www.nygma.gr - ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ (Κοινωνία)

Ο Καιρός 6/7/2007

Αναδημοσίευση από την Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία (01/07/2007)

Τα 'χω πάρει. Χοντρά. Δεν είναι η πρώτη φορά, και η πατρίδα είμαι σίγουρος ότι θα μου δώσει κι άλλες, πολλές, φορές την ευκαιρία. Σιγουρότατος! Οοοοοχι. Οταν μιλάω για πατρίδα, δεν μιλάω για το κράτος. Για μας μιλάω. Το βρίζω το κράτος τα τελευταία 33 χρόνια, που μου έχει δώσει την ευκαιρία η δημοσιογραφική πένα. Τώρα τελευταία το 'κοψα. Γιατί αποφάσισα, ότι το κράτος είμαστε 'μεις.

Εμείς οι μεμψίμοιροι και γκρινιάρηδες και απαιτητικοί όλο το 24ωρο. Εμείς οι αγωνιστές του καναπέ, οι εθελοντές του φραπέ, οι οικολόγοι του σκουπιδαριού, οι σοσιαλιστές της πάρτης, οι αδιάφθοροι του λαδώματος, οι κήνσορες του διπλανού και νάρκισσοι του καθρέπτη. Εμείς.

Μια κοινωνία υποκριτών, που σκίζει τα ρούχα της, βρίζοντας το αόρατο και άυλο κράτος, που καίγεται ο πνεύμονας της Αθήνας, η Πάρνηθα, για πολλοστή φορά και 5.000.000 τηγανισμένοι ευαίσθητοι παρακολουθούν τις φλόγες από την τηλεόραση, χωρίς ούτε 10.000, ούτε 1.000, ούτε 100, έστω, να τρέξουν εθελοντές να βοηθήσουν. Οχι τώρα. Εδώ και χρόνια! Οχι μόνο για την Πάρνηθα. Παντού.

Εχω σβήσει φωτιές σε πλαγιές, την ώρα που οι χωριανοί και οι πολίτες καθόντουσαν σταυροπόδι ένα και δύο και δέκα χιλιόμετρα μακριά στις καφετέριες και βρίζαν το κράτος αμέτοχοι. Αραχτοί. Βρίζαν το σαν τα μούτρα τους κράτος. Αυτό που αξίζουν.

Ακαθάριστα σχεδόν πάντα, και μόνο από τύχη παστρικά, τα δίκτυα του ρεύματος, που διαπερνάνε όλη τη χώρα εναερίως, από κολόνα σε κολόνα, μέσα (!!) από όλα τα δάση, παρά τις φωνές, που επί χρόνια ουρλιάζουν για υπόγεια εγκατάσταση επιτέλους! «Κοστίζει πολλά» αποφαίνεται παγίως ο ανεγκέφαλος, που κρατάει την καρέκλα. Και πόσα κοστίζει ηλίθιε κάθε στρέμμα καμένου δάσους, κάθε κατάσβεση, κάθε black out, κάθε πνεύμονας που χάνεται, κάθε αναδάσωση; Πόσα κοστίζει στην υγεία, σε εργατοώρες, σε ζωντανά, σε ζημιές υποδομής, που πληρώνονται; Πόση πρόσθετη ζέστη και πόσο νερό; Κάθε φορά.

Και κάθε φορά, με το ίδιο θράσος, ο ίδιος πάντα συνέλληνας, που δεν είναι το κράτος, είναι η νοοτροπία ενός λαού ολόκληρου, που τον ανέχεται, που τον εκλέγει, αλλιώς θα τον είχαν πάρει από καιρό με τις ντομάτες οι συμπολίτες του, αν δεν ήτανε όμοιοι, με το ίδιο θράσος λοιπόν βγαίνει να πει κι από πάνω, ότι όλοι οι πριν απ' αυτόν ήταν χειρότεροι. Και λοιπόν; Μήπως φταίμε που δεν τους κρεμάσαμε στην πλατεία Συντάγματος, μπας και έτσι συνετιστούν οι επόμενοι και κάνουν το μόνο πράγμα που πληρώνονται να κάνουν; Να δουλεύουν νύχτα-μέρα για να ωφελείται το σύνολο;

