www.nygma.gr - ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ (Γλώσσα)

Κόσμος-αίσθηση και κόσμος-ιδέα 1/5/1995

Ή 'η γλώσσα ως μέσο αναπαράστασης της πραγματικότητας'.

“Fais en sorte que je puisse te parler”.1M. Blanchot

Από τα πολύ παλιά χρόνια, δηλαδή από τα πρώτα βήματά του ο άνθρωπος σαν σκεπτόμενο όν, όταν έφτανε στο σημείο να μην μπορεί πια να παρακολουθήσει την αιτιοκρατία των πραγμάτων και των γεγονότων στο φυσικό κόσμο, αποδέχοταν τότε την ύπαρξη και παρουσία μιας δύναμης εξωκοσμικής, η οποία κινούσε τα νήματα του κόσμου. Αυτό αναφέρει ο Nietzsche σαν αξίωμα της πίστης, και συγκεκριμένα “όποιος δεν έχει την δύναμη να βάλει την θέλησή του μέσα στα πράγματα, δέχεται ότι αυτά υπακούουν ήδη σε μια θέληση ανώτερη από αυτόν”.2

Από αυτή την αδυναμία του ανθρώπου να γεφυρώσει τα λογικά κενά μέσα στην γνώση του, πήγασαν και ιδρύθηκαν θρησκείες και φιλοσοφικά συστήματα. Εκεί λοιπόν που η γνώση των πραγμάτων δεν υπάρχει, έρχεται η φαντασία να δημιουργήσει υποθετικά φαινόμενα και καταστάσεις. Έχει λοιπόν από το ξεκίνημά του ο άνθρωπος σαν σκεπτόμενο ον την έφεση να συνδέει τον πραγματικό κόσμο με δικές του νοητικές κατασκευές. Σ’ αυτό το σημείο, θέλω να αναφερθώ και να καταδείξω ότι ο πραγματικός κόσμος είναι ο κόσμος των φαινομένων έτσι όπως έχει οριστεί από τον Ηράκλειτο, και είναι αυτός ο κόσμος που γίνεται αντιληπτός από τις αισθήσεις μας, ο οποίος στην συνέχεια θα αναφέρεται σαν κόσμος-αίσθηση.

Αν και ο Ηράκλειτος αδίκησε τις αισθήσεις, όπως και οι περισσότεροι φιλόσοφοι, γιατί όπως έχει συχνά ειπωθεί, ότι οι αισθήσεις αλλοιώνουν την πραγματικότητα που αναπαριστούν μέσα μας και έτσι εξαπατούν. Οι αισθήσεις όμως δεν εξαπατούν, όσο κι αν έχουν κατηγορηθεί γι’ αυτό, είναι μόνον η χρήση της μαρτυρίας τους κι η νόθευσή της από την λογική που εισάγει το ψέμα, όταν αυτό γίνεται.

Η αντίληψη όμως, “είναι η πολλαπλή ενέργεια με την οποία η συνείδηση επεξεργάζεται τα δεδομένα των αισθήσεων και αναφέρει τις εντυπώσεις της σε συγκεκριμένο αντικείμενο, που το ξεχωρίζει από τον εαυτό της σαν κάτι αυθυπόστατο (πραγματικό). (...) Για τον σχηματισμό της αντίληψης συμπράτουν αίσθηση, μνήμη και κρίση”.3

Τα αισθήματα είναι τα προϊόντα των αισθήσεων. Εποπτικά αναφέρω ότι αντιλαμβανόμαστε αισθήματα από εξωτερικούς ερεθισμούς, όπως θερμοκρασίας, πίεσης, πόνου, οσφρητικά, γευστικά, ακουστικά, οπτικά και αισθήματα από εσωτερικούς (σωματικούς) ερεθισμούς, όπως οργανικά, μυϊκά, στατικά. Μπορούμε να πούμε λοιπόν, ότι εγκολπωμένο μέσα στο περιβάλλον το σώμα έχει φυσικούς μηχανισμούς αναπαράστασης προκειμένου να συλλέγει πλήρη και ακριβή στοιχεία για τις μεταβολές που συμβαίνουν γύρω του.

