www.nygma.gr - ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ (Ιστορίες)

Μια αληθινή ιστορία 2/1/2003

Παραμονή Χριστουγέννων γύρω στο 60. Από τα χαράματα μαζί με τον αδερφό μου, τρία χρόνια μεγαλύτερο, ντυμένοι σαν κρομμύδια από την υπερπροστατευτική μητέρα μας, ρουφάγαμε τον κρύο αέρα που μας περόνιαζε αλλά και μας βοηθούσε να ξυπνήσουμε και τρέχαμε να προλάβουμε το «μας τα ΄παν άλλοι».

Ήμασταν οι πιο καλοντυμένοι της γειτονιάς. Τα γάντια και τα κασκόλ τα είχε πλέξει μόνη της η συχωρεμένη μάνα μας, η πολυμήχανη κυρά Μαρία η χοντρή όπως την αποκαλούσε η γειτονιά για να την ξεχωρίζει από τις άλλες πέντε κυρά Μαρίες, την κοντή, την ψηλομύτα, την λελέκα, τη στραβομύτα και την «θου Κύριε». Τα ρούχα μας προέρχονταν από μεταποιήσεις από αποφόρια. Είχαμε γραφτεί και στο πρόγραμμα “care”, που η κυρά Μαρία είχε ανακαλύψει μετά από πολλές προσπάθειες να βρει την άκρη για να γραφτεί κανείς, καθώς η εν Ελλάδι διεύθυνση αποτελούνταν από φιλάνθρωπες κυρίες του Κολωνακίου που δεν καταδέχονταν να προσεγγίσουν τη φτωχογειτονιά μας από τον κίνδυνο να λερώσουν τα πανάκριβα γοβάκια τους. Έτσι, κάθε χρόνο έφτανε ένα τεράστιο κουτί γεμάτο παλιά ρούχα, παιχνίδια, μπισκότα, σοκολάτες και διάφορα μπιχλιμπίδια που δεν καταλαβαίναμε το ρόλο παίζανε. Τα μαγικά χέρια της μητέρας μας έκαναν τα ρούχα να μοιάζουν σαν παραγγελία στα μέτρα μας, αλλά βέβαια ήταν μόνο για τις Κυριακές και σχόλες για να μην τα καταστρέψουμε αμέσως. Στα κάλαντα όμως, η κυρά Μαρία ήθελε να δει όλοι η γειτονιά τη νοικοκυροσύνη της και μας τα φόραγε καμαρώνοντάς μας.

Είχαμε καταπληκτικό πρόγραμμα. Η γειτονιά μας, το Γκαζοχώρι πάνω από τις γραμμές του τρένου στο ύψος του Βοτανικού κήπου, βρισκόταν δίπλα στην παλιά λαχαναγορά. Οι μισοί γείτονες δούλευαν εκεί. Ξέραμε ότι είχαν συνηθίσει από τη δουλειά τους να ξυπνούν πολύ πρωί, έτσι η πρώτη έφοδος ήταν σ’ αυτών τα σπίτια. Κατά τις οκτώ αρχίζαμε το δεύτερο γύρο στα πιο αρχοντικά σπίτια. Εκεί λέγαμε ολόκληρο τον ύμνο και καθώς ήμαστε καλλίφωνοι και καλοντυμένοι αποσπούσαμε γενναία φιλοδωρήματα. Όταν πια οι υπόλοιποι εγκατέλειπαν γιατί κάθε σπίτι είχε δεχτεί πάνω από είκοσι ομάδες καλαντιστών, αρχίζαμε τους συγγενείς που δεν μπορούσαν να μας αρνηθούν να ξανακούσουν τα κάλαντα από τα ανίψια. Βέβαια χρησιμοποιούσαμε συγκοινωνία γιατί οι αποστάσεις δεν ήταν όλες κοντινές, αλλά και η διαδρομή είχε το ενδιαφέρον της, καθώς οι επιβάτες εκτιμούσαν την ορθή απόδοση των ύμνων, χώρια που διανθίζαμε το πρόγραμμα και με άλλα χριστουγεννιάτικα τραγούδια που είχανε μάθει στο σχολείο.

