www.nygma.gr - ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ (Ιστορίες)

Η τέχνη του να παραμένεις ακίνδυνος 16/12/2002

Κανείς δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία στο γέρο που έφτασε στην πόλη εκείνο το απόγευμα. Ήταν αρχές καλοκαιριού, αλλά καθώς το Άστρο έγερνε στον ορίζοντα, ένας ψυχρός αέρας έκανε την εμφάνισή του και γύρναγε παραμονεύοντας στους δρόμους, κάνοντας τους περαστικούς να τυλίγονται καλύτερα στα ρούχα που φορούσαν. Οι τελευταίοι έμποροι μάζευαν την πραμάτεια τους από τους πάγκους στο μεγάλο δρόμο και ξεκινούσαν για τα σπίτια τους. Ο γέρος είχε φτάσει στην πόλη με τα πόδια και ήταν ντυμένος με παλιά κουρέλια, απροσδιόριστου χρώματος. Φαινόταν ταλαιπωρημένος και σε αυτή την εντύπωση συνέβαλε το σκαμμένο από τις ρυτίδες πρόσωπό του σε συνδυασμό με τα μακριά και ατημέλητα μαλλιά του και το μακρύ γκρίζο μούσι του. Κάτω από μια μασχάλη κρατούσε ένα σωρό με κουρέλια και αυτά από ότι φαινόταν ήταν τα μοναδικά του υπάρχοντα. Η εικόνα που έδινε ήταν ενός φτωχού ζητιάνου και όταν έφτασε στην πόλη ανακατεύτηκε με τους εμπόρους και τους διάφορους αργόσχολους που βρίσκονταν ακόμα στο μεγάλο δρόμο. Περπατούσε με αργό και κουρασμένο βήμα χωρίς να μιλάει σε κανένα, κοιτώντας πάντα σκυθρωπός μπροστά, προς το κάστρο της πόλης. Κανείς λοιπόν δεν του έδωσε ιδιαίτερη σημασία, κανείς εκτός από το Σάντικ.

Για το Σάντικ η τελευταία εβδομάδα ήταν πραγματικά δύσκολη. Του είχαν τελειώσει τα χρήματα και τις δύο τελευταίες μέρες είχε αναγκαστεί να κοιμηθεί στο δρόμο, μαζί με τα σκουπίδια και τους αρουραίους της πόλης. Δυστυχώς γι’ αυτόν μάλλον όλοι στην πόλη είχαν το ίδιο πρόβλημα. Τρεις μέρες πριν είχε βουτήξει από κάποιον μερικά νομίσματα, αρκετά μόνο για να μην πεινάσει το βράδυ. Περίμενε πως και πως το καλοκαίρι για να ζωντανέψει και πάλι η πόλη. Τότε θα έφταναν τα μεγαλύτερα καραβάνια και η Ντάσχαν θα γέμιζε με κόσμο που θα είχε αρκετά χρήματα στις τσέπες του.

Στην πόλη υπήρχαν αρκετές δουλειές βέβαια, δεν ήταν αυτό το πρόβλημα. Απλώς ο Σάντικ δεν ήθελε να δουλέψει. Ο ίδιος δε θα περιέγραφε τον εαυτό του σαν “κλέφτη”, αλλά σαν κάποιον πιο έξυπνο από τους υπόλοιπους που ξέρει πως να περνάει καλά χωρίς πολύ κόπο. Αυτό ήταν και το μυστικό του Σάντικ, όχι πολύ κόπος. Σε μια πόλη που το βλέμμα της Βασίλισσας και οι στρατιώτες της, οι Θρύωνες, έφταναν παντού ένας κλέφτης δε ζούσε για πολύ. Ο Σάντικ προτιμούσε να διατηρεί ένα αρκετά χαμηλό προφίλ. Αντί να προσπαθεί να διαρρήξει τα σπίτια των πλουσίων στην ανατολική πλευρά, προτιμούσε να βγάζει τα προς το ζην από τους διάφορους περαστικούς.

Για αυτό το λόγο βρισκόταν εκείνη την ώρα στο δρόμο που γινόταν το παζάρι. Στο τέλος της μέρας (και στην αρχή της νύχτας, όσων αφορά το Σάντικ) όλοι ήταν κουρασμένοι και απρόσεχτοι, τέλεια λεία για κάποιον που μπορούσε να το εκμεταλλευτεί. Δυστυχώς η μέρα δεν είχε πάει καλά ούτε και για τους εμπόρους της Ντάσχαν και ο Σάντικ δεν είχε και πολύ τύχη. Ένα πουγκί που είχε αρπάξει είχε μόνο τέσσερα μπρούντζινα φεγγάρια, το χαμηλότερο νόμισμα της πόλης, αρκετά μόνο για μια μπύρα στη χειρότερη ταβέρνα της πόλης.

Όταν ο γέρος πέρασε από μπροστά του οι αισθήσεις του Σάντικ ήταν τεντωμένες στο έπακρο, παρατηρώντας κάθε λεπτομέρεια των ανθρώπων γύρω του, προσπαθώντας να προσδιορίσει ποιον θα άξιζε τον κόπο να δοκιμάσει να κλέψει. Όταν λοιπόν κάποιος σκούντησε το γέρο και του έπεσαν τα κουρέλια που κρατούσε, μόνο ο Σάντικ από όλους όσους βρίσκονταν εκεί τα παρατήρησε καλύτερα.

Είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό και το αίμα του άρχισε να κυλάει πιο γρήγορα. Είχε κλέψει μόνο μια ματιά από αυτό που ήταν κρυμμένο μέσα στα κουρέλια, αλλά τον είχε συνταράξει. Ήταν το χρώμα του χρυσού, ένα χρώμα γνώριμο και ποθητό. Όχι σαν αυτό των χρυσών φεγγαριών, των νομισμάτων της Ντάσχαν, όπου εκεί ο χρυσός ήταν μολυσμένος από διάφορα κράματα, αλλά το χρώμα του καθαρού, πολύτιμου χρυσού.

Χωρίς δεύτερη σκέψη άρχισε να ακολουθεί το γέρο.

Ο γέρος αν και είχε το βλέμμα του νεοφερμένου στη Ντάσχαν φαινόταν πως ήξερε να προσέχει τους κινδύνους της πόλης. Ακολουθούσε πάντα τους μεγάλους και καλοφωτισμένους δρόμους και απέφευγε τα σκοτεινά δρομάκια, εκεί δηλαδή που ο Σάντικ θα είχε την τέλεια ευκαιρία να πάρει αυτό που κρατούσε. Μετά από μερικά λεπτά έφτασε σε ένα μεγάλο πανδοχείο έξω από τα τείχη του βασιλικού κάστρου και κοντοστάθηκε.

«Στη Γέενα κωλόγερε!» τον καταράστηκε ο Σάντικ. «Μη μου πεις πως θα μπεις εδώ μέσα.»

Ο γέρος φάνηκε να κάνει αυτό που φοβόταν ο Σάντικ. Στην πόρτα του πανδοχείου υπήρχε ένας φύλακας η δουλειά του οποίου ήταν να εμποδίζει τους ζητιάνους από το να μπουν μέσα. Το “Ανατέλλων Άστρο” ήταν ένα αρκετά καλό και ακριβό πανδοχείο, ένα μέρος που το προτιμούσαν μόνο αυτοί που είχαν αρκετά χρήματα. Δεν ήταν από τα καλύτερα της Ντάσχαν, αλλά ούτε και από αυτά που θα μπορούσε ο Σάντικ να κλείσει ένα δωμάτιο.

Ο φύλακας όπως φαινόταν προσπαθούσε να εμποδίσει το γέρο να μπει στο πανδοχείο και ο Σάντικ τους έβλεπε να διαφωνούν. Δε μπορούσε να ακούσει τι έλεγαν, αλλά έλπιζε τελικά ο φύλακας να διώξει το γέρο. Με έκπληξη όμως τον είδε να βγάζει κάτι από την τσέπη του και να το δίνει στο φύλακα, ο οποίος αμέσως άλλαξε συμπεριφορά και από αυτή του σκληρού πορτιέρη πήρε στάση δουλοπρέπειας. Ο Σάντικ έφριξε. Ο γέρος κουβάλαγε και χρήματα πάνω του, αρκετά μάλιστα για να μπει σε ένα ακριβό πανδοχείο. Κρίμα που δεν τον είχε προσέξει νωρίτερα.

Πήρε μια βαθιά ανάσα και προχώρησε κι αυτός προς τα εκεί.
«Που νομίζεις ότι πας;» τον σταμάτησε, όπως ήταν αναμενόμενο, ο φύλακας.
Ο Σάντικ πήρε μια έκφραση σαν να τον είχαν προσβάλλει.
«Μέσα; Πανδοχείο δεν είναι αυτό εδώ; Έτσι λέει τουλάχιστον η ταμπέλα που κρέμεται.»
«Ναι είναι πανδοχείο. Εσύ όμως που νομίζεις ότι πας;»
Ο Σάντικ αποφάσισε να αλλάξει τακτική.«Θέλω ένα δωμάτιο για τη νύχτα.»
Μάλλον και ο φύλακας αποφάσισε να αλλάξει τακτική. «Α, μάλιστα αγαπητέ μου κύριε.» είπε ειρωνικά. «Το δωμάτιο κοστίζει ένα χρυσό τη νύχτα, αλλά κλείνουμε μόνο με τη βδομάδα, δηλαδή θα χρειαστείτε εφτά χρυσά.»
«Εφτά χρυσά; Τρελός είσαι; Τι στο καλό αξίζει για εφτά χρυσά;»
«Από ότι φαίνεται δεν έχεις αρκετά για να σου εξηγήσω τις υπηρεσίες που προσφέρουμε, τις οποίες σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση θα ήμουν διατεθειμένος να παραθέσω, οπότε δε θα το κάνω. Τώρα φύγε γιατί εμποδίζεις την είσοδο.»
Ο Σάντικ κοίταξε γύρω του. «Δε βλέπω κανένα να προσπαθεί να μπει.»
«Κοίτα, στρίβε πριν καλέσω τη φρουρά.»
«Καλά, μη νευριάζεις. Δε μπορεί να γίνει κάποια καλύτερη τιμή;»
«Όχι.»
«Δεν έχετε φτηνότερα δωμάτια;»
«Όχι!»
«Δεν υπάρχει περίπτωση να με αφήσεις να μπω, ε;»
«Φύγε από ‘δω!»
Και ο Σάντικ γύρισε να φύγει μουρμουρίζοντας μερικές φράσεις που εξέφραζαν επακριβώς τα συναισθήματά του, μεταξύ άλλων και μάλλον μια από τις πιο επιεικείς ήταν η “εφτά να είναι οι ώρες σου”.