Ποιο σύνολο! Αυτοί που δουλεύουν και αφήνουν ακαθάριστα τα δίκτυα του ρεύματος και τα δάση και που λουφάρουν δεν είναι συμπολίτες; Τι είναι, κατακτητές; Μπας και δεν τους νοιάζει, γιατί δεν θα καούν τα δικά τους χωριά; Μήπως δεν έχουν τις εγκύκλιους και τα φιρμάνια και τους κανονισμούς, και δεν ξέρουν αυτοματοποιημένα τι πρέπει ολοχρονίς να κάνουν;

Είναι λίγοι; Να σου πω εγώ γιατί είναι λίγοι. Γιατί οι υπόλοιποι, που είναι οι πολλοί, βάζουν γλείψιμο να κλειστούν σ' ένα γραφείο, να πέφτει ο μισθός του λαού, να μην έχουν σκοτούρες πολλές, εκτός από μία. Πότε να 'ρθει το δώρο κι η σύνταξη.

Και ας τρέξουν τα κορόιδα να ιδρώσουν για να έχουνε όλοι -και οι κηφήνες- ένα πνεύμονα ανάσας παραπάνω, ένα πάρκο στην πόλη παραπάνω, έναν πεζόδρομο, ένα σύλλογο, μια πηγή, μια παραλία, έναν κουβά για σκουπίδια.

Και πετάνε με την ψυχή στο στόμα οι ίδιοι εκατό πιλότοι, πέφτουνε μέσ' στη φωτιά οι ίδιοι 5.000 πυροσβέστες, τρέχουν να σώσουνε ζώα και ανθρώπους οι ίδιοι συμβασιούχοι, διακινδυνεύουν τη ζωή τους οι ίδιοι, ελάχιστοι σύλλογοι εθελοντών, λες κι όλοι αυτοί πληρώνονται όπως πρέπει και δουλεύουν σε συνθήκες όπως πρέπει και λες και δεν έχουν μανάδες κι αδέλφια και συζύγους και παιδιά να τους καρτεράνε με κομμένη τη χολή. Είτε σε σεισμό, είτε σε πυρκαγιά, είτε σε πλημμύρες.

Αυτοί οι λίγοι είναι οι συμπατριώτες οι δικοί μου. Οι άλλοι, υποκριτές, συνένοχοι σ' όλες τις καταστροφές και τις κακοπαθιές της χώρας. Αμέτοχοι, άβολοι και καλοπερασάκηδες, ασχέτως τάξης, φύλου, πεποιθήσεων.

Ξέρω, εξανίστανται, δεν με παρατάνε! Τους έμαθα καλά, τους ζω, απ' αυτούς υποφέρουμε κάθε μέρα. Αυτοί ποδοπατάνε κάθε δικαίωμα, κάθε κατάκτηση, κάθε αξιοπρέπεια είτε πίσω από τον πάγκο μιας υπηρεσίας, είτε πίσω από ένα γκισέ, είτε πίσω από το τιμόνι του ταξί, του λεωφορείου, του πωλητηρίου κάθε είδους, από εισιτήρια μέχρι ρούχα και φιστίκια. Με την αγένεια στο ύφος και στο στόμα. Τη βαρεμάρα για εξυπηρέτηση. Την άγνοια της έννοιας της προσφοράς. Η συντριπτική πλειοψηφία.

Ενα «εγώ» υπερφίαλο, που φτιάχνει μια κοινωνία, μια χώρα «για πάρτη μας».

