ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ
Επιστημ. φαντασία
 printer friendly version  -  στείλτε τη σελίδα με e-mail ]

Το Σπίτι στο Βάλτο 28/8/2002

Αυτή η μικρή ιστορία αρχίζει στη νήσο Ντάσχαν, στο σπίτι του Ούλαμαρ του μάγου. Ήταν ένα αρκετά εντυπωσιακό σπίτι, μα και ο Ούλαμαρ ήταν ένας εντυπωσιακός μάγος. Δεν ήταν τόσο ξακουστός για τη δύναμή του, η οποία πιστέψτε με ήταν αρκετά μεγάλη, μα για τον χαρακτήρα του. Δεν ήταν αυτό που κανείς αποκαλεί «καλός άνθρωπος». Δολοφονίες, ίντριγκες, δολοπλοκίες, συκοφαντίες ήταν από τα ποιο ήπια πράγματα που είχε στο ενεργητικό του. Η περιουσία του ήταν εν μέρη προϊόν της εξερεύνησης του σε επικίνδυνα μέρη του Βόρμπελ (σε συνδυασμό με τον θάνατο αυτών που τον βοηθούσαν) πριν εγκατασταθεί στη Ντάσχαν, αλλά και στην ενασχόλησή του με τον αποκρυφισμό. Μην περιμένετε να σας πει κανείς σε τι άλλο οφείλεται η μεγάλη του περιουσία, γιατί ο ίδιος ο Ούλαμαρ φρόντισε να μη μάθει κανείς.

Το σπίτι του στη Ντάσχαν ήταν μια εντυπωσιακή βίλα στην ανατολική πλευρά της πόλης, στην πλευρά αυτή που κατοικούσαν οι εύποροι και οι προνομιούχοι της νήσου. Όπως όλοι εδώ στις Ανατολικές Ακτές γνωρίζουν, η χερσόνησος Ντάσχαν (η χερσόνησος πολλές φορές αναφέρεται σα νήσος Ντάσχαν στην αργκό της πόλης) διακρίνεται για τρία πράγματα: Για το παλάτι, τον πληθυσμό της και για τη διαφθορά της. Στη δυτική πλευρά της πόλης, εκεί που η νήσος ενώνεται με την ξηρά με τη μεγάλη γέφυρα, το κυρίαρχο στοιχείο της είναι οι συντεχνίες των κλεφτών, οι μαχαιροβγάλτες, οι έμποροι που θα μπορούσαν να πουλήσουν και τη γιαγιά τους αν τους κάνει κάποιος μια καλή προσφορά και οι διάφοροι τυχοδιώκτες και μισθοφόροι που φτάνουν στην πόλη ελπίζοντας να βγάλουν λίγο χρήμα γρήγορα. Όπως καταλαβαίνετε λοιπόν η ανατολική πλευρά ήταν κάτι για όλους αυτούς σαν τα γλυκά ενός ζαχαροπλαστείου για ένα φτωχό, πεινασμένο, ορφανό και άστεγο παιδάκι, μια κρύα νύχτα του χειμώνα.