Του είχε ξεφύγει ανάμεσα από τα χέρια, αλλά δε πείραζε. Θα πήγαινε στου Γκάζιμ μέχρι να νυχτώσει καλύτερα και μετά θα σκεφτόταν τι να κάνει.

Η ταβέρνα του Γκάζιμ ήταν μια από τις πιο άθλιες, αν όχι η πιο άθλια ταβέρνα της Ντάσχαν. Με το που άνοιγε κανείς την ξύλινη πόρτα τον αγκάλιαζε η χαρακτηριστική μυρωδιά της ταβέρνας, ένα συνοθύλευμα παλιού καπνού, ιδρώτα και φτηνού αλκοόλ. Το μπαρ, βρισκόταν στην πέρα άκρη του δωματίου, δίπλα από τις σκάλες και τον υπόλοιπο χώρο τον γέμιζαν μικρά στρογγυλά τραπέζια με την επιφάνειά τους λιγδωμένη και γδαρμένη από τους διάφορους πελάτες. Στον πάνω όροφο υπήρχαν κάμποσα δωμάτια, αλλά όχι από αυτά που θα μπορούσε κάποιος να κλείσει για μέρες. Οι μόνοι ένοικοι ήταν αυτοί που πήγαιναν επάνω συνοδευόμενοι από τα “κορίτσια” του Γκάζιμ. Η λέξη “κορίτσια” χρησιμοποιούταν κατ’ ευφημισμό και μόνο από τον Γκάζιμ. Αξίζει να ειπωθεί πάντως πως ούτε καν ο Σάντικ δεν είχε απελπιστεί ποτέ τόσο για να ανέβει επάνω με μια από αυτές.

Ο Γκάζιμ βρισκόταν συνήθως πίσω από τον πάγκο του, σερβίροντας ποτά (πολλά από τα οποία, όπως φανταζόταν ο Σάντικ, μάλλον τα έφτιαχνε μόνος του ανακατεύοντας αλκοόλ με νερό από τους υπονόμους) και παρακολουθώντας τους πελάτες του. Ήταν ένας κοντός, αλλά γεροδεμένος άντρας και αρκετά ικανός να επιβάλει την τάξη στο μαγαζί του. Πάντα κάτω από τον πάγκο του βρισκόταν ένα μεγάλο τσεκούρι και πολλοί το είχαν δει να χρησιμοποιείται για τον τερματισμό κάποιου καυγά με τον ταυτόχρονο τερματισμό της ζωής όσων καυγάδιζαν. Όποτε ερχόταν κάποιος θερμόαιμος νεοφερμένος στην ταβέρνα του Γκάζιμ, οι μόνιμοι θαμώνες έμοιαζε να εξαφανίζονται με περίεργο τρόπο.

Στην ταβέρνα αυτή μαζευόταν ένα μεγάλο ποσοστό από ανθρώπους της νύχτας ή τους αποτυχημένους της Ντάσχαν. Πολλές σκοτεινές συνεργασίες ξεκινούσαν εκεί, στα χαμηλοφωτισμένα τραπεζάκια του Γκάζιμ, ενώ οι μόνιμοι θαμώνες έμοιαζαν αποκλεισμένοι στον εαυτό τους, έχοντας ο καθένας και από ένα σκοτεινό μυστικό, κάτι προσωπικό που δεν θέλει να το μοιραστεί με τους υπόλοιπους.

Κάπως έτσι ήταν κι ο Σάντικ. Καθόταν απομονωμένος σε ένα σκοτεινό τραπέζι σε μια γωνία, πίνοντας αργά κάτι που ο Γκάζιμ το πουλούσε για μπύρα, σκέφτοντας τι θα μπορούσε να κάνει με τον γέρο και αν θα άξιζε τον κόπο να τον κυνηγήσει. Η ταβέρνα δεν ήταν και ιδιαίτερα ζωντανή σήμερα. Εκτός από αυτόν υπήρχε μόνο άλλη μια παρέα νεαρών που έπιναν και αστειεύονταν με τις ιερόδουλες του μαγαζιού και ένας άλλος μοναχικός πελάτης σε ένα τραπέζι κοντά στον πάγκο.

Ο Σάντικ τον αναγνώρισε, ήταν ο Γκραβ. Ένας ψηλός και κάπως αδύνατος νεαρός που πέρναγε πότε πότε τα βράδια του σε εκείνη την ταβέρνα. Η πρώτη εντύπωση που του είχε δημιουργήσει όταν τον είχε πρωτοδεί ήταν αυτή του κλασικού κορόιδου που θα έχανε τα λεφτά του και ίσως και τη ζωή του αρκετά γρήγορα, αν συνέχιζε να έρχεται στην ταβέρνα. Μια νύχτα όμως κάποιος μεθυσμένος, που όπως φάνηκε είχε παρόμοια εντύπωση, άρχισε να τον πειράζει και να τον σπρώχνει, γυρεύοντας έναυσμα για καυγά. Ο Σάντικ είχε σηκωθεί για να φύγει, φοβούμενος την παρέμβαση του Γκάζιμ, αλλά τον πρόλαβε ο Γκραβ. Ο νεαρός είχε βγάλει ένα στιλέτο με απίστευτη ταχύτητα και με ένα γρήγορο χτύπημα είχε κόψει το λαιμό του παλικαρά που του κόλλαγε. Ενώ ο άλλος προσπαθούσε να συγκρατήσει τη ζωή που κυλούσε γοργά μαζί με το αίμα του, βγάζοντας διάφορους λαρυγγισμούς, ο Γκραβ είχε καθίσει ατάραχος ξανά στο τραπέζι του για να συνεχίσει το ποτό του. Ο Σάντικ είχε καταλάβει πως ο νεαρός αυτός ήταν αδίστακτος όταν ήθελε και είχε αποφασίσει πως δεν τον ήθελε για εχθρό του.

Ο Γκραβ τον αναγνώρισε επίσης και σήκωσε το ποτό του για να χαιρετίσει. Ο Σάντικ ανταπέδωσε το χαιρετισμό και γύρισε ξανά στους συλλογισμούς του.

Αρκετή ώρα πέρασε κάπως έτσι. Ένας από τους νεαρούς είχε υποκύψει στο ποτό του και καθόταν στο τραπέζι μισολιπόθυμος, με το κεφάλι του να ισορροπεί επικίνδυνα στο άδειο ποτήρι της μπύρας, ενώ δύο άλλοι είχαν μεθύσει αρκετά για να ανέβουν επάνω. (Ο Σάντικ είχε ανακαλύψει πως υπήρχε μια αναλογική σχέση ανάμεσα στην ποσότητα ποτού που κατανάλωνε κάποιος και στην ομορφιά των “κοριτσιών” του Γκάζιμ – ιδιαίτερα αν το ποτό ήταν του ίδιου του Γκάζιμ.) Ο τελευταίος της παρέας τραγουδούσε παράφωνα κουνώντας το ποτήρι του και πιτσιλώντας τον αφρό του ποτού του στο ήδη βρώμικο πάτωμα. Όταν ο Σάντικ σηκώθηκε να φύγει η ώρα της νύχτας ήταν προχωρημένη. Ήταν εκείνη η ώρα που στους δρόμους της Ντάσχαν κυκλοφορούσαν μόνο οι μεθυσμένοι, οι μαχαιροβγάλτες, οι λαθρέμποροι και οι κλέφτες.

Ήταν η ώρα του Σάντικ.

Έγινε ένα με τις σκιές των κακοφωτισμένων πλακόστρωτων στενών και περπατούσε απαρατήρητος κάτω από τις αψίδες και τα μπαλκόνια της πόλης που δημιουργούσαν μια ευχάριστη κάλυψη από τις λάμπες των δρόμων. Προχωρούσε σκεφτικός προς το “Ανατέλλων Άστρο”, εκεί που ήξερε πως σε κάποιο από τα δωμάτιά του βρισκόταν ένα μικρό χρυσό κουτί και ποιος ξέρει τι να βρισκόταν μέσα σε αυτό.

Μια σκιά πάνω από μια αψίδα ζωντάνεψε ξαφνικά και πήδηξε για να συναντήσει τον κοντό άντρα.

Ο Σάντικ αρχικά εξεπλάγη, αργότερα φοβήθηκε, αλλά όταν είδε ποιος ήταν μπροστά του, ο θυμός έγινε το κυρίαρχο συναίσθημα.
«Ναράμονα!»
«Τι υποδοχή είναι αυτή φίλε μου; Θα έλεγε κανείς πως δε σου έλειψα καθόλου.»
Ο Ναράμονας ήταν ο τελευταίος που ήθελε να συναντήσει ο Σάντικ, ειδικά εκείνη τη νύχτα, αλλά αν και είχε να τον δει τρεις εβδομάδες, βαθιά μέσα του ήξερε πως ο νεαρός δε θα τον ξεχνούσε και πως κάποτε θα εμφανιζόταν ξανά. Σαν κακιά συνήθεια όμως ή σαν επίμονη αλλεργία, ο καταραμένος εμφανιζόταν ειδικά στις πιο ακατάλληλες στιγμές.

