www.nygma.gr - ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ (Τέχνες)

Αν συγχωρέσεις τον εαυτό σου 9/5/2003

Σαν νερό που κυλάει, τα φιλιά και τα χρόνια
σαν τα πουλιά το χειμώνα, χάνονται.

Το κορίτσι που κλαίει, πριν να φύγω
μετά με ξεχνάει, λίγο - λίγο.

Σαν νερό που κυλάει, απ' τον ουρανό
μεσ' απ τα χέρια μου τρέχει, χάνεται


Πάνε 8 χρόνια από την πρώτη γνωριμία με τα Ξύλινα Σπαθιά. Με λόγια και μουσική που δεν χάνονται με το τρίτο ή τέταρτο άκουσμα, αντίθετα ενδυναμώνονται στο χρόνο και με έναν εκπληκτικό animateur, με την διπλή έννοια, του animus που σημαίνει ψυχή και animate που σημαίνει κίνηση, τον Παύλο Παυλίδη, να έχει βρει πιστεύω μια πολύ καλή ισορροπία ανάμεσα στον electro ροκ ήχο και την στιχουργία που μπορεί να είναι ταυτόχρονα και ποίηση. Με αφορμή την τελευταία τους συναυλία στο Gagarin 205, έχοντας παρακολουθήσει το συγκρότημα πολλές φορές αλλά και έχοντας ακούσει άλλες περισσότερες τα κομμάτια τους, νομίζω πως το παιχνίδι που ακολουθεί είναι ό,τι πιο αντιπροσωπευτικό για να εκφράσει ένα μέρος από αυτά που έχω εισπράξει. Διότι η αντιπαράθεση δικού μου κειμένου με στίχους των Ξύλινων Σπαθιών, ξέχωρα από το λόγο που μόλις ανέφερα, είναι εξαιρετικά ‘δυσανάλογη’ και μόνο ως παιχνίδι θα μπορούσε να εκληφθεί, δεδομένου μάλιστα ότι οι στίχοι τους είναι ζωντανοί, έχουν γίνει ένα με την μουσική που τους συνοδεύει, έχουν ντυθεί εμπειρίες πλέον χιλιάδων ανθρώπων - όπως κατά περίπτωση άλλωστε, τόσοι στίχοι άλλων δημιουργών (οι στροφές σε πλάγια γραφή που ανοίγουν με εισαγωγικά είναι των Σπαθιών, αν και ίσως προφανές).


«Αν συγχωρέσεις τον εαυτό σου
αν καταφέρεις ν’ αγαπήσεις λένε
αυτό το μαύρο φως αλλάζει χρώμα
νομίζω λένε κάτι ακόμα


Λένε πως κάθε στόμα πάει, την κάθε λέξη
όπου θέλει, όπου λάχει, αρκεί να κάνει πως μιλάει
να δείχνει πως ο λόγος του θ’ αντέξει

«Αυτοί που σπρώχνουν τις ψυχές μας στην πορνεία, μία, μία
τις δικές τους θα τρυπήσει μαύρο βέλος
γιατί ο δρόμος είναι αλήθεια, χίλια κι ένα παραμύθια
είναι το σπίτι μας, δεν έχει τέλος


Και όσοι επιβάτες μείνανε πίσω για πάντα ακουμπώντας
σε ένα θα γυρίσω, δεν θα σε λησμονήσω
ας κάνουνε λιγάκι υπομονή ακόμη
θέλει τόλμη η εγκατάλειψη,
μα άλλη τόση όμως πιο πολλή
το θα μείνω εδώ-

«Ίσως φτάνει μόνο αυτό
μια ματιά, μια βραδιά σ΄ ένα ταξίδι μακρινό


Περιμένω τόσα χρόνια να το πω
ο φόβος σταματά μόλις ξαπλώσεις στο γρασίδι
σε μία ξάστερη βραδιά
μόλις ψηλά κοιτάξεις και ψαχτείς και ψάξεις

«Αν αυτά τα σύννεφα είναι ο φόβος των ανθρώπων
που παγώνουνε επάνω στις σκεπές
ας ξεπλύνουν οι πιο άγριες βροχές αυτούς τους δρόμους
κι ας χυθούν στις μυστικές δεξαμενές
που βουτάει αυτός ο δύτης μοναχός
πριν τελειώσει η ανάσα του
κοιτάει προς τα πάνω και θυμάται:

διαμαντένιος ουρανός


Όταν τίποτα δεν έχω να του δώσω, νιώθω κενός
ύστερα σβήνω στο μυαλό μου όσα του είχα τάξει
τα κάνω δισάκι, του τα δένω στον ώμο
στην καρδιά μου παράγγελμα στέλνω,
της λέω να πετάξει