Το σπίτι του Ούλαμαρ όμως είχε κάτι το ιδιαίτερο. Οι φήμες μιλάγανε όχι μόνο για αμέτρητους θησαυρούς, κρυμμένους σε αραχνιασμένα σεντούκια στα υπόγεια του σπιτιού, αλλά και για μαγεία και για κάθε είδους θαύματα. Μαγικά σπαθιά που πετάνε φλόγες και σε κάνουν ανίκητο, ασπίδες που δεν τις περνά ούτε το καλύτερο βέλος, μαντζούνια που σε κάνουν νεότερο, δαχτυλίδια που όταν τα φορέσεις σε κάνουν να πετάς, και άλλα τόσα πράγματα γεννημένα από μια φαντασία που θρέφεται από την απληστία. Έτσι πολλοί επίδοξοι διαρρήκτες ξεκίνησαν να βρουν την τύχη τους, αλλά ποτέ κανείς δεν άκουσε πάλι κάτι γι’ αυτούς. Κάποιος είχε πει πως ένοιωθε μια ανατριχίλα όταν περνούσε μπροστά από το σπίτι του Ούλαμαρ, γιατί ένοιωθε τα πέτρινα λιοντάρια που στέκονται στις δυο πλευρές της εισόδου να τον καρφώνουν με το βλέμμα τους. Μπορεί μέσα στο σπίτι να υπάρχουν και άλλα αγάλματα, όχι τόσο όμορφα όσο τα λιοντάρια. Βλέπετε ο Ούλαμαρ τα είχε σκεφτεί όλα και είχε προστατέψει το σπίτι του με ένα σορό μαγικές παγίδες που όπως φαίνεται έκαναν καλά τη δουλειά τους αφού, αντίθετα με τους άλλους πλούσιους κατοίκους της πόλης ο Ούλαμαρ μπορούσε να παινευτεί πως δεν τον είχε κλέψει ποτέ κανείς.

Αυτό που δεν είχε σκεφτεί, όπως ανακάλυψαν ο Σάντικ, ο Γκραβ και ο Ίρβιν μερικές νύχτες πριν, ήταν το αποχετευτικό σύστημα της πόλης. Οι σωλήνες που κατέληγαν στη θάλασσα περνούσαν κάτω από το σπίτι του Ούλαμαρ ήταν απροσπέλαστοι, σύμφωνα με τη φρουρά. Εξάλλου από εκεί χύνονταν τα λύματα της πόλης στη θάλασσα, οι σωλήνες αυτοί ήταν τόσο βρώμικοι που δεν μπορούσε να φανταστεί κάποιον να προσπαθεί να μπει στο σπίτι του από εκεί.

Αυτή η μικρή ιστορία λοιπόν αρχίζει με τον Ούλαμαρ να κοιμάται ήσυχος στο δωμάτιό του, στον τρίτο όροφο, σε ένα πολυτελές δωμάτιο με χοντρό χαλί και βαριές κουρτίνες, με μια γλυκιά ατμόσφαιρα από το θυμίαμα που έκαιγε πριν και αχνωφωτισμένο από το κηροπήγιο στο γραφείο του, ενώ στο κάτω υπόγειο, δύο ορόφους κάτω από τη γη τρεις κλέφτες ανακάλυπταν πως αν θέλει κάποιος κάτι πάρα πολύ μπορεί να συρθεί μέσα από ακατονόμαστα πράγματα για να το καταφέρει.

«Ποτέ δεν είχα φανταστεί πως υπάρχει τέτοια ποσότητα σκατού στην πόλη.»

«Ελπίζω πάντως αυτό που βρομάει τόσο να είσαι εσύ και όχι εγώ Ίρβιν.»

«Βγάλτε το σκασμό και οι δύο» είπε ο Γκραβ ενώ παρατηρούσε το δωμάτιο στο οποίο είχαν καταλήξει μετά το σκάψιμο προς τα πάνω ενώ φερόταν σαν να μην ενοχλείται από τη δυσωδία. «Αν ο μάγος καταλάβει πως είναι κάποιοι μέσα στο σπίτι του, θα μας βάλει μαζί με τα υπόλοιπα τρόπαια στους τοίχους του.»

Ή όπου έχει βάλει τους υπόλοιπους κλέφτες, σκέφτηκε ο Σάντικ.