Ο Σάντικ τράβηξε το μαχαίρι που κουβαλούσε πάντα μαζί του, αλλά ο άλλος ήταν πιο γρήγορος. Με μια αστραπιαία κίνηση έπιασε το χέρι του από τον καρπό και το γύρισε, μέχρι που ο Σάντικ αναγκάστηκε να αφήσει το μαχαίρι να πέσει.
«Εκπλήσσομαι με τη συμπεριφορά σου Σάντικ!» είπε ενώ κρατούσε ακόμα το χέρι του. «Έτσι καλωσορίζεις το συνέταιρό σου;»
«Συνέταιρος του κώλου.» είπε ο κλέφτης και τίναξε το χέρι του.
Ο Ναράμονας ήταν ντυμένος στα μαύρα, όπως συνήθιζε άλλωστε. Ήταν δυο κεφάλια ψηλότερος από τον Σάντικ και σίγουρα πιο δυνατός. Ο Σάντικ ήξερε πως δε θα μπορούσε να τον αντιμετωπίσει ποτέ πρόσωπο με πρόσωπο και αμφέβαλλε αν ποτέ ο νεαρός θα ήταν αρκετά απρόσεκτος για να τον “αντιμετωπίσει” με άλλον τρόπο. Μάζεψε το μαχαίρι του από κάτω, το έβαλε στη θήκη του και άρχιζε να περπατά.
«Λοιπόν;»
«Λοιπόν τι;» Όπως φοβόταν, ο σκασμένος δεν είχε σκοπό να τον αφήσει ήσυχο. Περπατούσε δίπλα του.
«Λοιπόν, δε θα με ρωτήσεις που ήμουν ή πως πέρασα; Έχουμε να ειδωθούμε γύρω στον ένα μήνα.»
«Ένας από τους καλύτερους μήνες του χρόνου!» του απάντησε θυμωμένος ο Σάντικ. «Έλπιζα να έχεις χάσει το κεφάλι σου κάπου μακριά από ‘δω, ή να σαπίζεις σε καμιά φυλακή.»
«Έλα τώρα Σάντικ, εμείς είμαστε φιλαράκια.»
«Μπορεί να μην έχω πολλούς φίλους, αλλά σίγουρα εσύ δεν είσαι ανάμεσά τους. Τι θες από ‘μένα; Δεν έχεις βαρεθεί να με βασανίζεις;»
Ο Ναράμονας γέλασε. «Μπα, αυτό δεν το έχω βαρεθεί ακόμα. Είσαι ένας από τους αγαπημένους μου ανθρώπους Σάντικ.»
Ο κοντός άντρας μόρφασε.
«’Ντάξει. Ειδωθήκαμε, μιλήσαμε, δεν έχεις κάτι άλλο να κάνεις;»
Ο Ναράμονας ακούμπησε το χέρι του στο ώμο του Σάντικ και αυτός δέχτηκε το άγγιγμα με καταπιεσμένη οργή. Αν αντιδρούσε ήξερε πως ο νεαρός θα μπορούσε να τον χτυπήσει άσχημα, το είχε κάνει άλλωστε κι άλλες φορές στο παρελθόν.
«Έχω, βεβαίως και έχω. Θέλω όμως να περάσω μερικές μέρες με τον φίλο μου, τον Σάντικ και να μάθω από την τέχνη του.» είπε και τα μάτια του γυάλιζαν περίεργα.
«Σου έχουν τελειώσει τα λεφτά;»
Ο Ναράμονας πήρε ένα απολογητικό ύφος και χαμογέλασε. «Με έπιασες Σάντικ. Ναι, μου τελειώνουν και όπως φαίνεται σε έχω ανάγκη. Και αν δε θες να γνωρίσεις τα βράχια κάτω από τη γέφυρα της πόλης καλύτερα, θα φροντίσεις να με βοηθήσεις.» είπε και έσφιξε τον ώμο του Σάντικ.

Ο Ναράμονας είχε μιλήσει πριν για την τέχνη του Σάντικ. Ο ίδιος ο Σάντικ πίστευε πως είχε μια ιδιαίτερη τέχνη, μια ικανότητα που τον είχε κρατήσει ζωντανό τόσα χρόνια στους δρόμους της Ντάσχαν. Το μυαλό του άρχισε να παίρνει στροφές και προσπάθησε να σκεφτεί τρόπους να χρησιμοποιήσει την τέχνη αυτή προς όφελός του για να απαλλαγεί μια και καλή από το βάσανο του Ναράμονα. Μια ιδέα άρχισε να σχηματίζεται στο μυαλό του, μια ιδέα που του άρεσε.
«Έχεις τίποτα έτοιμο;» συνέχισε ο Ναράμονας.
«Μπορεί. Έλα μαζί μου.»
Αν έπρεπε να περιγράψει το Ναράμονα ο Σάντικ, θα τον χαρακτήριζε σαν “αντιπαθητικό κωλόπαιδο”. Δυστυχώς όμως ήταν κάτι παραπάνω. Ήταν ένα ενοχλητικό τσιμπούρι, μια τροχοπέδη στη ζωή του κλέφτη, κάτι που τον βασάνιζε και τον θύμωνε, αλλά ταυτόχρονα κάτι που δε μπορούσε να ξεφορτωθεί εύκολα. Τον είχε γνωρίσει περίπου ένα χρόνο πριν, στα μέσα του προηγούμενου καλοκαιριού, τότε που είχε κανονίσει να κάνει μια διάρρηξη που περίμενε να φέρει αρκετά χρήματα στην τσέπη του. Ο Ναράμονας και ο Ίρβιν ήταν αυτοί που θα κράταγαν τσίλιες και θα κανόνιζαν όποιον δυσκόλευε το έργο του Σάντικ. Ο ίδιος ο Σάντικ είχε αναλάβει τις δύσκολες δουλειές, δηλαδή να παραβιάζει πόρτες, να ψάχνει για παγίδες και να ξαφρίζει.

Η διάρρηξη πήγε αρκετά καλά, μάλλον επειδή υπήρχε και ο Ίρβιν που, αν και δεν ήταν ιδιαίτερα έξυπνος ο ίδιος, είχε την απαιτούμενη ικανότητα να συγκρατεί το Ναράμονα από διάφορες παρεκτροπές. Την επόμενη φορά όμως τα πράγματα δεν πήγαν το ίδιο καλά.

Η επόμενη φορά ήταν στα τέλη του φθινοπώρου, όταν ο Σάντικ αποφάσισε να μπει σε μια αποθήκη ενός έμπορα και να δει τι θα μπορούσε να κλέψει από το καραβάνι που μόλις είχε φτάσει στην πόλη. Ο Ναράμονας του είχε κολλήσει σαν τσιμπούρι εκείνες τις μέρες και ο Σάντικ αναγκάστηκε να τον πάρει μαζί του, σκέφτοντας πως ένα παραπάνω ζευγάρι μάτια δε θα έβλαπτε πουθενά. Το αποτέλεσμα ήταν καταστροφικό.

Ο θερμόαιμος νεαρός είχε σκοτώσει δυο φρουρούς. Το είχε κάνει αθόρυβα βέβαια, αλλά ο φόνος ήταν πάντα φόνος. Ο Σάντικ θα προτιμούσε να μην τους ενοχλήσει καθόλου ή στη χειρότερη περίπτωση να τους χτυπήσει αναίσθητους και να τους δέσει. Μόλις διαπίστωσε τι είχε κάνει ο νεαρός, παράτησε τη δουλειά στη μέση και έφυγε πανικόβλητος για να βρει ένα άλλοθι. Στη Ντάσχαν ο φόνος δεν συγχωρούταν εύκολα και η ποινή ήταν επίσης θάνατος. Ο Σάντικ είχε μπει σε μια εκκλησία του Λάεβωρ, κάνοντας πως ήθελε να κλέψει, αλλά ουσιαστικά ήθελε να τον πιάσουν. Οι κληρικοί του Φωτεινού Θεού ήταν επιεικής μαζί του, ειδικά αφού τους κλάφτηκε για λίγο, αλλά παρόλ’ αυτά πέρασε ένα μήνα στη φυλακή.

Ένας μήνας σε ένα σκοτεινό και βρώμικο μπουντρούμι εξαιτίας αυτού του βλάκα.

Όταν βγήκε, ο Ναράμονας τον περίμενε. Είχε τελειώσει μόνος του τη δουλειά, αλλά είχε ξοδέψει όλα τα χρήματα που είχε κλέψει μέσα στο μήνα που πέρασε. Τότε ήταν η αρχή της προσωπικής κόλασης του Σάντικ. Ο Ναράμονας τρεφόταν από αυτόν σαν πεινασμένη βδέλλα. Τον ανάγκαζε να κλέβει γι’ αυτόν και του έπαιρνε τα χρήματα, αφήνοντάς του αρκετά μόνο για τις βασικές του ανάγκες. Άλλες φορές εμφανιζόταν ξαφνικά απαιτώντας λεφτά και πολλές φορές τον είχε χτυπήσει για να τα πάρει.

Ο Σάντικ δε μπορούσε να κάνει τίποτα ενάντια στην ωμή βία του Ναράμονα. Τι θα μπορούσε να κάνει άλλωστε; Να πει πως τον εμποδίζει να κλέβει όπως θέλει αυτός; Ο Ναράμονας τον είχε απειλήσει επανελλημένως πως αν προσπαθούσε να του ξεφύγει θα τον κατέδιδε στους Θρύωνες και ο Σάντικ ήξερε πως ο νεαρός είχε αρκετά στοιχεία για να τον κάνει να σαπίσει στα υπόγεια του κάστρου.

Αν ήταν μόνο αυτό το κακό, απλώς δηλαδή ο Ναράμονας να ζούσε εις βάρος του, τότε ίσως και να μπορούσε να το αντιμετωπίσει. Δεν ήταν η πρώτη φορά στη ζωή του άλλωστε που κάποιος τον καταδυνάστευε και τον τρομοκρατούσε. Ο Σάντικ είχε πλάγιες μεθόδους και μπορούσε να επιζήσει από μια τέτοια περίπτωση. Για παράδειγμα, έκρυβε μερικά από τα κλοπιμαία και έδινε στο Ναράμονα μόνο ένα μέρος τους, αφήνοντας κάτι πίσω για τον εαυτό του. Όχι, δεν ήταν αυτό που φοβόταν στο νεαρό.

Ο Ναράμονας ήταν απρόσεκτος και αυτό τον έκανε επικίνδυνο για το Σάντικ. Φοβόταν πως κάποτε θα έφτανε μια μέρα που ο νεαρός θα έκανε κάτι τόσο άσχημο που δε θα υπήρχε σωτηρία για κανέναν από τους δύο. Μπορεί να σκότωνε ξανά, μπορεί να κοκορευόταν μπροστά σε λάθος άτομα, αλλά το αποτέλεσμα θα ήταν το ίδιο. Θα έπεφτε και θα έπαιρνε και το Σάντικ μαζί του.

Ο κοντός άντρας είχε μόνο μια ελπίδα να ξεφύγει από τον τρελαμένο, το είχε σκεφτεί καλά αυτές τις μέρες που κοιμόταν στο δρόμο και έπρεπε να απασχολεί κάπως το μυαλό του για να ξεχνάει το κρύο. Έπρεπε να τον ταΐσει λίγο από το φάρμακό του. Έπρεπε να βρει έναν τρόπο να τον κάνει να πέσει μόνος του, χωρίς κανένα ενοχοποιητικό στοιχείο να βαραίνει τον ίδιο. Και η σημερινή νύχτα μπορεί να ήταν ιδανική γι’ αυτό.