«Θα 'θελα να ‘μουν σαν εσένα
ιστιοφόρο με τα πανιά του ανοιγμένα
αυτούς που μ’ οδηγούν στην καταιγίδα
σε κάθε αμμουδιά να τους χαρίζω μια πατρίδα


Κι όσο για την ελπίδα, σα ναυαγό την είδα
από μια σανίδα να κρατιέται στου πελάγου τ’ ανοιχτά

«Λένε πως στην χώρα που ναυάγησες
βασιλεύουνε μάγισσες
βουλιάζουνε, στον βυθό και σε βγάζουνε
στον αφρό


Εγώ είμαι κόρη της θαλάσσης, φώναζε
στα όνειρα μου πλέω κι αν ναυαγήσω στο λέω από πριν
θα κολυμπήσω μέχρι εκεί πού μ’ ονειρεύεσαι πως πάω
κι ακόμα πιο μακριά

«Μια απ’ αυτές τις νύχτες που ονειρεύεσαι μα δεν κοιμάσαι
θ’ ανάψω μια φωτιά και θα την δεις όσο μακριά και να 'σαι


Και αν καείς, αν απ’ την πόρτα που θ’ ανοίξεις δεν χωράς να βγεις
αν ξεχαστείς απ’ ότι αγάπησες, αν προδοθείς, εσύ μην φοβηθείς
είναι η ζωή
είναι η ζωή ο δρόμος, το ταξίδι, το φορτίο που βαραίνει
όσο μένεις μόνος

«Ταξίδεψα, όσο βαθύτερα μπορούσα μες τις μέρες
είδα γαλέρες, ψευτοπαντιέρες
και καπετάνιους που κερδίζουν την ζωή τους με φοβέρες
λέρες
και τώρα ξέμεινα, εκεί που στέκονται αιώνια οι μέρες


Ελευθερία μου, που δεν σε πιάνουν οι φοβέρες, τα ξόρκια και τα μαγικά
γιατί υπάρχεις τελικά παντού, στον αέρα, στον βυθό
στον πιο όμορφο, γλυκό
κόσμο ονειρικό που ανασταίνεις
Για λίγο κάνεις πως πεθαίνεις, πως δεν θα ξαναφανείς
για λόγους προφανείς μένεις καιρό ημιθανής
αλλά κατά βάση, άλλος κανείς μόνο εσύ το φως αναβοσβήνεις
στην φέξη και την χάση

«Θα 'μαι πάντα εδώ, μες στο όπλο σου σφαίρα
να σκοτώνεις αυτούς που σκοτώνουν την μέρα
με τα μαύρα γυαλιά και το άσπρο φουστάνι
να κοιτάς μακριά
τη φωτιά στο λιμάνι


Μένει παρηγοριά, πως έρχονται παιδιά
να μας γεμίσουν τα ποτήρια απ’ το μέλλον
να μαζέψουν τα σταφύλια που τάχα θα τρυγούσαμε
εγώ κι εσύ
να βάλουν μπρος τα πατητήρια να κερνάν όλον τον κόσμο
το ηλιόλουστο κρασί
της προσμονής

«Νομίζω πως ακούω φωνές από τ’ αστέρια
τις Κυριακές τα μεσημέρια που ανατινάζεται το φως
σε κάποια στέγη ένας τυφλός
απογειώνει περιστέρια


Ταίρια, μουσικές, χαμόγελα, νερά κι ανατολές
μικρές κι ανέμελες ζωές
κουκίδες φωτεινές σε μέρες σκοτεινές
αξίες απροσμέτρητες, παντοτινές
Αυτός ο κόσμος ο δικός μας μυρίζει γιορτινά
ευωδιάζει δυόσμος

«Τα παραμύθια δεν είναι αλήθεια
αλλά του τουλάχιστον δεν είναι ψέματα
Αυτοί μαδάνε τα διαμάντια και
φτύνουνε γυαλιά
αυτό είναι τρέλα
Αυτοί μπερδεύουνε τη βία με τη δύναμη
την αλητεία με την μιζέρια
αυτό είναι τρέλα


Την κάθε νύχτα που αφήνεις μόνη
και κάθε που τα παιδιά φωνάζουν έλα

«Άσε την ζωή να λιώνει μέσα στα χέρια
της σα χιόνι


Μην απογοητεύεσαι, να κολυμπάς και να πορεύεσαι
κάτι θα μείνει

«Τι 'ναι η γαλήνη, τι 'ναι η γαλήνη
αν συγχωρέσεις τον εαυτό σου
λένε πως βλέπεις την απάντηση γραμμένη στη σελήνη.

Thomas S.

Το άρθρο αυτό βρίσκεται δημοσιευμένο στην Πύλη www.nygma.gr
στη διεύθυνση http://www.nygma.gr/mag/articles/Article.asp?ar_id=648&ac_id=15