www.nygma.gr - ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ (Ιστορίες)

Όχι εκεί 24/9/2002

Στην αρχή δε μου γέμισες καθόλου το μάτι. Μου φάνηκες αδιάφορη, ξενέρωτη, ασήμαντη. Πόσο γελάστηκα! Ήσουν εκείνη που ονειρευόμουν, μα ποτέ δεν είχα φανταστεί έτσι τη μορφή σου. Στα όνειρά μου ήσουν ψηλή, εντυπωσιακή, με βλέμμα πρόστυχο που κάνει ότι περιμένει, μα δε δίνεται σε κανένα γιατί περιμένει εμένα. Πάντα το ίδιο όνειρο. Όνειρο που το έζησα μαζί σου. Μόνο που η πραγματικότητα ήταν ασύλληπτα πιο δυνατή. Κι ας μου το χάλασες λίγο στο τέλος. Δεν έπρεπε, και το ξέρεις. Δε μιλάς ε; Είναι γιατί ξέρεις ότι έχω δίκιο. Μείνε τώρα ακίνητη. Ακίνητη και σιωπηλή. Έτσι χωρίς ανταπόκριση. Με μένα θα κάνεις το αντίθετο ακριβώς απ’ ό,τι μ’ εκείνον. Τι ωραία του την έσκασες! Τάχα το έκανες για να με πικάρεις. «Έλα, πάρε με να καταλάβει ο μαλάκας ότι τον βλέπω σαν σκουπίδι». Εκείνος τα’ χε χαμένα. Το παίξαμε κι οι δυο υπέροχα. Γεννημένοι ηθοποιοί. Έκανες τάχα ότι νευριάζεις όταν άνοιξες την πόρτα και με είδες μπροστά σου. «Πού βρήκες το σπίτι μου;» ούρλιαξες με οργή, τόσο φυσική, που παραλίγο να σε πιστέψω! Το παιχνίδι μας είχε κρατήσει έναν ολόκληρο χρόνο. Όπως σου είπα απ’ την αρχή, όταν σε πρωτοείδα απογοητεύτηκα. Η φωνή σου στο τηλέφωνο ήταν γεμάτη υποσχέσεις. Ένιωσα προδομένος. Είχα κάνει πάνω από χίλια τηλεφωνήματα για να σε πετύχω όλες κι όλες τέσσερις φορές. Ξέρεις πόσον καιρό μου πήρε να μάθω ποια είσαι; Ανάμεσα σε πάνω από εκατό τηλεφωνήτριες, με μόνο στοιχείο τον αριθμό θέσης που κάθε φορά ήταν διαφορετικός. Αδύνατο να φτάσω στα αρχεία του οργανισμού. Στην είσοδο ζητούν ταυτότητα. Δεν μπαίνει κανείς αν δεν έχει συγκεκριμένο προορισμό. Έβαλα όσα μέσα είχα να με προσλάβουν. Ήμουν ο καθαριστής που φορούσε πάντα πράσινο τζόκεϊ και μαύρα γυαλιά. Δεν ήθελα να με γνωρίσεις σ’ αυτά τα χάλια. Καθόλου δε με πείραζε που γελούσατε όλες πνιχτά όταν περνούσα με τη σφουγγαρίστρα. Από το γέλιο σε γνώρισα. Ίδιο με τότε: «Τέτοια φωνή να χαραμίζεται σε ένα τηλεφωνικό κέντρο» σου είχα πει. Είπαμε κι άλλα. Με κράτησες στη γραμμή πάνω από ένα λεπτό. «Λυπάμαι, απαγορεύεται να σας δώσω τα στοιχεία μου, αν έχετε τόσο εντυπωσιαστεί απ’ τη φωνή μου, ψάξτε να με βρείτε». Τα υπόλοιπα τα ξέρεις. «Σε βρήκα λοιπόν, όπως σου είχα υποσχεθεί». «Ορίστε;» απάντησες απορημένη. Από τότε κάθε μέρα σε συνόδευα από τη δουλειά σου μέχρι την πιάτσα των ταξί. Μέρα τη μέρα μου περνούσε η αρχική απογοήτευση. Μπορεί να μην ήσουν όπως στα όνειρά μου, μα να που κι αυτά άλλαξαν λίγο λίγο, όχι απότομα -πρόσεξε, είναι πολύ σημαντικό αυτό – και σταδιακά η εικόνα των ονείρων ταυτίστηκε σχεδόν με τη δική σου. Το μέγα μυστήριο ήταν το χρώμα των μαλλιών. Παρέμεναν ξανθά. Ξέρεις βέβαια γιατί. Μην αρνηθείς πως τρύπωνες στα όνειρά μου! Μου ’δωσες το τελικό σημάδι εκείνη τη Δευτέρα που άλλαξες χρώμα. Τι κι αν έβαζες διάφορους να σε συνοδεύσουν μέχρι να πάρεις ταξί για να με αποφύγεις; Ήταν φανερό πως όλα ήταν στο πλαίσιο του παιχνιδιού. Να το. Το βλέπω στο χαμόγελό σου. Με δοκίμαζες κι εσύ. Μέχρι το τέλος. Μέχρι τώρα που σ’ έχω εδώ γυμνή μα δε σ’ αγγίζω. Θέλεις να δεις αν θα τα καταφέρω, όπως στο όνειρο, να τελειώσουμε ταυτόχρονα πριν από την πράξη που δε θα ’ρθει ποτέ γιατί δεν την χρειαζόμαστε. Σ’ αηδιάζει και σένα. Εμένα μου φέρνει στο νου την υπηρέτριά μας. Μ’ έβαζε έντεκα χρονών να τη γλύφω, να της βάζω το χέρι μου στ’ απόκρυφά της κι αυτή μου φίλαγε το ... καταλαβαίνεις... κι έσκουζε μ’ αυτή την απαίσια στριγγιάρικη φωνή της: «Ω, πόσο ωραίο είναι το μωράκι μου» και ρούφαγε, ρούφαγε, ρούφαγε. «Αν μαρτυρήσεις στους γονείς σου, θα σε βάλω στο φούρνο να σε ψήσω», μου έλεγε κοιτώντας με μ’ αυτά τα φριχτά της μάτια που έβλεπα διαρκώς στους εφιάλτες μου. Ποτέ μου δεν αγκάλιασα γυναίκα, ξυπνητός ή κοιμισμένος. Μόνο τη νύχτα λερωνόμουν στο όνειρο ή στον εφιάλτη. Στο όνειρο ήσουνα πάντα εσύ. Στον εφιάλτη τα μάτια εκείνης της μάγισσας. Μόνο μάτια, μάτια πελώρια, μάτια αμέτρητα κι όλα να με κοιτούν ... στον ... καταλαβαίνεις. Τον διάταζα να μείνει απαθής, μα αυτός ορθωνόταν τεράστιος σαν απειλή, γινόμουν όλος ένας ... ξέρεις..., ένας ...καταλαβαίνεις, ένας ... τέτοιος ... που με όριζε αντί να τον ορίζω, που με χώνευε ολόκληρο και με ξερνούσε βορά στα μάτια που τώρα άλλαζαν και γίνονταν στόματα, χιλιάδες στόματα που με καταβρόχθιζαν γελώντας σαρκαστικά. Κι ήρθες εσύ να σβήσεις τους εφιάλτες μου. Από τη μέρα που σε γνώρισα δεν ξαναείδα αυτά τα μάτια, αυτό το στόμα, αυτό το ξερατό. Μόνο το όνειρο. Ίδιο με όσα ζούμε απόψε για πρώτη και τελευταία φορά. Είχες παραγγείλει πίτσα. Το ήξερες καλά πως ήταν η μέρα. Νόμιζες πως έφερνα το φαγητό σου. Δεν πρόλαβες να κλείσεις την πόρτα, γιατί το παπούτσι μου στάθηκε εμπόδιο. Προσπάθησες να κάνεις τη φοβισμένη, αλλά λυπάμαι που θα σε απογοητεύσω, δεν τα κατάφερες καλά σ’ αυτό το σημείο του ρόλου. «Πώς να σου δώσω να το καταλάβεις ότι μονάχα εμείς οι δυο να μέναμε στη γη, δε θα πήγαινα μαζί σου; Προτιμώ να πάω με τον πρώτο τυχόντα». Χτύπησε το κουδούνι. «Ορίστε», σου είπα. «Ξέρεις τι πρέπει να κάνεις». Και το ’κανες. Τηλεφώνησε στη δουλειά του ότι χτύπησε με το μηχανάκι. Τον κάθισες δίπλα σου στον