Όταν έφτασαν στο “Ανατέλλων Άστρο” η θερμοκρασία είχε πέσει ακόμα περισσότερο και ο κρύος αέρας που ερχόταν από τη θάλασσα διαπερνούσε εύκολα τα ελαφριά ρούχα του Σάντικ. Σφίγγοντας ακόμα περισσότερο το πανωφόρι του, προχώρησε για να εξετάσει το πανδοχείο καλύτερα. Το σχέδιό του ήταν να εντοπίσει κάποιο σκοτεινό σημείο από το οποίο θα μπορούσε να μπει μέσα και να φτάσει απαρατήρητος στον δεύτερο όροφο, εκεί που ήταν τα υπνοδωμάτια, ελπίζοντας πως θα κατάφερνε να εντοπίσει το δωμάτιο του γέρου. Μετά θα άφηνε τον Ναράμονα να βγάλει το φίδι από την τρύπα, ενώ ο ίδιος θα έτρεχε και σαν ευυπόληπτος πολίτης θα καλούσε τη φρουρά να τον συλλάβουν. Κάτι δεν πήγαινε καλά όμως και τον έβγαλε από τη ροή των σκέψεών του.

Το πανδοχείο ήταν σκοτεινό. Όλα τα φώτα ήταν σβηστά και όλα τα παράθυρά του ήταν σκοτεινά. Αυτό ήταν κάτι αφύσικο και δε μπορούσε να καταλάβει τι θα μπορούσε να σημαίνει. Κοίταξε το νεαρό.
«Εδώ είναι; Αυτό είναι το πανδοχείο που μπήκε;» τον ρώτησε ο Ναράμονας. Στο δρόμο του είχε πει για το γέρο και το χρυσό κουτί που κουβαλούσε.
«Ναι, αλλά...» Ο Σάντικ άρχισε να κινείται προς την είσοδο του πανδοχείου.
«Σάντικ, τι κάνεις; Έχεις σκοπό να μπούμε από την κεντρική είσοδο;»
«Κάτι δε πάει καλά εδώ» του απάντησε κοιτώντας τη βαριά δρύινη πόρτα. Ήταν κλειστή και όταν δοκίμασε να την ανοίξει είδε πως ήταν και κλειδωμένη.
«Τι δε πάει καλά;»
«Η πόρτα δε θα έπρεπε να είναι κλειστή. Και θα έπρεπε να βλέπουμε κάποιο φως από μέσα. Υπάρχει συνήθως ένα τζάκι που καίει μέχρι αργά και κάμποσοι πελάτες που μένουν μέχρι αυτή την ώρα στο εστιατόριο του πανδοχείου.» Γύρισε να κοιτάξει το νεαρό για να τον κάνει να καταλάβει το παράδοξο της περίπτωσης. «Τα πανδοχεία της Ντάσχαν δεν κλείνουν ποτέ Ναράμονα! Εδώ θα έπρεπε να στέκεται ένας βλάκας φύλακας για να ελέγχει ποιος μπαίνει μέσα. Τον συνάντησα προηγουμένως, όταν έφτασε ο γέρος εδώ.»
«Η πόρτα δε θα έπρεπε να είναι κλειστή!» είπε προς την πόρτα, λες και θα τον άκουγε και θα του έκανε το χατίρι να ανοίξει.
«Και τι μας νοιάζει;» είπε αδιάφορα ο Ναράμονας. «Δε σκοπεύαμε να μπούμε από εδώ έτσι;»
Μας νοιάζει πανηλίθιο πλάσμα, θα ήθελε να απαντήσει ο Σάντικ, γιατί μπορεί να έχει γίνει κάτι εδώ μέσα, κάτι απρόβλεπτο που θα μας βάλει σε κίνδυνο. Αλλά άτομα σαν κι εσένα που δε μπορούν να κάνουν πολύπλοκες σκέψεις δε μπορούνε να το καταλάβουν.
Αντί γι’ αυτό είπε:
«Θα πρέπει να είμαστε περισσότερο προσεκτικοί. Θα μπούμε από πίσω.»
Έκαναν τον κύκλο του κτηρίου και έφτασαν πίσω, εκεί που υπήρχε η πόρτα της κουζίνας. Πιο δίπλα υπήρχαν δυο μεγάλα δοχεία με σκουπίδια που είχαν μείνει αρκετό καιρό εκεί έξω και τώρα μύριζαν άσχημα. Από πάνω τους υπήρχε ένα μισάνοιχτο παράθυρο. Αφού ο Σάντικ δοκίμασε την πόρτα και είδε πως κι αυτή ήταν κλειδωμένη είπε στο Ναράμονα:
«Άκου πως έχει. Θα με βοηθήσεις να ανέβω στο παράθυρο και να μπω μέσα. Εγώ θα ελένξω την κατάσταση στο πανδοχείο για να δω τι τρέχει. Μπορεί στο κάτω κάτω να κοιμούνται όλοι.»
«Ναι αυτό θα μας βόλευε ε;»
«Ναι. Εσύ θα μείνεις εδώ, μπας και φτάσει καμιά ομάδα Θρυώνων για να κάνει έλεγχο στο πανδοχείο. Θυμάσαι το σινιάλο του κινδύνου;»
«Η φωνή της κουκουβάγιας, την κάνω δυο φορές.»
«Ωραία. Μόλις λοιπόν δω πως δεν υπάρχει κίνδυνος θα κατέβω να σου ανοίξω. Κατάλαβες;»
«Ναι.»
«Μην προσπαθήσεις να μπεις μόνος σου μέσα! Θα σου ανοίξω εγώ.»
«Εντάξει Σάντικ!»
Ο Σάντικ φοβόταν πως δεν τον είχε πάρει και πολύ στα σοβαρά, αλλά αποφάσισε να το ρισκάρει και να προχωρήσει.

Το ένιωσε όταν πάτησε τα πόδια του στο παχύ χαλί του διαδρόμου. Ήταν μια αφύσικη, τρομαχτική αίσθηση. Ο θάνατος ήταν στη γύρα σήμερα το βράδυ και στο πανδοχείο αυτό είχε κάνει γλέντι. Ένα παγερό χέρι είχε αρπάξει τον Σάντικ από το λαιμό τη στιγμή που μπήκε στο πανδοχείο και τώρα τον έσφιγγε ασφυκτικά. Υπήρχε κάτι κακό εδώ μέσα και ο κλέφτης το ένοιωθε, έτσι όπως νοιώθει κάποιος την αλλαγή του καιρού σε ένα σπασμένο κόκαλο.

Δεν υπήρχε κάτι να δικαιολογεί τις σκέψεις του κοντού άντρα. Ο διάδρομος που διέσχιζε το κτήριο από τη μία άκρη στην άλλη ήταν σκοτεινός και ήσυχος. Δεν φαινόταν κάτι ανησυχητικό ή απειλητικό, δεν υπήρχε καμιά περίεργη μυρωδιά ή κάποιος ανατριχιαστικός ήχος. Παρόλ’ αυτά η αίσθηση της απειλής είχε θρονιαστεί πάνω στον Σάντικ και δεν έλεγε να τον αφήσει ήσυχο.

«Έχεις αρχίσει να μωραίνεσαι γέρο – Σάντικ.» ψιθύρισε ο κλέφτης στον εαυτό του. Αφού έμεινε για μια στιγμή ακίνητος να αφουγκραστεί, αποφάσισε πως μια και είχε μπει στο χορό, έπρεπε να δοκιμάσει και να χορέψει, οπότε άρχισε να προχωρά. Στο βάθος του διαδρόμου υπήρχαν οι σκάλες για το ισόγειο, όπου βρισκόταν η μεγάλη σάλα και το εστιατόριο. Εκεί υπήρχαν επίσης σκάλες για ακόμα πιο πάνω, όπου βρίσκονταν τα καλύτερα δωμάτια του πανδοχείου, για όσους μπορούσαν να τα πληρώσουν. Ο όροφος στον οποίο βρισκόταν ο Σάντικ είχε δωμάτια από τη μία και την άλλη πλευρά του διαδρόμου που τον διέσχιζε. Όλες οι λάμπες του διαδρόμου που συνήθως έκαιγαν όλο το βράδυ, σκορπώντας παντού μια χαρακτηριστική μυρωδιά αρωματισμένου πετρελαίου, τώρα ήταν σβηστές. Σε μια οποιαδήποτε άλλη περίπτωση ο Σάντικ θα δεχόταν το σκοτάδι με αγαλλίαση και χαρά, αλλά τώρα... Δεν ήξερε. Κάτι πήγαινε στραβά εδώ μέσα. Κατάλαβε πως το είχε νιώσει για πρώτη φορά όταν ήταν έξω και είδε το πανδοχείο βουτηγμένο στο σκοτάδι, απλώς τώρα ήταν πιο έντονο.

Πλησίασε την πρώτη πόρτα στα δεξιά του και είδε πως ήταν μισάνοιχτη. Δεν ήξερε αν θα έπρεπε να χαρεί ή να ανησυχήσει, παρόλ’ αυτά την άνοιξε προσεκτικά για να κοιτάξει μέσα. Η πόρτα ήταν σε τέλεια κατάσταση και οι μεντεσέδες ήταν τόσο καλολαδωμένοι που αντί για το αναμενόμενο τρίξιμο, ο θόρυβος που έβγαλε έμοιαζε με ψίθυρο. Στο δωμάτιο δεν ήταν κανείς. Δεν ήταν άδειο όμως, ο Σάντικ μπορούσε να δει πως ήταν νοικιασμένο, από τη φορεσιά που ήταν κρεμασμένη προσεκτικά για να μη τσαλακωθεί και από τα δυο βιβλία που ήταν παρατημένα στο κρεβάτι. Το ένα μάλιστα ήταν παρατημένο ανοιχτό ανάποδα, λες κι αυτός που το διάβασε έφυγε απότομα και το άφησε έτσι για να μη χαθεί η σελίδα.

Υπάρχουν ένοικοι, σκέφτηκε ο Σάντικ. Απλώς ούτε κοιμούνται, ούτε διασκεδάζουν στη σάλα. Το επόμενο δωμάτιο αποδείχθηκε εξίσου άδειο. Στο κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι ο Σάντικ βρήκε ένα πουγκί με δέκα χρυσά, κάτι που απάλυνε για λίγο τις φοβίες του. Το γεγονός ότι βρήκε αρκετά χρήματα για να περάσει αρχοντικά μια ή δύο βδομάδες τον έκανε να σκέφτεται σοβαρά μήπως θα ήταν καλύτερα να τα παρατήσει και να φύγει από εκεί μέσα, ικανοποιημένος με τα λίγα που βρήκε (λίγα σε σύγκριση με αυτά που θα μπορούσε να βρει) και χωρίς να μάθει τι συνέβαινε πραγματικά. Αυτή η τακτική όμως δεν ταίριαζε στον χαρακτήρα του Σάντικ. Μπορεί μερικές φορές να φαινόταν απρόσεκτος, αλλά κατά τα άλλα είχε επίγνωση των δυνατοτήτων του και πίστευε πως θα μπορούσε να εξερευνήσει για λίγο ακόμα χωρίς ιδιαίτερο κίνδυνο. Θα ήθελε να δει τι ήταν αυτό που κουβαλούσε ο γέρος, ακόμα και αν δεν κατάφερνε τελικά να το κλέψει. Ήθελε να γνωρίζει τις πιθανότητες και αφού έβλεπε τι ακριβώς συμβαίνει, θα αποφάσιζε τότε ποιος θα ήταν ο καλύτερος τρόπος να φερθεί, αλλά όχι νωρίτερα. Δεν του άρεσε να τον παρασέρνουν οι υποψίες του και να χάνει ευκαιρίες μόνο γι’ αυτό το λόγο. Κυρίως όμως ήταν περίεργος. Ήθελε να καταλάβει τι είχε συμβεί εκεί μέσα, ακόμα κι αν έριχνε μόνο μια κλεφτή ματιά και μετά έφευγε τρέχοντας.