Ο Γκραβ ήταν ο ‘αρχηγός’ της επιχείρησης, αυτός που είχε σκεφτεί αυτόν τον τρόπο εισόδου, αυτός που είχε δωροδοκήσει τους κατάλληλους ανθρώπους για να βρει τα σχέδια του αποχετευτικού συστήματος και αυτός που είχε ψάξει να βρει άλλους δύο αρκετά τολμηρούς (ή αρκετά ηλίθιους) για να πάνε μαζί του σε αυτό το εγχείρημα. Ήταν αποφασισμένος να φύγει από εκεί μέσα με γεμάτα χέρια. Το λεπτοκαμωμένο του κορμί δημιουργούσε λάθος εντυπώσεις, αφού δεν φαινόταν για τύπος που θα έμπλεκε σε καυγά και θα έβγαινε αρτιμελής. Το βλέμμα του όμως φανέρωνε έναν έξυπνο, μα συνάμα και αδίστακτο άνθρωπο.
Ο Σάντικ τον φοβόταν λίγο, αλλά αφού θα τον έκανε πλούσιο, τι σημασία είχε;

«Εδώ!» Ο Σάντικ εντόπισε την πόρτα του δωματίου πίσω από μια αραχνιασμένη σάπια πολυθρόνα. Μετακίνησε το έπιπλο όσο πιο αθόρυβα μπορούσε και την άνοιξε.
Είχαν καταλήξει στο τελευταίο υπόγειο του σπιτιού, σε ένα ξεχασμένο όπως φαίνεται δωμάτιο και τώρα μπήκαν σε ένα άλλο μεγαλύτερο στο οποίο ο Ούλαμαρ μάλλον είχε στοιβάξει όλη την παλιατζούρα του που βαριόταν να πετάξει. Ο μάγος όπως είπα είχε μαζέψει τον πλούτο του, αλλά και τα μαγικά αντικείμενα που είχε στις τέσσερις πλευρές του Βόρμπελ. Όμως μερικά από αυτά δεν είχε καταφέρει να τα καταλάβει ή να βρει κάποια χρήση. Από τότε που εγκαταστάθηκε στη Ντάσχαν δεν είχε ασχοληθεί πια μαζί τους και έτσι απλά τα είχε ξεχάσει.

«Γκραβ, θέλω βοήθεια.»

«Τι;» Ο Γκραβ περίμενε ένα δωμάτιο γεμάτο χρυσάφι και είχε απογοητευτεί λίγο. Ο Σάντικ όμως προσπαθούσε να ανοίξει την καταπακτή για επάνω και πήγε να τον βοηθήσει, ελπίζοντας πως πίσω της θα έβρισκε κάτι πιο ενδιαφέρον.

«Κράτα την πόρτα και όταν σου πω σπρώξε αργά.» είπε ο Σάντικ και έβγαλε ένα μακρύ κομμάτι σύρμα που είχε τυλίξει στη μέση του. Έκανε το σύρμα γάντζο κει το έβαλε στη χαραμάδα της πόρτας.

«Είναι κλειδωμένη; Δε φαίνεται να έχει κλειδαριά.»

«Σπρώξε.» Ο Σάντικ έβγαλε το στιλέτο του και το έβαλε και αυτό τη χαραμάδα.

Η πόρτα άνοιξε προς τα πάνω χωρίς πρόβλημα.

«Ωραία, άστη ανοιχτή και φύγε πίσω.» Ο Γκραβ έκανε όπως του είπε και το ίδιο έκανε και ο Ίρβιν για καλό και για κακό. Ο Σάντικ έμεινε με το στιλέτο κολλημένο την πλευρά της πόρτας για λίγο και αφού πήρε δυο βαθιές ανάσες το άφησε απότομα και έπεσε πίσω. Ένα κλικ ακούστηκε και αμέσως τρία βέλη καρφώθηκαν στον τοίχο δίπλα στα σκαλιά.

«Παγίδα, αλλά όχι αρκετά έξυπνη, μάλλον από τις παλιές του μάγου.» είπε ο Σάντικ. «Δηλητήριο μάλλον.»

Αυτός ο κοντός άνθρωπος με το βρώμικο μούσι που ο Γκραβ είχε συναντήσει μερικά βράδια πριν μεθυσμένο σε μια ταβέρνα μόλις είχε σώσει τη ζωή κάποιου από τους άλλους δύο. Ο ίδιος δεν θα είχε σκεφτεί να ψάξει για παγίδες πριν ανοίξει την πόρτα.

