www.nygma.gr - ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ (Ιστορίες)

Τρικυμία 13/5/2003

Δεν θα ορκιζόταν ότι ήταν η μοναδική αλλά σίγουρα από τις ελάχιστες φορές που έτρεχε σαν μικρό παιδί. Όσο τέλος πάντων του το επέτρεπε η φυσική του κατάσταση να τρέξει σαν μικρό παιδί. Γιατί όπως και να το κάνουμε τα μικρά παιδιά δεν λαχανιάζουν στα πέντε βήματα και δεν ξαποσταίνουν σε παγκάκια προσπαθώντας να χαλαρώσουν τον κόμπο της γραβάτας τους. Δεν βαριέσαι το βλέμμα ήταν το ίδιο, τα χείλια το ίδιο πεισματικά κλειστά, τα μάτια που κοίταζαν το κάτι στο άπειρο το ίδιο απορημένα.

Και από τις σπάνιες στιγμές που ήταν τόσο χαρούμενος όσο ένα μικρό παιδί. Όσο τέλος πάντων μπορούσε να μιμηθεί ένα μικρό παιδί γιατί τα μικρά παιδιά σπάνια χαρακτηρίζονται από το αίσθημα της αυτοσυγκράτησης, θέλουν να ξεφωνίσουν στο πιο κοντινό τους πρόσωπο τον λόγο που είναι χαρούμενα. Εκείνος από την άλλη το μόνο που ήθελε ήταν να βιώσει την απόλυτη αυτή ευτυχία μόνος του, να κρατήσει το υπέροχο αυτό συναίσθημα για τον εαυτό του. Γιατί να το έλεγε στους άλλους; Έτσι και αλλιώς τα νέα μαθαίνονται γρήγορα και ένας-ένας θα έρχονταν από μόνοι τους σε αυτόν. Με αυτόν τον τρόπο θα διαπίστωνε και ποιοί πραγματικά τον αγαπούσαν μιας και ο λαός πιστεύει ότι οι πραγματικοί φίλοι φαίνονται περισσότερο στις χαρές και λιγότερο στις λύπες. Λύπες δεν ήθελε να ξανακούσει αυτή τη λέξη όχι μόνο για σήμερα όχι για αύριο αλλά ούτε για έναν ολόκληρο χρόνο. Μια μέρα σαν την σημερινή θα προτιμούσε να κρατήσει πολύ λίγα για τον ίδιο, να δώσει στους άλλους τα πιο πολλά. Τι κρίμα σκέφτηκε έτσι είναι και οι περισσότεροι άνθρωποι θέλουν να μοιράζονται όταν είναι υπερβολικά χαρούμενοι ενώ κάποιες άλλες στιγμές που δεν νιώθουν τόσο αυτάρκης τα θέλουν όλα δικά τους, θα μπορούσαν άραγε τότε να αφεθούν έτσι εύκολα στις μελωδίες τούτης της νύχτας, γιατί η αλήθεια είναι ότι τον είχε βρει η νύχτα σε εκείνο το παγκάκι στην άκρη της παραλίας.

Δυστυχώς δεν ήταν μια καλοκαιρινή νύχτα ασορτί με τα συναισθήματα του. Ο άνεμος προσπαθούσε να εδραιώσει την απολυταρχία του και οι απέραντες συστάδες με τις καλαμιές ήταν από τις πιο εύκολες λείες του αφού απρόθυμα λύγιζαν στις απανωτές βουλές, του το μόνο που αντιστέκονταν σθεναρά ήταν το ολοστρόγγυλο φεγγάρι. Εκείνον όμως δεν τον ένοιαζε καθόλου όπως και να ήταν η σημερινή μέρα θα του άρεσε και μουντή και βροχερή και ηλιόλουστη. Απόψε δεν θα έσκαγε για λεπτομέρειες, του έφτανε που τα νερά που έσκαγαν στα βράχια έγιναν δάκρυα ευτυχίας, που οι σπάνιοι θόρυβοι μέσα στην σιωπή της νύχτας έγιναν μελωδίες, μελωδίες αρκετές να τον γοητεύσουν, να τον εξιτάρουν να τον ξεβολέψουν να αφήσει πίσω του σε ότι έμεινε πιστός να πιστέψει σε ότι άφησε πίσω του.