Ο Σάντικ είχε μπλεχτεί στα χίλια κέρατα του Ανγκράμπα και κάθε λεπτό που περνούσε μπλεκόταν ακόμα περισσότερο. Προχωρούσε στο διάδρομο, αθόρυβος σαν τη ανάσα του ανέμου πάνω από τις σκεπές, ελέγχοντας προσεκτικά όλα τα δωμάτια στο διάβα του. Μερικά ήταν κλειδωμένα και όταν παραβίασε τις κλειδαριές είδε πως απλώς ήταν άδεια και καθαρά, περιμένοντας κάποιον να περάσει μια νύχτα μέσα τους. Σε κανένα δωμάτιο δε βρήκε τον ενοικιαστή του. Ακόμα κι αν έβρισκε ένα πτώμα με ένα μαχαίρι στην πλάτη, θα μπορούσε να νοιώσει καλύτερα, αφού θα είχε τουλάχιστον μια αίσθηση για το τι συνέβη. Αυτή η απουσία ανθρώπων και εξηγήσεων τον έκανε να αισθάνεται τρομερά άβολα, αφού δεν ήξερε τι να υποθέσει.

Είχαν περάσει περίπου σαράντα λεπτά από τότε που μπήκε από το παράθυρο και είχε ξεχάσει εντελώς το Ναράμονα. Ήταν ίσως σφάλμα του, επειδή ο νεαρός δεν είχε την απαραίτητη υπομονή να περιμένει το Σάντικ για να μπει μέσα, αλλά ο κλέφτης μέσα στην προσπάθειά του να βρει κάποιο ίχνος για την απουσία οποιουδήποτε στο πανδοχείο, τον είχε ξεχάσει εντελώς.

Στην έβδομη πόρτα που δοκίμαζε να ανοίξει κοντοστάθηκε. Υπήρχε μια απροσδιόριστη μυρωδιά που έβγαινε από τη χαραμάδα, κάτι που έμοιαζε με θυμίαμα ή με ξερά φύλλα που καίγονταν. Ο Σάντικ προσεκτικός όσο δεν έπαιρνε και αθόρυβος όσο η ανάσα των σκιών, την άνοιξε τόσο αργά που αν κάποιος δεν την παρατηρούσε προσεκτικά, δε θα καταλάβαινε πως κινούνταν. Όταν η πόρτα άνοιξε η μυρωδιά του δωματίου ξεχύθηκε στο διάδρομο. Ήταν μυρωδιά θυμιάματος, όπως είχε μαντέψει. Ήταν επίσης και μυρωδιά καμένων βοτάνων. Ο Σάντικ την ήξερε αυτή τη μυρωδιά, ήταν τόσο χαρακτηριστική που του έφερνε αναμνήσεις. Ήταν η μυρωδιά που πότιζε τις ρόμπες των μάγων ή τα ρούχα των κληρικών. Δεν ήξερε ακόμα αν το δωμάτιο ήταν του γέρου ή όχι, αλλά μάλλον όποιος κι αν ήταν ο ένοικος είχε κάνει την προσευχή στο θεό του ή ότι τέλος πάντων ήταν αυτό που είχε κάνει, σχετικά πρόσφατα, αν έκρινε από την ένταση του αρώματος. Όταν άνοιξε την πόρτα καλύτερα όμως και πήρε μια – δυο ανάσες από τον αέρα του δωματίου διέκρινε και μια άλλη μυρωδιά πίσω από τα αρώματα. Ήταν αχνή και σχεδόν απροσδιόριστη, αλλά ήταν εκεί. Κολλούσε στις υπόλοιπες σαν παράσιτο και έκανε αισθητή την παρουσία της, όχι αμέσως, αλλά σιγά – σιγά, λες και ήθελε να εδραιωθεί καλά και να γίνει απόλυτα αντιληπτή από αυτόν που τη μύριζε. Ήταν μια μυρωδιά τύμβου. Παλιά σκόνη, σαπισμένη σάρκα και μουχλιασμένες γάζες. Μια αναγουλιαστική μυρωδιά που έπαιζε με τον τρόμο και τον προκαλούσε να σαλέψει για λίγο τα πλοκάμια του.

Ο Σάντικ άνοιξε αρκετά την πόρτα για να ρίξει μια ματιά στο δωμάτιο. Δεν υπήρχε κανένα φως, όπως ούτε και πουθενά αλλού άλλωστε, αλλά οι κουρτίνες ήταν τραβηγμένες και μπόρεσε να δει πως αυτό ήταν το δωμάτιο που έψαχνε. Στο κέντρο του δωματίου υπήρχε ένα τραπεζάκι, πάνω στο οποίο ήταν τέσσερα κεριά, λιωμένα και σβηστά τώρα και τρία θυμιατά, από τα οποία μάλλον προήλθε το άρωμα που πότισε το χώρο. Στο κέντρο του τραπεζιού, ανάμεσα σε όλα αυτά βρισκόταν μια χρυσή λάρνακα. Το ελάχιστο φως που έμπαινε από το παράθυρο δεν την αδικούσε καθόλου. Είχε το πιο καθαρό χρώμα χρυσού που είχε δει ποτέ ο Σάντικ και αντανακλούσε πάνω της το φως των άστρων. Δυο τεράστια πετράδια στόλιζαν το καπάκι και έκοβαν την εικόνα του δωματίου σε χιλιάδες αντανακλάσεις.

Ο Σάντικ ξέχασε όλους τους φόβους του μονομιάς, ακόμα και εκείνη την περίεργη μυρωδιά. Δεν τον ένοιαζε πια που δεν είχε συναντήσει ψυχή ακόμα, απλώς είχε μείνει να κοιτάζει μαγεμένος τη λάρνακα με το ύφος υπνωτισμένου ή πεινασμένου που αντικρίζει ένα τεράστιο τραπέζι με ένα πλουσιοπάροχο γεύμα. Ήθελε να κρατήσει αυτό το κουτί στα χέρια του, χωρίς να τον νοιάζει ποιανού είναι ή τι μπορεί να έχει μέσα. Ο Σάντικ μπορεί να προσπαθεί να είναι πάντα προσεκτικός σε αυτό που κάνει, αλλά γενικά έχει το ελάττωμα της απληστίας. Δε μπορεί να αντισταθεί σε κάτι όμορφο και ακριβό, όπως ένας αλκοολικός δε μπορεί να αντισταθεί σε ένα “ακόμα ένα ποτό”. Ίσως κάποια στιγμή της ζωής του η αδυναμία του αυτή να του δημιουργήσει πρόβλημα, αλλά προτιμούσε να παραβλέψει αυτή την πιθανότητα και να ασχοληθεί με ένα θέμα κάθε φορά.

Μισομπήκε στο δωμάτιο και έμεινε εντελώς ακίνητος για πέντε λεπτά, να καταλάβει αν βρισκόταν κάποιος άλλος εκεί μέσα. Τίποτα. Καμία κίνηση, κανένας θόρυβος, ούτε καν μια ανάσα. Είχε τόση ησυχία που μπορούσε να ακούσει καθαρά τους διαβάτες που πέρναγαν από το δρόμο έξω από το πανδοχείο. Για μια στιγμή θυμήθηκε το συναίσθημα που του είχε δημιουργήσει το μέρος και αποφάσισε να μην προχωρήσει αν δε βεβαιωνόταν εντελώς πως δεν υπήρχε κανείς εκεί μέσα.
«Υπηρεσία δωματίων!» Είπε. «Ήρθα να πάρω τα σκουπίδια σας...»
Καμιά απάντηση. Προφανώς, σκέφτηκε, ότι είχε συμβεί με τους υπόλοιπους ένοικους είχε συμβεί και στο γέρο.
Μπήκε μέσα.
Τα μάτια του είχαν στυλωθεί στο χρυσό κουτί που βρισκόταν επάνω στο τραπεζάκι και γυάλιζαν από απληστία. Ήταν τα μάτια ενός υπνωτισμένου, κάποιου που δε μπορεί να τραβήξει το βλέμμα του μακριά από εκεί που του υποδεικνύουν. Στεκόταν και παρατηρούσε τη λάρνακα μαγεμένος από την τελειότητα των σκαλισμάτων επάνω της και κυρίως από τα δυο τεράστια πετράδια που στόλιζαν το καπάκι. Μέσα της υπήρχαν κάποια ίχνη από σκόνη ή στάχτη και φαντάστηκε πως από εκεί προερχόταν εκείνη η μυρωδιά που τον είχε ενοχλήσει πιο πριν. Έφερε τα χέρια του στις άκρες του χρυσού κουτιού, αλλά δε μπορούσε να το αγγίξει, φοβόταν πως θα μόλυνε με τη βρωμιά τους την καθαρότητα του χρυσού. Αυτό που ήταν μπροστά του, του φαινόταν σαν κάτι τέλειο που δε θα ήθελε να το λερώσει.
«Ψάχνεις κάτι;»
Όλες οι τρίχες στο σβέρκο του Σάντικ ορθώθηκαν μονομιάς και ένα ρίγος σκαρφάλωσε στην πλάτη του μόλις άκουσε τη φωνή από τη γωνία του δωματίου. Αυτός που του μίλησε έκανε ένα βήμα μπροστά και του Σάντικ του φάνηκε πως τον γεννούσαν οι ίδιες οι σκιές. Ήταν ο γέρος, αυτός που είχε ακολουθήσει το απόγευμα ως το πανδοχείο, αυτός που σκόπευε να ληστέψει.
Ο Σάντικ ήταν έτοιμος να καταπιεί για να υγράνει το λαιμό του και από την τρομάρα του, του κόλλησε το σάλιο στο λαρύγγι.
«Εχχχκκκκ....» ήταν το μόνο που μπορούσε να πει.
«Πώς ήρθες εδώ;»
«Τι;»
«Μα τα χίλια κέρατα του Ανγκράμπα, δεν είσαι ένοικος του πανδοχείου...»
Ο Σάντικ είχε αρχίσει να κάνει μικρά βήματα προς τα πίσω, προσπαθώντας να φτάσει την πόρτα.
«Ποιανού τα κέρατα;»
«Δε ξέρεις τον Ανγκράμπα άπιστε;»
«Καλέ μου κύριε» έκανε ο Σάντικ με ένα ύφος δουλικότητας «δε ξέρω γιατί πράγμα μιλάτε, εγώ είμαι από το... το...»