«Και τώρα;» Το δωμάτιο δε φαινόταν να έχει κάποια έξοδο.

«Ίσως να υπάρχουν μυστικές πόρτες. Το σπίτι του μάγου πρέπει να είναι γεμάτο από τέτοια κόλπα.»

«Μπορούμε να ψάξουμε ανενόχλητοι, αρκεί να κάνουμε ησυχία» είπε ο Γκραβ. «Το δωμάτιο φαίνεται ασφαλές.»

Μετά από λίγη ώρα ο Σάντικ εντόπισε μια πόρτα, της οποίας το περίγραμμα ίσα που αχνοφαινόταν. Δεν υπήρχε τρόπος να ανοίξει παρόλα αυτά και το είπε στους άλλους.

«Λοιπόν εδώ είναι η πόρτα. Πρέπει να βρούμε όμως και τον μηχανισμό που την ανοίγει.»

«Τι λες γι’ αυτό εδώ;» είπε ο Ίρβιν που εντόπισε μια μικρή αλυσίδα που κρεμόταν από μια τρύπα στον τοίχο, στα δεξιά της πόρτας.

«Ίρβιν μη...»

Πολύ αργά όμως, ο Ίρβιν τράβηξε την αλυσίδα χωρίς να σκεφτεί τι συνέπειες θα μπορούσε να έχει η πράξη του. Ένας υπόκωφος ήχος ακούστηκε όπως τριβόταν η πέτρα πάνω σε πέτρα και ένα άνοιγμα φάνηκε στον τοίχο, εκεί που το είχε εντοπίσει ο κοντός άντρας. Κρύος ιδρώτας έλουσε τον Σάντικ και τον Γκραβ καθώς περίμεναν κάτι φοβερό να προβάλει από την πόρτα από στιγμή σε στιγμή. Η αδρεναλίνη τους έφτασε στα ύψη και καθώς τίποτα δεν έγινε έμειναν να κοιτάζουν το άνοιγμα μην μπορώντας να αντιδράσουν.

«Τι; Έκανα κάτι λάθος; Άνοιξε έτσι δεν είναι;»

«Ίρβιν, την επόμενη φορά που θα πάρεις πρωτοβουλία χωρίς να με ρωτήσεις θα πάρεις και μια γεύση από το σπαθί μου.»

Ο Γκραβ προχώρησε για να δει καλύτερα.

«Εδώ είμαστε. Τώρα κάνουμε όπως είχαμε πει. Σάντικ, φέρε μου το κάρβουνο.»

Ο Γκραβ είχε μια σπουδαία ικανότητα την οποία είχε εξηγήσει στους άλλους και στην οποία στηριζόταν η επιτυχία αυτής της επιχείρησης. Μπορούσε να αισθανθεί τη μαγεία. Μάλλον όχι, μπορούσε να τη δει. Όπως είχε σωστά συμπεράνει, στο υπόγειο του σπιτιού του ο Ούλαμαρ δεν είχε τοποθετήσει φύλακες που μπορούσαν να τους δουν. Υπήρχαν βέβαια μαγικές παγίδες που αν τις ενεργοποιούσαν οι φύλακες, ότι κι αν ήταν αυτοί, θα έρχονταν τρέχοντας. Το κόλπο ήταν να ξέρει που να πατήσει κανείς. Ο Γκραβ έβλεπε ένα πολύπλοκο μοτίβο στο πάτωμα του δωματίου και με ένα κομμάτι κάρβουνο σημείωνε τα ασφαλή σημεία έτσι ώστε οι άλλοι δύο να ξέρουν που να πατήσουν.

Ο Ίρβιν τόλμησε μια ματιά από την πόρτα και ένα χαμόγελο ικανοποίησης σχηματίστηκε στο πρόσωπό του.

«Θα πέρναγα άλλη μια φορά μέσα από τα σκατά για να βρεθώ εδώ!»