καναπέ. «Μην του δίνεις σημασία, ένας βλαμμένος είναι». Σε εντυπωσίαζε η αταραξία μου. Σας παρακολουθούσα χαμογελώντας ειρωνικά. Αρχίσατε να φιλιέστε ενώ με κοίταζες διαρκώς. Αυτός στην αρχή ένιωθε άβολα, αλλά μόλις το χέρι σου του άνοιξε το δρόμο δεν κρατιόταν. «Πλάκα έχει ο μαλάκας. Φίλε, βγάλ’ την και παίχ’ την». Τώρα έμοιαζες εσύ να χεις χαθεί. Ήσουν σαν υπνωτισμένη. «Το όνειρο», σου φώναξα, «θυμήσου το όνειρο». Δίχως να το καλοκαταλάβεις σε είχε γδύσει τελείως. «Φτάνει», του είπες ξαφνικά, μα αυτός ετοιμάστηκε να κάνει το μοιραίο λάθος. Κοίτα τον. Κοίτα τα μάτια του πως έχουν μείνει γουρλωμένα από την επιθυμία και την έκπληξη! Αν δεν τον πετύχαινα ακριβώς, θα τέλειωνε την ώρα που ξεψυχούσε, αλλά δεν άξιζε τέτοια χαρά. Αυτή η μέρα είναι δική μας, όχι δική του. Τότε έκανες το μόνο λάθος της βραδιάς. Άρχισες να ξεφωνίζεις. Συγνώμη που σε φίμωσα, αλλά στο όνειρο δε φωνάζεις παρά μόνο την τελευταία στιγμή. Θες να σε ξεσφίξω λιγάκι; Δεν είναι αυτές οι ψεύτικες χειροπέδες που πουλάνε στο sex shop, είναι γνήσιες αστυνομικές. Έχουν περιθώριο να σφίγγουν πιο σφιχτά ή πιο μαλακά. Είσαι καλά; Νιώθεις τον ίδιο γλυκό πόθο που δε ζητάει πρόστυχα χάδια και φιλιά; Εμείς δεν είμαστε σαν όλους. Εμείς ξέρουμε τι είναι έρωτας. Εμάς μας διάλεξε ο έρωτας να τον λατρέψουμε όπως του αξίζει. Κοίτα με τώρα, όπως μόνο εσύ ξέρεις. Ίσια στα μάτια, μόνο στα μάτια κι άφησε το κορμί σου να νιώσει τα κύματα της ηδονής. Άσε το όνειρο να μας τυλίξει. Είσαι δικιά μου, μα μένεις αγνή μέχρι το τέλος, γιατί ξέρεις τι αξίζει το τέλος αυτό, ξέρει πόσο ανώτερο είναι από τα φτηνά αγκαλιάσματα του κάθε επαρμένου επιβήτορα. Γι’ αυτό έπρεπε πρώτα να νιώσεις το χυδαίο χούφτωμα, για να ’χεις μέτρο σύγκρισης. Το ψέμα προσκυνάει την αλήθεια, το πεπερασμένο υποκλίνεται στο άπειρο, η πρόστυχη καύλα στην ουράνια ηδυπάθεια. Κοίτα με, κοίτα με κοίτα, μα... Όχι... όχι έτσι... όχι εκεί, στα μάτια κοίτα με... μη σου λέω... μη... όχι αυτό... το άλλο... τα μάτια... όχι... λάθος... σκύλα, εσύ κρυβόσουν σ’ αυτό το εξαίσιο κορμί, μάγισσα με τις χίλιες όψεις, ήρθες να μου καταστρέψεις το όνειρο, πάρε τα μάτια σου απ’ τον ... ξέρεις..., όχι... όχι... δεν είναι αυτό το τέλος... δε θέλω να γίνει έτσι... κι εσύ καταραμένο... γιγαντώνεσαι... όχι δε θα σ’ αφήσω να με καταπιείς... όχι... να, νααα, νααααα... ν...

ΣΤΕΛΙΟΣ ΜΑΡΙΝΗΣ
ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΣ (Καθηγητής Μαθηματικών Μέσης Εκπαίδευσης)

Το άρθρο αυτό βρίσκεται δημοσιευμένο στην Πύλη www.nygma.gr
στη διεύθυνση http://www.nygma.gr/mag/articles/Article.asp?ar_id=588&ac_id=8