικία και χτυπάω το κουδούνι και ανοίγει η πόρτα και βγαίνει ένα κουκλί που μου κόβει την ανάσα και μου παίρνει την πίτσα από τα χέρια και ενώ περιμένω τα χρήματα έρχομαι μούρη με μούρη με το πιο πειθαρχημένο λαμπραντόρ του κόσμου, που με επεξεργάζεται, περιμένει να πάρω τα χρήματα από το κουκλί που μου χαμογελάει και μετά χάνεται στο βάθος του σπιτιού ενώ το κουκλί μου λέει πολύ γλυκά «ευχαριστώ» και εγώ δεν μπορώ να κουνηθώ από την πόρτα.

Κατεβαίνω σαν μαγεμένος και δεν μετράω τι κρατάω στα χέρια μου και μπαίνω στο σμαρτ που είναι της μητέρας μου και το διάλεξε σε μπλε-γκρι, με γκρι μούρη και γκρι φτερά πίσω, ενώ το μπλε αγκαλιάζει το πίσω μέρος της πόρτας κατεβαίνοντας από τον ουρανό. Η φίλη της απέναντι έχει ένα κατακίτρινο Σμαρτ σαν καναρίνι, έτσι το είπε ο πατέρας μου. Η μητέρα δεν το πάει με τίποτε εκείνο τα αμάξι, αν και εδώ που τα λέμε πήγαν μία μέρα και τα αγόρασαν μαζί. Ανέβηκαν σε εκείνη τη μεταλλική κατασκευή που τα κάνει να φαίνονται σαν συλλογή με παιχνίδια και η μάμι διάλεξε το γκρι-μπλε, ενώ η φίλη της το κατακίτρινο – πράγμα που αιφνιδίασε τη μητέρα και προσπάθησε να την αποτρέψει αλλά εκείνη επέμεινε πεισματικά. Εγώ πιστεύω ότι η κολλητή της ήθελε να δείξει ότι νεάζει και αντέχει στο χρόνο και αυτό ενόχλησε πολύ τη μητέρα μου σε βαθμό να σκεφτεί να ακυρώσει την παραγγελία για να μη ταυτιστεί με το στυλ αυτής της ονειροπαρμένης, αλλά δεν ήθελε να εκτεθεί και τελικά το αγόρασε. Η διαμάχη δεν σταμάτησε εδώ και η μητέρα μου στην πρώτη ευκαιρία που συναντήθηκαν όλη η παρέα οι κολλητές γύρισε και της είπε «Μα καλά γλυκιά μου, ηπατίτιδα έχει το αυτοκίνητό σου και είναι τόσο κίτρινο;» Η φίλη της κράτησε τη σημείωση, αλλά εξακολούθησε να το παίζει πιτσιρίκα αισθανόμενη τη χαρά να θυμώνει τη μητέρα μου με τη στάση της. Από τότε αν θέλει κάποιος στο σπίτι να πειράξει τη μητέρα μου τη ρωτάει πως θα της φαινόταν να έβαφε το σμαρτάκι της γέλοου.

Γύρισα στην πιτσαρία και καθόμουνα με τον άλλο που οδηγεί το άθλιο παπί του μαγαζιού μες το κρύο γιατί δεν του έχουν αναγνωρίσει ακόμα το πτυχίο από το Δικατσά και θέλει να ανοίξει γυμναστήριο και φυσικά δεν τον φοβίζει το κρύο αυτού του κατά άλλα ζεστού χειμώνα. Μόνο για ένα πράγμα τον ζηλεύω: χρωστάει πολύ λιγότερα από μένα ή μάλλον δεν χρωστάει πουθενά. Φαντάζομαι θα βγάλει την πρώτη βίζα του αφού ανοίξει το γυμναστήριο. Είναι καλό παιδί μιλάει πιο συχνά για ποδόσφαιρο και στοίχημα παρά για Ουκρανές, κλαμπ και κομπρέσορ. Γίνεται πολύ εύκολα φιλικός και δείχνει ότι δεν έχει να κρύψει τίποτε για τον εαυτό του και τη ζωή του. Λέει με φυσικότητα τα σχέδιά του και δεν πουλάει μούρη. Τον ψιλοσνομπάρω, αλλά ανέχομαι όλη αυτή τη φάση, γιατί είμαι υποχρεωμένος να δουλέψω ντιλίβερι για να ξεχρεώσω.