Δυο μαγικές γυάλινες λάμπες έριχναν ένα αχνό φως στο δωμάτιο αποκαλύπτοντας κάτι που φαινόταν σαν ένα μικρό μουσείο. Υπήρχαν πίνακες στους τοίχους, εκθέματα σε μικρούς πάγκους, μια μεγάλη βιβλιοθήκη, όπλα, κοσμήματα, ότι δηλαδή ποθούσε ένας κοινός διαρρηκτής.

«Τι βλέπεις Γκραβ;»

«Μπορούμε να προστατευτούμε για λίγη ώρα και σε περιορισμένο χώρο. Όλες οι μικρές βιτρίνες προστατεύονται, αλλά είναι πολύ μακριά η μία από την άλλη. Κοίτα αυτό εκεί Σάντικ.» Εκεί που έδειχνε ο Γκραβ ήταν μια μεγάλη βιτρίνα στην οποία όπως φαινόταν υπήρχε η προσωπική συλλογή του Ούλαμαρ σε μενταγιόν. Κάτω από αυτή ήταν δυο ντουλάπια και δίπλα της ένα μεγάλο σεντούκι.

«Βλέπω πολύ έντονη προστασία εκεί, άρα θα υπάρχει κάτι πιο σημαντικό. Αν χρησιμοποιήσουμε την προστασία μας εκεί, το ξόρκι θα πιάσει και το σεντούκι.»

«Προχώρα.»

Ο Γκραβ έβγαλε ένα πάπυρο από τη ζώνη του και άρχισε να τον διαβάζει κοντά στη βιτρίνα. Σύμφωνα με τον κληρικό που είχε σκοτώσει για να του τον πάρει (αφού δεν είχε αρκετά χρήματα για να τον αγοράσει) η μαγεία στην περιοχή δράσης του παπύρου έχανε τη δύναμή της για λίγη ώρα. Για μία ώρα συγκεκριμένα. Μια ώρα στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν υπεραρκετή. Μόλις τέλειωσε είδε πως ο κληρικός του είχε πει αλήθεια. Αυτό που έβλεπε σαν εκδήλωση μαγείας στη βιτρίνα και στο γύρω από αυτή χώρο εξασθένισε και τελικά χάθηκε.

«Έχουμε μια ώρα, κάντε γρήγορα.»

Ο Σάντικ άνοιξε πρώτα το σεντούκι, αφού βεβαιώθηκε πως δεν υπήρχαν μηχανικές παγίδες.

«Μα τα χίλια κέρατα του Ανγκράμπα!» Το σεντούκι ήταν το μισό γεμάτο με βιβλία και το άλλο μισό με μικρά κομμάτια πλατίνας.

«Και μόνο αυτό το σεντούκι μπορεί να μας κάνει άρχοντες της πόλης.» Είπε ο Ίρβιν πίσω από την πλάτης του.

«Της δυτικής πλευράς μόνο.»

«Γιατί, Δε σου φτάνει; Μπορώ να πάω στον Γκάζιμ και να του αγοράσω την ταβέρνα μόνο και μόνο για να τον πετάξω έξω μετά όπως έκανε αυτός σε μένα την προηγούμενη βδομάδα. Α, ποιος είναι αυτός ο Ανγκράμπα;»

«Άστο, είναι μεγάλη ιστορία. Που λες πάντως, τώρα που το ξανασκέφτομαι, μάλλον θα χρειαστεί να ξαναπεράσεις όταν φεύγουμε.»

«Από που, από τον Γκάζιμ;»

«Όχι, από τα σκατά.»

Για αρκετή ώρα οι τρεις σύντροφοι έκαναν ότι κάνουν οι κλέφτες καλύτερα: Έκλεβαν.

Ο Γκραβ έβαλε τα πιο πολύτιμα μενταγιόν σε έναν σάκο και ο Ίρβιν έκανε το ίδιο με την πλατίνα, πήρε όση μπορούσε να σηκώσει. Όταν ο Σάντικ άνοιξε τα ντουλάπια κάτω από τη βιτρίνα βρήκε ακόμα ένα μεγάλο σπαθί με διαμάντια στη λαβή και το ζώστηκε.