Ο γέρος είχε κάνει μερικά βήματα μπροστά και το φως του Λάεβωρ που έμπαινε από το παράθυρο φώτιζε λίγο καλύτερα τα χαρακτηριστικά του. Φορούσε ακόμα τα ίδια ρούχα με τα οποία τον είχε δει να μπαίνει στην πόλη ο Σάντικ νωρίτερα, τα κουρέλια δηλαδή, και δε φαινόταν να έχει μπει στον κόπο να χρησιμοποιήσει το λουτρό του πανδοχείου.
«... το, το προσωπικό του πανδοχείου και...»
Τώρα που τον κοίταγε κατάματα διαπίστωσε πως ο γέρος είχε μια περίεργη έκφραση στο πρόσωπό του, μια έκφραση τρέλας θα μπορούσε να πει κανείς. Κάποιες στιγμές το δεξί μέρος του προσώπου του συσπώταν από ένα τικ που του έδινε μια περισσότερο απειλητική όψη.
«...και, και...» διαπίστωσε πως δε μπορούσε να αντισταθεί στον πειρασμό να κάνει ένα σχόλιο «... πάντως θα πρέπει να είναι πολύ θυμωμένος με τη γυναίκα του.»
«Τι πράγμα;»
«Ο Ανγκράμπα, με χίλια κέρατα στο κεφάλι, θα πρέπει να είναι πο...»
«ΣΩΠΑ ΒΛΑΣΤΗΜΕ!» ο γέρος έκανε μια απότομη κίνηση εμπρός και ο Σάντικ από το ξάφνιασμά του πετάχτηκε πίσω, χτυπώντας με τη πλάτη του την ανοιχτή πόρτα. Γύρισε το κεφάλι του για να τη δει να κλείνει.
«Ο Ανγκράμπα είναι ο μόνος ισχυρός θεός, ισχυρότερος ακόμα και από τους τρεις που έχουν θρονιαστεί στα φεγγάρια μας! Ο Ανγκράμπα δεν έχει κατοικία, βρίσκεται παντού και έχει ισχύ σε όλους, πιστούς και άπιστους!»
«Ότι πεις, ότι πεις, μα τα χίλια κέρατα του Ανγκράμπα, ότι πεις.»
«Γιατί είσαι εδώ;» ο γέρος τον κοιτούσε με ένα βλοσυρό ύφος.
Ο Σάντικ δε μπορούσε να σκεφτεί τίποτα πιστικό να απαντήσει.
«Μπορεί να μην τον ξέρεις, αλλά έχεις μπλεχτεί στα χίλια του κέρατα...»
Ο κλέφτης προσπαθούσε να υπολογίσει πόσο χρόνο θα του έπαιρνε να γυρίσει, να ανοίξει την πόρτα και να φύγει από εκεί που ήρθε, αλλά με τα πόδια στην πλάτη.
«Ούθεγκαρ;»
«Τι πράγμα;»
«Όχι δε μπορεί να είσαι αυτός.» συνέχισε το παραλήρημά του ο γέρος. «Δε θα διάλεγε μια τόσο ποταπή μορφή.»
«Συγνώμη κύριε...» έκανε μια μικρή παύση μπας και ο γέρος αποφάσιζε να του πει το όνομά του, αλλά αφού δεν έγινε κάτι τέτοιο συνέχισε. «Ψάχνω να βρω ένα φίλο μου, μάλλον έκανα λάθος τα δωμάτια. Φαίνεται σαν να έχουν φύγει όλοι από το πανδοχείο.»
Ο γέρος τον κοίταξε σαν να ζύγιαζε τα λόγια του για να δει αν του έλεγε ψέματα. Ο Σάντικ μέτρησε τρεις συσπάσεις του προσώπου του μέχρι να του απαντήσει.
«Μα είναι όλοι εδώ.» είπε με ήρεμη φωνή ο γέρος. «Είναι όλοι κάτω, στη σάλα.»
Ο γέρος δε φαινόταν να απασχολείται από το παράλογο των λόγων του Σάντικ, κάτι που ο κλέφτης το πρόσεξε και του έκανε εντύπωση. Όταν είχε μπει στο δωμάτιο είχε πει πως είχε έρθει να πάρει τα σκουπίδια.
«Μα... Δεν είναι κανείς κάτω.»
«Ω, μα είναι κάτω, σίγουρα. Έψαξες καλά;»
Ο Σάντικ ξεροκατάπιε. «Μάλλον δεν έψαξα καλά, ε;»
«Ναι, αυτό είναι.» ο γέρος φάνηκε να ηρεμεί και μια δόση χαράς φάνηκε στο πρόσωπό του. Ο κλέφτης δεν ήξερε πως να το πάρει αυτό. «Είναι κάτω, όλοι ήταν κάτω, τους κράταγε συντροφιά ο γιος μου.»
Ποιος; Σκέφτηκε ο Σάντικ και ανατρίχιασε. «Μάλλον θα πρέπει να πάω να ρίξω μια ματιά...»
«Ναι, ναι, σίγουρα, ναι. Αυτό πρέπει να κάνεις, ναι. Με συγχωρείς που δε θα έρθω μαζί σου, ε, είμαι κατάκοπος.»
«Δε πειράζει, καληνύχτα σας.» είπε ο Σάντικ και γύρισε να ανοίξει την πόρτα.
«Μην ανησυχείς, θα πω στο γιο μου να έρθει να σας κρατήσει παρέα.» είπε ο γέρος τη στιγμή που ο Σάντικ τύλιγε τα δάχτυλά του γύρω από το πόμολο.
«Θα χαρώ πολύ.» είπε ενώ σταγόνες κρύου ιδρώτα κυλούσαν στο μέτωπό του. Αυτή η κατάσταση ήταν παράξενη. Πολύ παράξενη. Απορούσε με τον εαυτό του γιατί δεν είχε αρχίσει να ουρλιάζει από την τρομάρα του ακόμα. Ένα πράγμα ήταν απόλυτα καθαρό στο μυαλό του: Δεν ήθελε να συναντήσει το γιο του γέρου όποιος κι αν ήταν, ότι κι αν ήταν αυτός.

Άνοιξε την πόρτα και βγήκε αργά, προσπαθώντας να κρύψει το φόβο του και να φερθεί φυσιολογικά. «Καληνύχτα και πάλι.» είπε, ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στο δωμάτιο. «Μμμμμ...» είπε ο γέρος. Καθόταν πίσω από το τραπεζάκι με τη λάρνακα τώρα και χάιδευε τη χρυσή της επιφάνεια. Πριν κλείσει την πόρτα πίσω του είδε τα κεριά πάνω στο τραπεζάκι που περιστοίχιζαν το χρυσό κουτί να ανάβουν μόνα τους. Προσποιήθηκε ότι δεν το κατάλαβε και έκλεισε την πόρτα τελείως. Τι στη Γέενα συμβαίνει εδώ; αναρωτήθηκε. Μόλις τώρα διαπίστωσε πως η καρδιά του χτυπούσε τόσο δυνατά που πήγαινε να σπάσει και ένοιωθε το αίμα να σφυροκοπά στη φλέβα του λαιμού του. Αυτό που τον ενοχλούσε, αυτό που τον τρέλαινε ήταν πως ουσιαστικά δεν υπήρχε απτός λόγος που ένοιωθε έτσι, δεν υπήρχε κάτι συγκεκριμένο που τον τρόμαζε. Ο φόβος που είχε φωλιάσει μέσα του ήταν παράλογος και είχε γεννηθεί από κάτι απροσδιόριστο.

Βρισκόταν λίγα βήματα από τις σκάλες που οδηγούσαν πάνω, στο δεύτερο όροφο, αλλά και κάτω στη σάλα του πανδοχείου και τα νεύρα του ήταν τόσο τεντωμένα που κοιτούσε επίμονα τις σκιές, λες και θα μπορούσε με τη δύναμη της θέλησης και μόνο να τις διαλύσει και να διακρίνει κάτι ώστε να κατευνάσει αυτό που ένοιωθε.
«Το ξέρω ότι θα το μετανιώσω αυτό.» μουρμούρισε καθώς με τρεμάμενα χέρια έψαχνε σε μια εσωτερική τσέπη του για να βρει μερικά πυρόξυλα. «Το ξέρω ότι θα το μετανιώσω, το ξέρω.» Είχε σκοπό να ανάψει μια από τις λάμπες του διαδρόμου για να διαλύσει λίγο το σκοτάδι, αφού το φως που έμπαινε από το παράθυρο στο βάθος του διαδρόμου του φαινόταν τόσο αδύναμο που άρχιζε να αισθάνεται ασφυξία.