Αντικοινωνική όσο δεν παίρνει. Απούσα, μπρος στην τηλεόραση, κάθε φορά που οι λίγοι βγάζουν το φίδι από την τρύπα για της αστυνομίας τη βία, για τα καρκινογόνα τρόφιμα που τρώμε, για το νέφος και τη βρόμα μεσ' τη θάλασσα, τους τρομονόμους, που μας δένουν -αυτούς όχι, ήτανε πάντα φιλήσυχοι πολίτες, νομοταγείς, τα 'χαν καλά με όλους, ησυχία, τάξις και ασφάλεια- ακόμα και για τους λίγους χώρους πρασίνου, που απειλούνται διαρκώς μέσα στις πόλεις.

Μια κοινωνία απούσα απ' όλα όσα την αφορούν. Μονάχα οι λίγοι, οι γραφικοί, σεσημασμένοι βγάζουν το φίδι από την τρύπα. Λαός, απών.

Είναι παρών, όμως, σε κάθε λάδωμα, σε κάθε φάκελο, σε κάθε γλείψιμο για μια θεσούλα, σε κάθε σπρώξιμο να μπει μπροστά, στη θέση του άλλου, σε κάθε αυθαίρετο, σε κάθε κλέψιμο λογαριασμού, σε κάθε ακρίβεια, που ληστεύει τον διπλανό του. Φταίει η κυβέρνηση!

Λαός απών από τη διαχείριση της χώρας του. Την έχει νοικιάσει για 4 χρόνια σε κάποια παρέα και την αφήνει να κυβερνά έτσι ανεξέλεγκτα.

Αμα δεν του αρέσει η παρέα, βάζει μια άλλη, στην καθορισμένη πάντα ημέρα. Μετά, πάει για φραπέ σε ωραία θέση με air condition. Για να απολαύσει την κοκκινίλα του ουρανού από την Πάρνηθα, που καίγεται. Βρίζοντας ή τη ΔΕΗ ή την κυβέρνηση. Από το '74, που απόχησε αντιστασιακή φωνή. Πριν, έφταιγε η χούντα, δεν μίλαγε.

Αν δεις τα χόρτα στο κτήμα του στο χωριό και τους πυλώνες της ΔΕΗ λίγο πιο πέρα, θα καταλάβεις.

Και αν ακούσεις το air condition της κάμαράς του, που είναι κλειστή, αμπαρωμένη όλη τη νύχτα, που έξω έχει δροσιό αεράκι, θα καταλάβεις.

Κι αν δεις τα δάση και τις πλαγιές και τα ποτάμια, τις παραλίες και τους δρόμους μεσ' στο σκουπίδι, θα καταλάβεις.

Κάθε πατρίδα είν' ο καθρέπτης του λαού της. Ενός λαού, που κούκλα την πήρε απ' όλους τους προηγούμενους και πανούκλα την παραδίνει στα παιδιά του. Τέτοια αγάπη της έχει κι αυτής και των παιδιών του.

ΥΓ: Τι να πεις σε έναν κόσμο, που χάνει 1.000.000 δέντρα και σου απαντάει «ευτυχώς δεν κάηκε κανένα σπίτι»;

Τι να πεις σ' ένα ζώο, που πιστεύει ακράδαντα ότι η δική του ζωή έχει μεγαλύτερη αξία από τις άλλες ζωές γύρω του;

Τι να πεις σ' ένα σύνολο, που δημιουργεί με κάθε τρόπο τη σημερινή του ευκολία, ξέροντας ότι θα γίνει το αυριανό του πρόβλημα;

Τι να πεις σε ένα ζώον, που είναι τόσο ζώον ώστε δεν ξέρει ότι είναι ζώον.

Γ. Παπαδόπουλος Τετράδης
Δημοσιογράφος

Το άρθρο αυτό βρίσκεται δημοσιευμένο στην Πύλη www.nygma.gr
στη διεύθυνση http://www.nygma.gr/mag/articles/Article.asp?ar_id=742&ac_id=12