Ο Σάντικ βρήκε και ένα μικρό κουτί μέσα στα ντουλάπια, έκατσε λοιπόν παραπίσω όσο οι άλλοι ήταν απασχολημένοι να γεμίζουν τους σάκους τους και το άνοιξε να δει τι είχε μέσα. Δυο βιβλία, ένα κοντό σπαθί και άλλο ένα μαύρο κουτάκι στο μέγεθος της γροθιάς. Το ένα από τα βιβλία ήταν σε μια γλώσσα που δεν μπορούσε να διαβάσει. Το άλλο ήταν το Μυθικά Πλάσματα. Και μόνο ο τίτλος τον απώθησε.

«Βλακείες.» Πήρε στα χέρια του το κουτάκι και φυσικά το άνοιξε. Ήταν ένα κουτί από μέταλλο με κάλυμμα από βελούδο, σαν αυτά που χρησιμοποιούνται για να φυλάνε πολύτιμα κοσμήματα, σκέφτηκε. Μέσα είχε μια μικρή σφαίρα που μόλις την είδε του φάνηκε για τεράστιο μαργαριτάρι, αλλά ήταν απλώς από γυαλί.

«Και τι είναι αυτό εδώ;» σκέφτηκε απογοητευμένος.

Μόλις όμως έβγαλε τη σφαίρα από τη θήκη της μια μικρή σπίθα από φως φάνηκε στο εσωτερικό της. Έμεινε να την κοιτά απορημένος, μην ξέροντας τι είναι. Είχε ξαναδεί κληρικούς να χρησιμοποιούν τέτοιες σφαίρες, μεγαλύτερες σε μέγεθος, για φωτισμό, αλλά η συγκεκριμένη δεν φαινόταν για τέτοια. Το φως ήταν πολύ αδύναμο, άσε που φαινόταν και εύθραυστη. Κοίταξε τις σφαίρες που φώτιζαν το δωμάτιο, αλλά και πάλι δεν βρήκε κάποια ομοιότητα. Ίσως να έχει αποφορτιστεί σκέφτηκε. Την κούνησε δίπλα στο αυτί του αλλά δεν άκουσε τίποτα από μέσα. Περίεργος όπως πάντα, και άπληστος όπως πάντα πήρε το κοντό σπαθί από το κουτί του και την έβαλε κάτω να την ανοίξει για να δει τι ήταν αυτό που φωτίζει μέσα της. Τα υπόλοιπα έγιναν πολύ γρήγορα.

Η σφαίρα έσπασε σχεδόν αμέσως όταν την πίεσε λίγο, πιο εύκολα από όσο περίμενε. Το φως μέσα της δυνάμωσε τόσο που έγινε εκτυφλωτικό και γέμισε με περίεργες σκιές το δωμάτιο.

«Σάντικ, τι έκανες;» ρώτησε ο Γκραβ ξαφνιασμένος.

Το φως από τη σφαίρα χύθηκε έξω σαν να είχε υλική υπόσταση και ζωή δικιά του και τυλίχτηκε γύρω από το χέρι του Σάντικ. Ο κοντός άντρας σηκώθηκε και άρχισε να κουνά το χέρι του για να το τινάξει από πάνω του, αλλά αυτό σαν από πείσμα, άρχισε να απλώνεται περισσότερο μέχρι που κάλυψε και το στήθος του. Ο Γκραβ και ο Ίρβιν έβλεπαν έντρομοι τον φίλο τους που είχε γυρίσει και τους κοιτούσε σαν να ζητούσε βοήθεια, αλλά ανήμπορος να μιλήσει από την τρομάρα του.

«Σάντικ!»