Τώρα θα σας πω που έπιασα δουλειά. Πιτσαρία: «Στόρια Λα Πίτσα», ήθελε να δώσει ένα σοφιστικέ όνομα στο μαγαζί το αφεντικό διότι στη Γλυφάδα δεν μπορεί να λένε το μαγαζί «Πίτσα η Μάσα» ούτε «Η Νόστιμη Πίτσα» και κατάφερε να βρει ένα τηλέφωνο με πολλά 9άρια το οποίο χτύπησε εκείνη τη στιγμή και ο συνάδελφος με το παπάκι ετοιμάστηκε να φύγει. Κάθομαι στο σκαμπό και κάνω πάλι υπολογισμούς, έχω υπερβεί το όριο 100 χιλιάρικα και είναι και η ελάχιστη καταβολή και οι τόκοι, θα χρειαστώ περίπου μία 200σαρα, τώρα αν έχουν μειώσει την ελάχιστη καταβολή στο 5% του συνόλου θα γλιτώσω με 150 χιλιαρικάκια. Σκέφτομαι να πάρω τηλέφωνο το βι ελ κέι και να του πω για τα 100 χιλιάρικα που του έδωσα για τη μεταφορά και την εγγραφή στην οδική βοήθεια αλλά εδώ το τηλέφωνο δεν πρέπει να το απασχολούμε και στο κινητό δεν μπορώ να φορτώσω ούτε μονάδα. Από τη μέρα που τρακάραμε μιλήσαμε μόνο μία φορά και είχε κλεισμένο το λαιμό από γρίπη. Δεν άντεξε η ευαίσθητη ψυχούλα του τόσα χτυπήματα της μοίρας, έπεσε η αντίσταση του και κρεβατώθηκε. Μου μιλούσε με 39 πυρετό ανάμεσα σε αντιπυρετικά και βιταμίνες. Δεν πρόλαβα να του πω ότι έπιασα δουλειά και θέλω επειγόντως να μάθω για τα 100 που μου χρωστάει αλλά... ακόμη μία πίτσα είναι έτοιμη, η διεύθυνση είναι πάλι ένα σκοτεινό στενό με μονοκατοικίες και πάλι θα ψάχνω και φοβάμαι και για το σμαρτ που το πήρα κρυφά και τώρα με συνεπιβάτη την ...πίτσα, αυτή τη φορά είναι σπέσιαλ με όλα τα αλλαντικά και τα τυριά του μαγαζιού μέσα και είναι και οικογενειακό μέγεθος και να δω πώς θα ξεμυρίσει το αυτοκίνητο μέχρι αύριο. Δεν το πιστεύω βρήκα την διεύθυνση αμέσως, είναι μία μικρή τριώροφη πολυκατοικία γωνιακή με αυλή και κήπο διακοσμημένο με πολλούς θάμνους και παρκάρω το Σμαρτ στη γωνία ακριβώς και κατεβαίνω για να δώσω τη πίτσα. Χτυπάω το κουδούνι και όλα πάνε καλά ως εδώ, βγαίνει μία κυρία που μάλλον με συμπάθησε πολύ και μου άφησε ένα πολύ μεγάλο πουρμπουάρ και ενώ επιστρέφω στο αμάξι όπως περνάω ανάμεσα από παρκαρισμένα αυτοκίνητα κάπου σκαλώνει το πόδι μου και πέφτω. Το χέρι μου το αριστερό μέχρι να σηκωθώ και να το κοιτάξω έχει αρχίσει να πρήζεται στο καρπό και έχει ένα βαθύ γλυκό πόνο. Θα είναι θαύμα αν θα μπορώ να δουλέψω αύριο. Σκύβω να κοιτάξω τι ήταν αυτό που με σκότωσε και βλέπω ένα μισάνοιχτο χαρτοφύλακα, τον ανοίγω και πέφτουν μερικές δεσμίδες με χαρτονομίσματα. Ενστικτωδώς σηκώνω το κεφάλι μου και κοιτάζω τριγύρω να δω αν με βλέπει κανείς. Είμαι ακόμα σκυμμένος πονάω και κρατάω στα χέρια μου τόσα χρήματα που μπορώ να αγοράσω και τη τζάγκι του ντάντι μου. Κοιτάζω γύρω μου πάλι με πολλή προσοχή και κλείνω προσεκτικά το χαρτοφύλακα. Συνεχίζω σκυμμένος να προχωράω και φθάνω στο Σμάρτ. Μπαίνω γρήγορα και βάζω μπρος. Ο χαρτοφύλακας στη θέση της πίτσας, είναι ο πιο σημαντικός συνοδηγός που είχα ποτέ.