Η επιχείρηση τελείωνε κατά το μεσημέρι. Για να μη μας «ματιάσουν» κρύβαμε το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων και κυρίως τα χαρτονομίσματα μέσα στις κάλτσες και όταν συναντιόμασταν με ανταγωνιστές και κάναμε απολογισμό εμφανιζόμασταν οι πιο αδικημένοι. Αλλά εμείς ξέραμε πολύ καλά την είσπραξη, αφού μετά από κάθε επίσκεψη, αυτόματα πρόσθετα το ποσό και ενημέρωνα τον αδερφό μου ο οποίος διαρκώς το ξεχνούσε κι όλο με ρώταγε ξανά και ξανά.

Κείνη τη χρονιά είχαμε κάνει ρεκόρ. Λογαριάσαμε ότι εκτός από τα σουβλάκια και τις πάστες και την αποταμίευση που είχαμε καθορίσει, τα χρήματα έφταναν και για μπάλα, αλλά ακόμη και για ένα αυτοκινητάκι με μπαταρίες που ήταν ο κρυφός μας πόθος.

Επιστρέφοντας στο σπίτι είδαμε παραδόξως ανοιχτό το παράθυρο της κυρα Ελισάβετ.
Κοιταχτήκαμε χωρίς να μιλάμε. Η κυρά Ελισάβετ ήταν η τρελή της γειτονιάς. Όλοι την φοβούνταν γιατί έμενε κλεισμένη μέσα στο σπίτι της με τα πατζούρια πάντα κλειστά κι όταν κάθε μέρα την ίδια ώρα, στις πέντε το απόγευμα έβγαινε στολισμένη με το ίδιο πάντα αρχοντικό ντύσιμο, μιλούσε με τον εαυτό της χωρίς κανείς να καταλαβαίνει τι έλεγε. Μια φορά την εβδομάδα την επισκεπτόταν μια κυρία με ακριβό αυτοκίνητο. Άλλοι έλεγαν ότι είναι η κόρη της, άλλοι κάποια φιλάνθρωπη κυρία, όμως αυτή δεν είχε ποτέ μιλήσει σε κανένα, αλλά ήταν φανερό ότι πήγαινε στη γριά φαγητό για όλη τη βδομάδα, έπαιρνε τα λερωμένα ρούχα κι έφερνε καθαρά, και ίσως η φορεσιά να ήταν δυο που εναλλάσσονταν κάθε εβδομάδα, γιατί ήταν πάντα καθαρές.

Ανάλογα μουρμουρητά ακούγαμε κι απ΄ τα κλειστά παράθυρα όταν τελείως αθόρυβα πλησιάζαμε, αλλά όταν τα βήματα ακούγονταν δυνατότερα τρέχαμε να εξαφανιστούμε μη μας κάνει τίποτε μάγια η παράξενη γριά που όλοι τη λέγαμε Ελισάβετ, αλλά κανείς δε θυμόταν ποιος είχε πρωτοπεί το όνομα αυτό.

Λέγανε διάφορες ιστορίες, μερικοί ορκίζονταν πως ήταν αληθινές κι έφερναν και στοιχεία, αλλά ήταν όλες τόσο αντιφατικές που μάλλον κανείς δε γνώριζε. Κανείς εκτός από μένα, που ήξερα αλλά είχα κρατήσει το στόμα μου κλειστό. Δεν ήθελα το μυστικό της γριάς να διαρρεύσει, σεβόμενος την ηθελημένη επίμονη σιωπή της.

Χάρη σε μια κυρία που είχε γνωρίσει η μάνα μου στα Βίλια, γράφτηκα στο Μαράσλειο από την Α΄ Δημοτικού. Εκεί πήγαιναν πλουσιόπαιδα ή παιδιά των καλών οικογενειών της Αθήνας. Ήταν πειραματικό σχολείο της Παιδαγωγικής Ακαδημίας και όλοι οι συμμαθητές μου είχαν γονείς που οι δικοί μου δε θα τολμούσαν να τους κοιτάξουν ίσα στα μάτια. Το σχολείο ήταν στο Κολωνάκι κι έπαιρνα δυο συγκοινωνίες κάθε μέρα για να φτάσω. Ένα απόγευμα με κάλεσε ένας συμμαθητής στο σπίτι του. Έμενε πάνω από τον Άγιο Διονύση τον Αρεοπαγίτη, αλλά επειδή έφτασα στο ραντεβού νωρίτερα και φοβήθηκα μήπως κοιμούνταν, έκοβα βόλτες στα στενά μέχρι να πάει έξι η ώρα. Εκεί που γύριζα, βλέπω ξάφνου την κυρά Ελισάβετ να καταφτάνει στολισμένη στη γωνιά απέναντι από το ζαχαροπλαστείο. Στάθηκε στη γωνία με τα μάτια καρφωμένα στη Σκουφά προς Κολωνάκι και μόνο κάθε λίγο κοιτούσε το ρολόι της και κάθε φορά έκανε δυο βήματα μπρος και δυο πίσω. Πέρασα απέναντι και την παρατηρούσα κρυμμένος πίσω από μια κολώνα. Δίπλα μου μια παρέα που έπινε τον καφέ της κουβέντιαζε. Δεν είχα δώσει προσοχή, αλλά μόλις κατάλαβα ότι μιλούσαν για την κυρά Ελισάβετ κάρφωσα τ’ αυτί μου.