Ο Σάντικ άρχισε να ουρλιάζει καθώς έβλεπε το χέρι του να αποσυντίθεται μπροστά στα μάτια του. Μια απαίσια ζεστασιά άρχισε να απλώνεται στο σώμα του μαζί με το φως που ένοιωθε να τον κατατρώει. Η σάρκα του γινόταν ένα με το φως, φως η ίδια και σκορπιζόταν γύρω του. Μπορούσε να νοιώσει τα κύτταρά του να φεύγουν ένα ένα και να εξαφανίζονται μπροστά του, μέχρι που η άσπρη λάμψη κάλυψε και το πρόσωπό του. Μετά δεν έβλεπε τίποτα, μόνο ένιωθε τον εαυτό του να σκορπάει, σαν να ήταν φτιαγμένος από σκόνη και φυσούσε ένας δυνατός άνεμος. Το σώμα του σκορπιζόταν προς όλες τις διευθύνσεις και μικρά κομμάτια από φως απλώνονταν σε όλο το δωμάτιο και χάνονταν. Ούρλιαζε μέχρι που πια τα πνευμόνια του χάθηκαν και αυτά και δεν μπορούσε να περάσει πια αέρας από το λαιμό του. Για μια στιγμή ένοιωσε ασφυξία καθώς δεν μπορούσε να αναπνεύσει και πανικό όταν συνειδητοποίησε πως από το σώμα του είχε μείνει μόνο το κρανίο και ο εγκέφαλος που του έστελνε σήματα απώλειας. Μετά, τίποτα.

Μόλις και τα τελευταία κομμάτια του Σάντικ στο δωμάτιο εξαφανίστηκαν, επικράτησε πάλι σκοτάδι.


(Παραθέτουμε μόνο το 1o Κεφάλαιο της ιστορίας, η οποία εκτείνεται σε 76 σελίδες Word! Για να την διαβάσετε όλη, κάντε κλικ εδώ (αρχείο σε μορφή pdf))

Γιώργος Τσιφτσής
ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΗΣΗ ((Ήταν ενάαα μικρό καράααβι, ήταν ενάα..))
Άλλα άρθρα του

Σχολιασμός Άρθρου
( έχουν καταχωρηθεί ήδη 1 σχόλια )

magrini: Συγχαρητήρια!!!

Ήταν μία εξαιρετική ιστορία. Την διάβασα χθές και με ενθουσίασε. Συνέχισε να γράφεις. (29/8/2002)
[εισαγωγή σχολίου]
 printer friendly version  -  στείλτε τη σελίδα με e-mail ]

Σπίτι
Επιστημ. φαντασία
Προηγούμενο Επόμενο
Αναφορές

Όλη η ιστορία! (DOWNLOAD αρχείο zip 1,18MB)

Αναζήτηση 'Αρθρων
Σχολιασμός Άρθρου
Περιοδικό
   Editorials
   Sex
   Αθλητισμός
   Ακαδημαϊκά
   Αποκρυφισμός
   Αυτοκίνητο 2001
   Βία
   Γλώσσα
   Δραστηριότητες
   Εδώ Πολυτεχνείο (;)
   Εθνικά Θέματα
   Εικόνες
   Εκπαίδευση
   ΕΜΠ-ΕΠΙΣΕΥ
   Ενημερωτικά
   Επιστημ. φαντασία
   Έρευνα στο ΕΜΠ
   Ιστορίες
   Καθημερινότητα
   Κοινωνία
   Μ.Μ.Ε.
   Μόδα
   Παιδεία
   Ποιήματα
   Πολιτική
   Προσωπικά
   Σκέψεις
   Σκίτσα
   Τέλος εντύπου
   Τέχνες
   Τεχνολογία-Επιστήμες
   Φοιτ. Εκλογές `96
   Φοιτ. Εκλογές '95
   Χαβαλές
   Χαβαλές '96
   Χριστούγεννα '96
   Ψυχαγωγία
Μέλη
Ακαδημαϊκά
Επικοινωνία
Εκδρομές
Διασκέδαση
Σπίτι
Επιστημ. φαντασία
Προηγούμενο Επόμενο

ΝΥΓΜΑ ανλίμιτεντ σαμ ράιτς ρισέρβντ 1994-2099