Μόλις που μπορούσε να διακρίνει τη τελευταία λάμπα του διαδρόμου, λίγο πριν το πλατύσκαλο. Σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών του και έβγαλε το γυαλί της. Έπιασε ένα πυρόξυλο και το έτριψε στον τοίχο. Σπίθες διέτρεξαν τη διαδρομή του ξύλου καθώς αυτό σερνόταν στην ακριβή πέτρα του τοίχου, στον πρώτο όροφο του πανδοχείο “Ανατέλλων Άστρο” και αμέσως το φως έδειξε την υπεροχή του πάνω στο σκοτάδι, δημιουργώντας μέσα του ένα μικρό θύλακα φωτός και κάνοντας τις σκιές να σαλέψουν. Μια μικρή φλόγα γεννήθηκε από το μίγμα των αλχημιστών και άρχισε να τρέφεται από το μικρό ξύλο, μετέτρεπε την ποθητή γι’ αυτή ύλη σε κάρβουνο, αλλά έδινε και κάτι σε αντάλλαγμα, έδινε θερμότητα, αλλά και φως, το κοκκινοκίτρινο, θερμό φως της φωτιάς. Ήταν μια λάμψη που βρέθηκε ξαφνικά μέσα στο σκοτάδι του διαδρόμου και αποφάσισε να απλωθεί ως εκεί που μπορούσε. Έπεσε πάνω στο ξύλο της σκάλας και γέννησε σκιές όπου συναντούσε εμπόδιο από τα κάγκελα, χτυπούσε στο προστατευτικό γυαλί από τις λάμπες πετρελαίου που βρίσκονταν στο μήκος του διαδρόμου και δημιουργούσε αντανακλάσεις, μικρές λάμψεις, αδύναμες αδελφές της μικρής φλόγας. Έπεσε πάνω στις πέτρες του τοίχου, αλλά και στις ταπετσαρίες που τον στόλιζαν, δίνοντας τους μια όψη που το φως του φεγγαριού δε μπορούσε προηγουμένως. Τους έδωσε χρώμα και ο άνθρωπος που είχε ανάψει αυτή τη μικρή φωτιά μέσα στο σκοτάδι του διαδρόμου, είδε τελικά πως ήταν ακριβές, στολισμένες με χρυσά κεντήματα και στολίδια, αλλά πως το κύριο χρώμα τους ήταν το κόκκινο. Απαλό κόκκινο, όχι επιθετικό σαν αυτό της φωτιάς, αλλά κόκκινο του αίματος. Οι ταπετσαρίες διέτρεχαν τους τοίχους του διαδρόμου, αλλά στόλιζαν και την καμπύλη του τοίχου μέσα στην οποία ήταν η σκάλα. Και το χρώμα τους, το κόκκινο χρώμα τους, έμοιαζε να είναι προέκταση αυτού που βρισκόταν κοντά στο πλατύσκαλο του ορόφου.

Το άψυχο σώμα είχε παγώσει σε μια έκφραση αγωνίας και τρόμου, ενώ είχε απλωμένο το αριστερό του χέρι προς το πλατύσκαλο, αναζητώντας μια βοήθεια που ποτέ δεν ήρθε. Το δεξί του μάγουλο ήταν σκαμμένο από βαθιές ουλές, έμοιαζε σαν πελώρια νύχια να το είχαν χαράξει. Το δεξί του χέρι έλειπε, όπως και σχεδόν ολόκληρο το υπόλοιπο σώμα από τη μέση και κάτω. Αυτό που είχε απομείνει ήταν μια τρομερή πληγή από κατακρεουργημένη σάρκα και κομμάτια κόκαλου. Το πρόσωπό του, το χέρι που ικέτευε, αλλά και η σκάλα από το σημείο αυτό μέχρι και κάτω ήταν κόκκινα, βαμμένα στο αίμα. Αίμα που είχε κυλήσει άφθονο και στόλιζε τη σκάλα σαν ένα μεγάλο κόκκινο χαλί, στο ίδιο χρώμα με τις ταπετσαρίες στους τοίχους.
Το φως άρχισε να αποτραβιέται προς την πηγή του, έγινε αδύναμο και τέλος χάθηκε, τόσο ξαφνικά όσο είχε εμφανιστεί.
Ο Σάντικ θυμήθηκε να αναπνεύσει ξανά και ανοιγόκλεισε δυο φορές τα μάτια του όταν κατάλαβε πως το πυρόξυλο του έκαψε τα δάχτυλα.
Στο τελευταίο τραιμοπαίξιμο της φωτιάς του είχε φανεί πως είδε κάτι να κινείται στον κάτω όροφο.
Όπως γίνεται συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις που το ένστικτο ενεργεί γρηγορότερα από τον εγκέφαλο, ο Σάντικ άρχισε να τρέχει προς το ανοιχτό παράθυρο πριν προλάβει καν να το σκεφτεί. Δεν τον ένοιαζε πλέον να μη κάνει θόρυβο και το τρέξιμό του αντηχούσε στους κρύους, νεκρούς τοίχους του πανδοχείου που πλέον φάνταζε σαν ένας τεράστιος τύμβος στο μυαλό του.
Έφτασε στο παράθυρο και πήδηξε κάτω, χωρίς να νοιάζεται για το αν θα χτυπήσει ή όχι. Η πρόσκρουση με το έδαφος ήταν οδυνηρή, αλλά παρά την ηλικία του ήξερε ακόμα πως να μετατοπίζει το κέντρο βάρος του σε τέτοιες περιπτώσεις και να ελέγχει την πτώση, οπότε δε χτύπησε άσχημα.
Τώρα που βρέθηκε έξω, ένοιωσε αμέσως καλύτερα, σαν όλη αυτή την ώρα να βρισκόταν μέσα στην επήρεια μιας κακόβουλης αύρας, που τα όριά της ήταν η τοίχοι του πανδοχείου. Ο περίεργη αίσθηση μιας επικείμενης απειλής που είχε θρονιαστεί μέσα του από τη στιγμή που πάτησε το πόδι του στον καταραμένο διάδρομο άρχισε να διαλύεται.
«Στην άβυσσο του Σαρχάντιν όλοι σας!» ξεστόμισε προς το Ανατέλλων Άστρο.

Όταν ηρέμησε λίγο ακόμα, καταρχάς μετάνιωσε που είπε φωναχτά το όνομα του σκοτεινού Θεού και ύστερα κάτι άρχισε να τον ενοχλεί, κάτι ήταν λάθος. Κάτι που έπρεπε να υπάρχει εδώ, έλειπε.
«Ναράμονα!» ψιθύρισε στο σκοτάδι, όταν θυμήθηκε το νεαρό που θα έπρεπε να τον περιμένει σε αυτό το σημείο.
«Ναράμονα! Που είσαι άχρηστο κορμί;»
Η απάντηση του ήρθε σχεδόν αμέσως, αλλά δεν ήταν ακριβώς αυτή που περίμενε. Μια κραυγή εισχώρησε στους νυχτερινούς ήχους της πόλης, μια κραυγή που ερχόταν μέσα από το πανδοχείο. Μια κραυγή πανικού, μια κραυγή κάποιου που αντικρίζει κάτι τρομερό, η τελευταία κραυγή ενός ανθρώπου που έρχεται αντιμέτωπος με το χαμό του.
Ο επόμενος ήχος στον οποίο έδωσε προσοχή ο κλέφτης ήταν το χαρακτηριστικό ποδοβολητό των Θρυώνων καθώς οι βαριές μεταλλικές μπότες τους χτυπούσαν τον πλακόστρωτο δρόμο.

Πέντε άδεια ποτήρια ήταν πάνω στο τραπέζι και ένα έκτο με αφρισμένη μπύρα μόλις ερχόταν. Μετά από πέντε μπύρες του Γκάζιμ το μυαλό αρχίζει και μουδιάζει, τα περιγράμματα του τριγύρω κόσμου γίνονται λιγάκι πιο αχνά και τα πάντα φαίνονται απλούστερα, χωνεύονται πιο εύκολα.
«Ελπίζω να έχεις να πληρώσεις για όλα αυτά.» του είπε μια από τις υπαλλήλους του μαγαζιού, που παρεμπιπτόντως θα χρειάζονταν πάρα πολλές μπύρες παραπάνω για να γίνουν πιο αχνά τα δικά της περιγράμματα, αφήνοντας το ποτήρι στο τραπέζι.
«Ξέρεις τι λέω εγώ;» είπε χτυπώντας ένα χρυσό φεγγάρι στο γεμάτο γραντζουνιές ξύλο. «Λέω να πας να βγάλεις το σκασμό ή να ψοφήσεις. Δε με νοιάζει, αρκεί να συνεχίσουν να έρχονται ποτήρια, μα τα χίλια κέρατα του Ανγκράμπα!»
Η ελλείψει διαφορετικού είδους πελατείας σερβιτόρα προσπάθησε να κάνει κάποιο ανάλογο μορφασμό, αλλά το χρυσό νόμισμα στο τραπέζι της προκάλεσε ένα βλέμμα απληστίας που διασκέδασε τον κοντό άντρα.

Ο Σάντικ διέθετε μια ιδιαίτερη ικανότητα. Μια ικανότητα που, με τον τρόπο ζωής που έκανε και στο μέρος αυτό της πόλης που ζούσε, του ήταν απαραίτητη και της όφειλε τη ζωή του μέχρι στιγμής. Έδινε πολλές φορές συγχαρητήρια στον εαυτό του για την ικανότητα αυτή και πίστευε πως τελικά ήταν κάτι παραπάνω από αυτό, ήταν μια τέχνη. Η τέχνη του να παραμένει ακίνδυνος. Είχε μπλεχτεί σε διάφορες σκοτεινές δουλειές, είχε κάνει πράγματα που θα μπορούσαν να του εξασφαλίσουν μια ισόβια θέση στα μπουντρούμια, στην καλύτερη περίπτωση ή στα εργαστήρια της Βασίλισσας στη χειρότερη, αλλά αυτός ήταν εδώ αυτή τη στιγμή, στην ταβέρνα του Γκάζιμ αποφασισμένος να μεθύσει, χωρίς να έχει κάτι σημαντικό να φοβάται για το άμεσο μέλλον. Ήταν ακίνδυνος προς τη Βασίλισσα και τους Θρύωνες, ακίνδυνος προς τη φρουρά, ακίνδυνος ακόμα και προς τη συντεχνία των κλεφτών της δυτικής Ντάσχαν.

Η τέχνη του να παραμένει ακίνδυνος αφορούσε το να καταφέρνει να είναι κάθε στιγμή υπεράνω υποψίας για οτιδήποτε. Ένας καλός κλέφτης θα αρκούνταν στο γεγονός να μην υπάρχουν στοιχεία εναντίον του. Στο Σάντικ όμως δεν αρκούσε μόνο αυτό, ήξερε πως ακόμα και μια υποψία θα μπορούσε να είναι μοιραία εδώ στη νήσο Ντάσχαν.

Σήμερα, αν και όχι εξολοκλήρου λόγω δικών του πράξεων, είχε καταφέρει να φτάσει ξανά σε αυτήν την κατάσταση. Δεν ήξερε τι ακριβώς είχε συμβεί σε εκείνο το πανδοχείο και εδώ που τα λέμε, ούτε και θα ήθελε να μάθει. Ήταν όμως σίγουρος πως ότι κι αν έβρισκαν οι Θρύωνες όταν έμπαιναν μέσα, τίποτα δε θα συνδεόταν μαζί του. Ακόμα και ο μεγαλύτερος κίνδυνος που τον ακολουθούσε τον τελευταίο χρόνο βρισκόταν τώρα μέσα στο Ανατέλλων Άστρο μαζί με το γέρο και τον παράξενο γιο του.