Το πνευματικό οικοδόμημα κάθε ανθρώπου είναι ένα σύμπλεγμα μνήμης, φαντασίας και αντίληψης, που κάθε στιγμή θρέφεται με τις αισθήσεις και σε τέτοια αναλογία, ώστε να συνιστά προσωπικό στοιχείο του καθενός, που προσδιορίζει τον τρόπο σκέψης του και αυτό τον ίδιο φυσικά. Έτσι, “οι άμεσες εντυπώσεις (προϊόντα των αισθήσεων) πλουτίζονται με συγγενείς παραστάσεις που διατηρούνται μέσα στην συνείδησή μας χάρη στην μνημονική μας ικανότητα (...). Η μνήμη συμπληρώνει και καθοδηγεί τις αισθήσεις”.4

Εκτός από τη μνήμη, ο άλλος πόλος της συνείδησης του ανθρώπου είναι η φαντασία. Αν με την μνήμη το παρελθόν γίνεται αναπόσπαστο μέρος του παρόντος, με τη φαντασία ρίχνονται στο παρόν τα σπέρματα του μέλλοντος. Με την δυνατότητα της φαντασίας, η συνείδηση μεταμορφώνει και μετασχηματίζει τις ήδη υπάρχουσες παραστάσεις σε νέα πλάσματα. Δηλαδή συνδυάζει με νέο τρόπο τα στοιχεία μνημονικών παραστάσεων για να δημιουργήσει νέες ψυχικές εικόνες. “Ο κόσμος του ανθρώπου είναι κόσμος όχι `γυμνών πραγμάτων` αλλά σημείων και συμβόλων, εικόνων δηλαδή ψυχικών φορτισμένων με σημασία. (...) Σημεία και σύμβολα γίνονται για μας τα αντικείμενα, όχι με τα αισθήματα που προκαλούν, αλλά με τις παραστάσεις που ξαναπλάθονται μέσα μας από τις εντυπώσεις τους.”5

Μέσα από την ανάγκη αναπαράστασης του έξω από αυτήν κόσμου, η συνείδηση αρχίζει, για να διευκολύνει το έργο της, να ονομάζει, να ταξινομεί και να καταγράφει τα πράγματα. Ακόμη, η συνείδηση όταν αναγνωρίζει στον εαυτό της μια ταυτότητα διαφορετική από τον έξω από αυτήν κόσμο, διαφοροποιείται, λέει “εγώ”, λέει “είμαι”. Συντάσει δηλαδή την γλώσσα της. Αυτό βέβαια συντελείται σαν μια συλλογική διαδικασία. Αρχικά η γλώσσα ήταν ένα σύστημα σήμανσης και αναφοράς στον κόσμο των αισθητών πραγμάτων, αλλά στην συνέχεια έγινε η βάση ενός ή πολλών εννοιολογικών πλεγμάτων στα οποία στηρίζεται ο κόσμος των ιδεών.

Ονομάζω σημαίνει δίνω την λεκτική παράσταση ενός πράγματος ή μιας παράστασης και ταυτόχρονα την κατατάσω σε ένα σύστημα αξιών, όπως ορίζεται μέσα στην γλώσσα. Η λέξη παρουσιάζεται σαν παράσταση ηχητική ή οπτική μιας παράστασης. Η γλώσσα επιχειρεί να καταδείξει τις ομοιότητες και τις διαφορές των πραγμάτων και γι’ αυτό συντάσει αυτοτελές σύστημα αξιών. Και πέρα από την ονοματοθεσία των πραγμάτων η γλώσσα επιχειρεί και την ερμηνεία τους. “Η γνώση και η γλώσσα είναι στοιχεία αλληλοδιασταυρούμενα. Μέσα στην παράσταση έχουν την ίδια καταγωγή και την ίδια αρχή λειτουργίας. (...) Η γλώσσα επιβάλλεται στα άτομα έξωθεν, τα οδηγεί προς συγκεκριμένες ή αφηρημένες, ακριβείς ή περίπου αβάσιμες έννοιες, αντίθετα η γνώση μοιάζει με την γλώσσα που κάθε της λέξη θα μπορούσε να εξεταστεί και κάθε σχέση της να επαληθευτεί”.6