Δεν ήθελε με τίποτα να χάσει αυτό το συναίσθημα στη σκέψη και μόνο ένιωσε χλωμός σαν να στράγγιξαν από πάνω του όλη την αλμύρα, είδε τους κόκκους στην άμμο να μεταμορφώνονται σε κόκκινους δηλητηριώδης σκορπιούς. Όχι, θα πάλευε για αυτό θα αψηφούσε και τον άνεμο και τις ορδές από τα σύννεφα που έφταναν από ώρα σε ώρα εξάλλου είχε για σύμμαχο του ένα ολοστρόγγυλο φεγγάρι. Τι χαζές σκέψεις ήταν αυτές τώρα κοντά σε έναν τόσο ειδυλλιακό τόπο. Είπαμε ότι έτρεχε σαν ένα μικρό παιδί μέσα στις απέραντες συστάδες των καλαμιών πέρα στις αλυκές με τα πόδια του να έχουν στην κυριολεξία βουτηχτεί στις λάσπες δυσκολεύοντας αρκετά τις κινήσεις του. Σε μια στιγμή κόπωσης και αδυναμίας έστρεψε τη ματιά του στο ξύλινο παγκάκι.

Συνέχισε, όμως, χρησιμοποιώντας το βάρος του κορμιού του όπως τον βόλευε κάθε φορά, προσπαθώντας να στηριχτεί από τις καλαμιές. Οι καλαμιές πλήθαιναν, οι μελωδίες πλήθαιναν μόνο ο άνεμος δεν ήθελε κανέναν στο πλάι του.

Και εκείνος δεν είχε την παραμικρή διάθεση να του πιάσει την κουβέντα. Το μόνο που ήθελε ήταν να απολαύσει τούτη την νύχτα, τα φώτα σε τούτο το λιμανάκι που όσο μικρά και αν ήταν του κρατούσαν μια χαρά συντροφιά φωτίζοντας του τον δρόμο σε όλη την διάρκεια της δύσκολης διαδρομής μέσα στις καλαμιές δεν θυμόταν για πόσο μάλλον ώσπου το έλος να γίνει ξανά θάλασσα.

Τη θάλασσα που τόσο τον μάγευε και δεν άφηνε από τα μάτια του. Ούτε και όταν πήρε με το αυτοκίνητο την διαδρομή που οδηγούσε στην πόλη από τη Ν. Μάκρη στο Μάτι και από κει στον Άγιο Ανδρέα. Μόνο όταν βγήκε στη Λεωφ. Μαραθώνος αναγκάστηκε να αποχωριστεί την μυρωδιά της αλμύρας, όμως οι μελωδίες τούτης της νύχτας συνέχισαν να τον καλούν, κάπως έτσι τα φανάρια της πόλης μετατράπηκαν σε γοργόνες, γοργόνες πράσινες που το τραβούσαν με ταχύτητα κοντά τους γοργόνες κόκκινες που του υπενθύμιζαν να μην πλησιάζει σε τόσο βαθιά νερά.

Και τι να τους έλεγε λέγονται αυτά τα πράγματα, αυτά τα πράγματα φαίνονται άσε που όταν η ευτυχία είναι πραγματική είναι καλύτερο να την κρατάς για τον εαυτό σου. Τελικά δεν θα έλεγε τίποτα το αποφάσισε όταν έπαιρνε την στροφή για το σπίτι του σε ένα δρόμο στεγνό, λειψό από λαμπιόνια. Οι μελωδίες τα τελευταία πολύχρωμα λαμπιόνια που έσβηνε τούτη την ώρα ο ταβερνιάρης στο μικρό λιμανάκι και εκείνος σε μια ύστατη προσπάθεια να κρατηθεί ξύπνιος κοιτούσε ξαπλωμένος στο ταβάνι το κάτι στο άπειρο, τις παραδομένες στον άνεμο καλαμιές να ιριδίζουν στο φεγγαρόφωτο.

Από τις σπάνιες φορές που κοιμήθηκε σαν μικρό παιδί αγκαλιά με τις πράσινες γοργόνες του.

Κατερίνα Ερμηλίου
Αccounting / Finance

Το άρθρο αυτό βρίσκεται δημοσιευμένο στην Πύλη www.nygma.gr
στη διεύθυνση http://www.nygma.gr/mag/articles/Article.asp?ar_id=649&ac_id=8