Μέχρι να κάνω μανούβρα ένα τζιπ φρενάρει σχεδόν δίπλα μου και κάποιος κατεβαίνει και ψάχνει στο πεζοδρόμιο. Δεν βρίσκει αυτό που ζητάει ενώ εγώ ξεκινάω μαλακά προσπαθώντας να κρατήσω τη ψυχραιμία μου. Στο τζιπ υπάρχουν άλλοι τρεις άντρες. Τώρα νομίζω ότι με ακολουθούν. Αυξάνω ταχύτητα αυξάνουν και αυτοί. Επιταχύνω και με ακολουθούν ενώ τώρα βλέπω και τις αστραφτερές κάνες από τα όπλα τους. Μου κάνουν νόημα να σταματήσω μέσα από το καθρέφτη. Στρίβω απότομα δεξιά και ξεφεύγω προσωρινά με φθάνουν και μάλλον ακούω κάτι σαν πυροβολισμό. Επιταχύνω και περνάω το επόμενο φανάρι με κόκκινο. Ακολουθούν. Δεύτερο κόκκινο φανάρι. Αυτοί εξακολουθούν να είναι πίσω μου. Βλέπω δεξιά μου ένα μεγάλο πεζοδρόμιο. Είναι μονόδρομος. Μόλις βρίσκω κενό από τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα κοκαλώνω και ανεβαίνω στο πεζοδρόμιο από το κενό. Φρενάρουν πίσω μου χωρίς να καταλαβαίνουν τι κάνω, ενώ εγώ οδηγώ πάνω στο πεζοδρόμιο πηγαίνοντας αντίθετα στο μονόδρομο. Τους έχω αιφνιδιάσει. Προσπαθούν να με ακολουθήσουν με όπισθεν. Στη γωνία τoυ δρόμου κατεβαίνω από το πεζοδρόμιο αλλά δεν χωράω άνετα. Γρατζουνάω και τις δύο πόρτες μου σε ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο και σε ένα δέντρο. Συνεχίζω μία τρελή πορεία χωρίς να σκέφτομαι πλέον τις ζημιές και είμαι σίγουρος ότι γλίτωσα, αλλά θέλω να καλύψω τα νώτα μου και επιστρέφω εκεί που βρήκα τα χρήματα και τώρα ξέρω που θα τα κρύψω. Παρκάρω πάλι στη γωνία. Η γειτονιά είναι ήσυχη. Κανείς δεν κατάλαβε τι συμβαίνει. Μπαίνω στον κήπο, φθάνω σε ένα διακοσμητικό πηγάδι το ανοίγω και ρίχνω τη τσάντα μέσα. Βγαίνω γρήγορα, παίρνω το Σμαρτ και φεύγω όσο πιο γρήγορα γίνεται. Περνάω το επόμενο φανάρι με κόκκινο. Περνάω και το δεύτερο, ένα παπί έρχεται πάνω μου και είναι το παπί της «Στόρια Λα Πίτσα» και τα δύο ντιλίβερι του μαγαζιού συναντιούνται στην πιο άσχημη στιγμή. Τρακάρουμε στη δεξιά μου πόρτα, κατεβαίνω και θέλω -νιώθω ότι θέλω πολύ- να με πυροβολήσουν τώρα, αυτή τη στιγμή, γιατί μόνο έτσι θα ηρεμήσω απόψε. Ο συνάδελφος μάλλον τη γλίτωσε φθηνά.Το παπί έγινε σαν ψητή πιπεριά πάνω σε πίτσα. Τον βάζω στο Σμαρτ και ξεκινάω. Προσπαθεί να μου πει τι μεγάλες μαλακίες κάνω και καταλαβαίνω ότι λιποθυμάει. Πού να πάω; Να πάω στο μαγαζί; Να πάω σπίτι; Φρενάρω και προσπαθώ να τον συνεφέρω. Κατεβαίνω από το αυτοκίνητο, ανοίγω την πόρτα του. Τον κουνάω και προσπαθώ να τον κάνω να αναπνεύσει. Μόλις ανοίγει τα μάτια του εμφανίζεται το τζιπ. Κλείνω τη πόρτα και τρέχω γρήγορα στο τιμόνι. Πατάω τέρμα το γκάζι και το μόνο που ξέρω να κάνω πλέον είναι να περνάω με κόκκινο. Περνάω και δεν συμβαίνει τίποτε. Με ακολουθούν. Στο επόμενο κόκκινο φρενάρω και επειδή τους βλέπω να με πλησιάζουν με ταχύτητα