Αρχικά η γλώσσα ήταν απόλυτα δεμένη με τα σημεία των πραγμάτων. Έχοντας όμως αποκτήσει μια εσωτερική δυναμική, έχει την δυνατότητα να αυτοπολλαπλασιάζεται σε ένα επίπεδο πάνω από το επίπεδο κατάδειξης των πραγμάτων, στο εννοιολογικό επίπεδο. Στο επίπεδο αυτό εμφανίζεται η ανάγκη ύπαρξης ερμηνειών, που είναι η διαπλοκή των εννοιών που εμφανίζονται. Ενώ παρίσταται πάντα η ανάγκη να ερμηνεύσουμε τις ερμηνείες. Η διαπλοκή των ερμηνειών ορίζει ένα άλλο επίπεδο μέσα στην γλώσσα, εκεί όπου τα πράγματα υπάρχουν ως ιδέα. Όχι τα πράγματα λοιπόν, αλλά η ιδέα τους ιδιάζει σαν κριτήριο στο ανώτατο επίπεδο οργάνωσης της γλώσσας. Είναι αυτό, που θα `λεγα ότι η συνείδησή μας αντιλαμβάνεται, αν αντιλαμβάνεται, σαν κόσμο-ιδέα. Η γλώσσα λοιπόν είναι ένα πολυεπίπεδο κατασκεύασμα μέσα στο οποίο έχουν οριστεί τα πράγματα, αλλά και οι μεταξύ τους αλληλεπιδράσεις στο εννοιολογικό πεδίο. Έχουν ακόμα σχηματοποιηθεί έννοιες που αφορούν μόνο νοητικά κατασκευάσματα. “Δεν είμαστε σε θέση να καθορίσουμε με σαφήνεια τα όρια των εννοιών που χρησιμοποιούμε, όχι επειδή αγνοούμε τον πραγματικό τους ορισμό, αλλά επειδή δεν υπάρχει πραγματικός ορισμός τους (...) όταν μιλάμε για τη γλώσσα, σαν να ήταν ένας συμβολισμός χρησιμοποιούμενος σε έναν ακριβή λογισμό, έχουμε στο μυαλό μας ένα πρότυπο που προέρχεται από τις φυσικές επιστήμες και τα μαθηματικά. (...) Η απάντηση είναι ότι τα αινίγματα που προσπαθούμε να λύσουμε εκπηγάζουν πάντοτε απ’ αυτήν ακριβώς την στάση μας απέναντι στην γλώσσα”.7

Το σημείο αποκτά μια σημασία μέσα από το σύστημα των σημείων, μέσα από τη γλώσσα στην οποία ανήκει. Η αναφορά μας σε μια πλειάδα σημείων που τα χρησιμοποιούμε για την αποτύπωση της πραγματικότητας μέσα μας, ορίζει την δυνατότητά μας να επικοινωνούμε ή όχι με τους άλλους. Επειδή ακριβώς εισάγεται μια αυθαίρετη και υποκειμενική στοιχειοθέτηση στην ονομασία και στο νοητικό περιεχόμενο των σημείων (σημαίνον και σημαινόμενο) επικοινωνούμε αποδεχόμενοι αυτή την σύμβαση, σε μια περίπου σύμπτωση των ιδεών και των σημείων. Η επικοινωνία γίνεται πάνω σε ένα μέσο όρο και όχι σε μια ταυτοσημία. Και όταν η σύμπτωση δεν υφίσταται σε κάποιο βαθμό τότε δεν υφίσταται η επικοινωνία, είναι η περίπτωση να μιλάμε διαφορετική γλώσσα. Αν εξακολουθούμε να επιθυμούμε την επικοινωνία, πρέπει να αντιστοιχίσουμε την μια γλώσσα στην άλλη. Δηλαδή, πριν έρθω κοντά σε κάποιον που μιλά μιαν άλλη γλώσσα, συναντώνται και αντιστοιχίζονται τα γλωσσικά μας συστήματα. Είναι η περίπτωση της μετάφρασης, η οποία εισάγει και αυτή μια αυθαιρεσία και μια ακυριολεξία. Θα μπορούσα συνοψίζοντας να πω, ότι η γλώσσα είναι ένας δρόμος που πατώντας τον πηγαίνεις στον άλλο ή στον έξω από σένα κόσμο. Μόνο που κάποιες φορές γίνεται ένα ολισθηρό οδόστρωμα, που αλλού πατάς κι αλλού πηγαίνεις. Είναι η περίπτωση άλλα να λέμε και άλλα να καταλαβαίνουμε, είναι η περίπτωση να μιλάμε πολλές γλώσσες, είναι η περίπτωση της Βαβέλ.