Ο Ναράμονας ήταν νεκρός και κατεβάζοντας μεγάλες γουλιές ο Σάντικ προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του πως αυτό το γεγονός ήταν ουσιαστικά κάτι καλό γι’ αυτόν. Ο ανόητος είχε μπει στο πανδοχείο χωρίς να περιμένει ειδοποίηση από τον Σάντικ! Αν ήταν μια οποιαδήποτε άλλη μέρα και στο πανδοχείο δεν είχαν γίνει όσα έγιναν μπορεί να τους τσακώνανε και τους δύο, μόνο και μόνο από αυτή τη βλακεία. Λοιπόν, δε μπορούσε να ρίξει το φταίξιμο για αυτό που έπαθε ο Ναράμονας σε κανέναν, παρά μόνο στον ίδιο το Ναράμονα. Ότι κι αν έπαθε το προκάλεσε ο ίδιος στον εαυτό του. Όμως αυτό το ποτήρι πρέπει να ήταν μικρότερο από τα άλλα, γιατί φάνηκε στον κλέφτη πως τελείωσε πιο γρήγορα. Ο Σάντικ δεν ήθελε να πεθάνει ο Ναράμονας. Ήθελε απλά να τον ξεφορτωθεί.
«Γκάζιμ! Έχεις τόσους πολλούς πελάτες που τέλειωσε η μπύρα;» φώναξε.

Σε όλο το δρόμο από το μέρος εκείνο μέχρι τη ταβέρνα του Γκάζιμ προσπαθούσε να σκεφτεί αν υπήρχε τρόπος να βοηθήσει το νέο τη στιγμή που τον άκουσε να φωνάζει. Δε μπορούσε όμως. Ακόμα και να μπορούσε να αντιμετωπίσει αυτό που ήταν μέσα στο πανδοχείο, δε θα μπορούσε να ανέβει πάλι στο παράθυρο χωρίς βοήθεια, ενώ οι Θρύωνες είχαν φτάσει πολύ γρήγορα. Αν δεν έφευγε ή θα πάθαινε αυτό που έπαθε ο Ναράμονας ή θα τον έπιαναν οι φρουροί. Έλπιζε να πνίξει τις αμφιβολίες του στο ποτό του Γκάζιμ και πίστευε πως θα τα κατάφερνε. Τις σκέψεις του διέκοψαν δυο γεμάτα ποτήρια μπύρας που ήρθαν να κάνουν παρέα στα άλλα έξι άδεια.
«Γιορτάζεις κάτι;» τον ρώτησε ο άντρας που έκατσε στο τραπέζι του Σάντικ και του πρόσφερε το ένα ποτήρι.
«Μάλλον... Μάλλον ναι, μα τα χίλια κέρατα του Ανγκράμπα, ναι.» είπε ο Σάντικ προσπαθώντας να εστιάσει καλύτερα για να δει ποιος ήταν αυτός που είχε φέρει τα ποτά.
«Γκραβ;»
«Ήθελα να σου μιλήσω νωρίτερα, αλλά έφυγες βιαστικός. Ποιο είναι το γεγονός;»
«Κάποιος είναι εκεί που θα μπορούσα να είμαι» του απάντησε ο Σάντικ σηκώνοντας το ποτήρι «και εγώ είμαι εδώ και μεθάω.»
«Μια καλή πρόποση.» είπε ο Γκραβ γελώντας και σήκωσε και αυτός το δικό του ποτήρι.
«Να σου πω.» είπε ο Σάντικ αφού ήπιαν. «Πες τι θες τώρα, γιατί αν μου το πεις μετά δε θα το θυμάμαι.»
«Μα γιατί νομίζεις πως θέλω κάτι; Μπορεί απλά να ήρθα να πιω ένα ποτό μαζί σου.»
«Βρες ένα βόθρο και βούτα μέσα!»
Ο Γκραβ άρχισε να γελάει. «Κάτι τέτοιο σκοπεύω να κάνω! Άνθρωπέ μου, το πέτυχες με τη μία.»
«Κοίτα, άλλη φορά να μη πίνεις τίποτα άλλο εδώ μέσα εκτός από μπύρα. Τη μπύρα τη φτιάχνει ένας νάνος και τη φέρνει στο Γκάζιμ, τον ξέρω. Τα άλλα ποτά απλά σου καίνε το μυαλό.»
«Όχι, όχι, σοβαρά τώρα. Ρώτησα τριγύρω και μου είπαν πως είσαι καλός με τις κλειδαριές.»
«Ναι;»
«Ναι. Και ξέρεις να προσέχεις όταν τις ανοίγεις.»
«Μάλλον.»
«Ετοιμάζω κάτι...»
«Όχι.» είπε ο Σάντικ και ήπιε δυο μεγάλες γουλιές.
«Όχι; Δε θες να το ακούσεις καν;»
«Ε, άμα θες πες το.»
«Είναι για το σπίτι ενός μάγου...»
«Σίγουρα όχι! Άκου σπίτι μάγου!»
Και ο Σάντικ ήταν έτοιμος να στείλει το Γκραβ στη Γέενα, αλλά αντί γι’ αυτό άρχισε να γελάει φωναχτά και παράγγειλε κι άλλη μπύρα για αυτόν και το φίλο του, όταν ο Γκραβ του είπε:
«Ξέρω πως ακούγεται, αλλά έχω ένα σχέδιο που θα μας επιτρέψει να παραμείνουμε ακίνδυνοι.»

Το κεφάλι του Άζκον πήγαινε να σπάσει. Είχε προλάβει να κοιμηθεί μόνο δύο ώρες και με αυτό το χαμό που είχε να αντιμετωπίσει η προοπτική να κοιμηθεί ξανά σύντομα φαινόταν πολύ μακρινή. Στα χέρια του κρατούσε την αναφορά των Θρυώνων που είχαν μπει πρώτοι στο πανδοχείο και το βιβλίο με τις υπογραφές των ενοίκων. Και τι δε θα έδινε να είχαν προλάβει τους Θρύωνες οι δικοί του άντρες. Δεν είχε δει ακόμα πως ήταν η κατάσταση, αλλά περίμενε πως οι ηλίθιοι βασιλικοί φρουροί θα είχαν ανακατώσει τόσο πολύ το μέρος που η έρευνα θα γινόταν ακόμα δυσκολότερη.
«Και είναι τόσο άσχημα;» ρώτησε.
Ο στρατιώτης που καθόταν σε μια από τις καρέκλες του γραφείου του ήταν χλωμός και φαινόταν έτοιμος να κάνει εμετό.
«Χειρότερα από όσο φαντάζεστε κύριε. Η λίστα με τις υπογραφές δε θα μας χρησιμεύσει καθόλου. Δε νομίζω να μπορέσουμε να καταλάβουμε πόσοι είναι οι νεκροί.»
«Και αυτό που μου είπες για τον πρώτο όροφο;»
«Ναι, υπήρχαν ματωμένες πατημασιές που οδηγούσαν σε ένα παράθυρο και βρέθηκαν μερικά δάχτυλα...» ο στρατιώτης στη σκέψη αυτού που είχε βρει ένοιωσε το στομάχι του να διαμαρτύρεται.
«Δηλαδή μπορεί κάποιος να γλίτωσε.»
«Ε, μάλ...»
«Τσακίσου τότε να οργανώσεις την έρευνα! Και άνθρωπέ μου, πήγαινε να ρίξεις λίγο νερό στο πρόσωπό σου!»

Η κίνηση στους δρόμους της Ντάσχαν ξεκινά με το πρώτο φως του Άστρου. Στη μεγάλη πλατειά γέφυρα που συνδέει τη Ντάσχαν με τη στεριά υπάρχει πάντα κίνηση, καθώς διάφοροι έμποροι ετοιμάζουν τους πάγκους με τις πραμάτειες τους, ταξιδιώτες ξεκινάν προς τα δυτικά, και άλλοι έρχονται προς τη μεγάλη πόλη. Είναι εκείνη η ώρα που οι λωποδύτες της δυτικής Ντάσχαν πάνε για ύπνο, ενώ οι υπόλοιποι κάτοικοι ετοιμάζονται για άλλη μια μέρα εργασίας. Στη γέφυρα υπάρχει κίνηση, αλλά οι άνθρωποι που τη διασχίζουν είναι ή κουρασμένοι ταξιδιώτες ή αγουροξυπνημένοι έμποροι, κανείς λοιπόν δε δίνει σημασία στο διπλανό του και όλοι έχουν τη προσοχή τους στραμμένη στο θέμα που τους απασχολεί εκείνη τη στιγμή.

Κανείς δεν έδωσε λοιπόν ιδιαίτερη σημασία στο γέρο που έφευγε από την πόλη εκείνο το πρωινό. Ήταν αρχές καλοκαιριού, και καθώς το Άστρο ξεπρόβαλλε στον ορίζοντα, ένας ψυχρός αέρας, απομεινάρι της νύχτας, έκανε μια τελευταία βόλτα στους δρόμους, κάνοντας τους περαστικούς να τυλίγονται καλύτερα στα ρούχα που φορούσαν. Η εικόνα που έδινε ο γέρος ήταν αυτή ενός φτωχού ζητιάνου και αν κάποιος τον θυμόταν από το προηγούμενο βράδυ, θα έβλεπε πως φορούσε τα ίδια βρώμικα ρούχα, τα μαλλιά του ήταν εξίσου ατημέλητα, ενώ κουβαλούσε και πάλι ένα μπόγο με κουρέλια. Περπατούσε με αργό βήμα προς τα δυτικά, φεύγοντας από τη Ντάσχαν, χωρίς να δίνει καμία σημασία στους τριγύρω του, χωρίς να μιλά σε κανένα, κοιτώντας πάντα μπροστά, σε ένα σημείο που μόνο αυτός μπορούσε να δει.

Όμως κάτι είχε αλλάξει πάνω του από την προηγούμενη φορά που είχε περπατήσει πάνω σε αυτή τη γέφυρα. Δεν ήταν πλέον σκυθρωπός και το βήμα του φαινόταν λιγότερο αργό και κουρασμένο. Στο βλέμμα του είχε μια έκφραση χαράς, γαλήνης και ηρεμίας. Περπατούσε και φαινόταν να μην έχει καμία έγνοια, σαν να είχε φύγει ένα τεράστιο βάρος από πάνω του.

Γιώργος Τσιφτσής
ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΗΣΗ ((Ήταν ενάαα μικρό καράααβι, ήταν ενάα..))

Το άρθρο αυτό βρίσκεται δημοσιευμένο στην Πύλη www.nygma.gr
στη διεύθυνση http://www.nygma.gr/mag/articles/Article.asp?ar_id=611&ac_id=8