ξεκινάω πάλι και μόλις που αποφεύγω τη σύγκρουση με ένα απορριμματοφόρο, ενώ το τζιπ παρ όλες τις φιλότιμες προσπάθειες να στρίψει πέφτει πάνω του και το βλέπω από τον καθρέφτη μου να ντεραπάρει και να γυρίζει ανάποδα, ακούγεται ένας πυροβολισμός και φαίνεται ότι μετέφεραν και κάποια εκρηκτικά γιατί δεν μπορώ να εξηγήσω την έκρηξη και τη φωτιά που ακολούθησε. Σταμάτησα και κοίταξα τις φλόγες που τύλιξαν το τζιπ. Ο Δημήτρης συνήλθε εντελώς και πονούσε σε όλο του το σώμα. Τον ρώτησα πού να τον πάω. Πήραμε τηλέφωνο το μαγαζί και του είπαμε ότι δεν θα πάμε. Φώναξε για τη δουλειά και για το παπί και του είπαμε ότι θα πάμε αύριο. Όλα θα τελείωναν εδώ, αλλά δεν μπορούσα να πάω με τρακαρισμένο Σμαρτ στο σπίτι. Τι κάνουμε ρε Δημητράκη; ρωτάω. Έχει ένα φίλο φανοποιό στη Καλλιθέα, που κάνει τέτοιες εξυπηρετήσεις και τη νύχτα. Πάμε και τον βρίσκουμε να βλέπει τσόντα στο φιλμνέτ. Αφήνει ανόρεχτα τη πολυθρόνα του για να κάνει διάγνωση στο τραύμα. Σκέφτεται λίγο και λέει στο Δημήτρη: «Είναι φίλος είπες; και πέρασε με κόκκινο και σε τράκαρε; Και θες να τον ξελασπώσουμε απόψε; Γίνεται. Αλλά μόνο κίτρινο υπάρχει. Μου έχουν τελειώσει όλα τα χρώματα.» Προσπαθώ να μιλήσω για το κίτρινο, αλλά μου λένε να σκάσω και να περιμένω. Κάθομαι στο φιλμνέτ και αυτοί οι δύο πιάνουν δουλειά. Το χρώμα είναι ακριλικό και δεν θα χρειαστεί ψήσιμο. Θα το πάω βαμμένο σπίτι και αύριο βλέπουμε. Δουλεύουν και οι δύο πολλές ώρες και με παίρνει ο ύπνος στην τηλεόραση. Κάποια στιγμή ο φανοποιός με ξυπνάει και λέει «Μικρέ ξύπνα, είναι έτοιμο». Όπως το κοιτάζω γυρίζει και μου λέει «χρωστάς 100 χιλιάρικα και δεν σε χρεώνουμε τη νυχτερινή εργασία». Τότε συνειδητοποιώ ότι έχω ένα χέρι ρόπαλο από το πρήξιμο και θα οδηγήσω με δυσκολία. Επίσης συνειδητοποιώ ότι το κίτρινο που του είχε περισσέψει είναι ακριβώς η απόχρωση της κολλητής της μάμις μου. Αφήνω το Δημήτρη στο κολλητό του και με κακή διάθεση γυρίζω σπίτι. Είναι 7 το πρωί όταν φθάνω. Το βάζω στο γκαράζ ενώ ο ντάντι έχει το δικό του έξω. Σκέφτηκα πολλές φορές στη διαδρομή να πάρω το χαρτοφύλακα αλλά δεν το ρισκάρω με το φως της μέρας.

Ανοίγω όσο πιο σιγά γίνεται την πόρτα. Ο ντάντι θα ξυπνήσει μέσα στα επόμενα λεπτά. Η μάμι ξυπνάει αργότερα. Δεν θα είχα ποτέ το θάρρος να της ζητήσω το Σμαρτ. Πλησιάζω το τραπέζι και βρίσκω το χαρτάκι που άφησα στη φοντανιέρα και που μάλλον δεν το είδε αυτός. Πριν το τσαλακώσω και το βάλω στη τσέπη μου του ρίχνω μία τελευταία ματιά. Με αμήχανα και βιαστικά γράμματα είναι γραμμένο: «Ντάντι να πάρω το Σμαρτ απόψε;»

Ιωάννινα, 6-3-2002

THEODOROS PRITZIS
ΙΑΤΡΙΚΗ

Το άρθρο αυτό βρίσκεται δημοσιευμένο στην Πύλη www.nygma.gr
στη διεύθυνση http://www.nygma.gr/mag/articles/Article.asp?ar_id=541&ac_id=8