«Δέκα χρόνια εδώ», έλεγε ο ένας. «Ούτε μια μέρα δεν έλειψε. Περιμένει ακόμη τον αρραβωνιαστικό της. Ήταν δυο μέρες πριν από το γάμο τους. Αυτή ήταν μεγαλοκοπέλα, γεροντοκόρη, γιατί περίμενε πάντα τον πρίγκιπα, ώσπου τον βρήκε. Ήταν ο ... ξέρετε, που έκανε υπουργός στην πρώτη μετακατοχική κυβέρνηση. Μεγάλος έρωτας. Όλη η καλή κοινωνία της Αθήνας ήταν καλεσμένη στο γάμο. Τους είχε και φωτογραφία η Ακρόπολις στη δεξίωση των αρραβώνων. Κι αυτής ο πατέρας ήταν μεγαλέμπορος στη Νότια Αφρική. Όμως δυο μέρες πριν από το γάμο, εδώ σ’ αυτό το σημείο που είχαν ραντεβού τον είδε να σκοτώνεται μπροστά στα μάτια της. Είχε διαδήλωση στο Σύνταγμα και οι αστυνομικοί κυνηγούσαν διαδηλωτές μέχρι εδώ. Μια αδέσποτη τον βρήκε ακριβώς στο κεφάλι κι έπεσε ακριβώς μπροστά της. Μα εκείνη δε δέχτηκε την πραγματικότητα. Έτσι , καθημερινά έρχεται στο ραντεβού, κάθεται μια ώρα κι ύστερα φεύγει».

Μόνο στον αδερφό μου είχα πει την ιστορία. Ξέραμε κι οι δυο ότι η γριά (όχι και τόσο γριά όσο έδειχνε προφανώς) δεν ήταν ούτε μάγισσα ούτε επικίνδυνη. Τα ανοιχτά πατζούρια ήταν πρόκληση. Φτάσαμε μπροστά στην πόρτα και χτυπήσαμε δειλά. Πριν ακούσουμε απάντηση φωνάξαμε; Να τα πούμε; Η πόρτα άνοιξε και φάνηκε η κυρία που ερχόταν κάθε βδομάδα. Πείτε τα, να ελάτε παραμέσα. Μας οδήγησε μπροστά στο κρεβάτι όπου η κυρα Ελισάβετ στεκόταν ακίνητη. Νομίσαμε προς στιγμήν ότι είχε πεθάνει. Η κυρία το κατάλαβε και μας είπε. Η μητέρα μου είναι άρρωστη. Έπαθε συμφόρεση και δεν μπορεί να κουνηθεί. Νομίζω ότι θα της κάνει καλό να ακούσει τα κάλαντα.

Είπαμε τη μεγάλη βερσιόν αδύναμα και τρομαγμένα κάπως κι αποφεύγοντας να κοιτάξουμε προς το κρεβάτι. Όμως τελειώνοντας γύρισα και την είδα. Στο μάγουλό της ένα δάκρυ μου έδωσε να καταλάβω ότι είχαμε επικοινωνήσει...

Όταν λίγες μέρες αργότερα ένα νοσοκομειακό αυτοκίνητο την πήρε για πάντα από τη γειτονιά, ένιωσα ότι έχασα ένα δικό μου άνθρωπο.

ΣΤΕΛΙΟΣ ΜΑΡΙΝΗΣ
ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΣ (Καθηγητής Μαθηματικών Μέσης Εκπαίδευσης)

Το άρθρο αυτό βρίσκεται δημοσιευμένο στην Πύλη www.nygma.gr
στη διεύθυνση http://www.nygma.gr/mag/articles/Article.asp?ar_id=615&ac_id=8