Η γλώσσα είναι ένα είδος “λογισμικού” (δανείζομαι και χρησιμοποιώ με κάθε επιφύλαξη τη λέξη) για την σκέψη μας. Ένα λογισμικό όμως που έρχεται να διαμορφώσει και να διαμορφωθεί το ίδιο μέσα από το σύστημα που λειτουργεί, δηλαδή την υποκειμενικότητα του καθενός. Στη βάση της, η γλώσσα έχει αναπτύξει μια στοιχειώδη λογική, η οποία είναι απαραίτητη για τη δόμησή της. Πολλές φορές όμως, η λογική αυτή καταφέρνει να ξεπεράσει τα φυσικά της όρια εντός της γλώσσας και να επικρατήσει και σε ανώτερα επίπεδα οργάνωσης αυτής. Μπορεί τότε να οδηγήσει σε μια κατάσταση, όπου τα πάντα διυλίζονται από την λογική, δηλαδή από στερεότυπα σχήματα της γλώσσας, να παρουσιάσει παραμορφώσεις και διαστροφές στη σκέψη και να δημιουργήσει σύγχυση μεταξύ της αιτίας και του αποτελέσματος.

Παρόλο που η γλώσσα ξεκίνησε σαν μια μικρή οντότητα, σαν μια μικρή φυσαλίδα πάνω στον σωρό από τα υλικά που είναι αυτός ο κόσμος, γιγαντώθηκε και τώρα πιά, περικλείει ολόκληρο τον κόσμο και τις προεκτάσεις του. Από περιεχόμενο του κόσμου, η γλώσσα έγινε περιέχον.

Έχει ανάγκη όμως η πραγματικότητα την γλώσσα για να υπάρξει; Ανάγκη την έχει ο άνθρωπος για να κατανοήσει την πραγματικότητα. Η αναπαράσταση της πραγματικότητας από την γλώσσα γίνεται σε ένα επίπεδο καθαρά νοητικό. Εκεί που τα πράγματα χάνουν την “βαρύτητά” τους και όλα αναδύονται σαν ιδέα, και με την ελαφρότητα μιας ιδέας μέσα στον νου.

Μιλάμε για μια πραγματικότητα όταν δεν είμαστε πλέον μέσα σ’ αυτήν, όταν απέχουμε μπορούμε να την σχολιάζουμε, να την αναλύουμε, να την μεγενθύνουμε. Μιλώ για μια πραγματικότητα σημαίνει είμαι μακριά από αυτήν. Όταν βιώνω κάτι, δεν μπορώ να το περιγράψω, οι αισθήσεις μου είναι αφοσιωμένες, το μυαλό εγκλωβισμένο, ενεργώ παρά μόνο σε σχέση με το βίωμα. Για να μιλήσω γι’ αυτό που βιώνω πρέπει να αποστασιοποιηθώ από αυτό, να πάψει να είναι βίωμα. Δηλαδή μιλώ, που σημαίνει χρησιμοποιώ την γλώσσα, όταν δεν είμαι μέσα στα πράγματα, όταν δεν βιώνω, όταν δεν ζω. Εννοώ ότι δεν ζω με τις αισθήσεις. Η γλώσσα δηλαδή είναι πέρα από τις αισθήσεις και πέρα από την επικοινωνιακή της λειτουργία έρχεται να καλύψει το ον στο μη-βίωμα.

Ακόμη η γλώσσα είναι ο “γενέθλιος τόπος” των ιδεών. Η γλώσσα δίνει υπόσταση σε πράγματα, που η πραγματικότητα ούτε καν τα εννοεί. Το αδύνατο της πραγματικότητας και του κόσμου-αίσθηση, γίνεται δυνατό μέσα στον μη τόπο της γλώσσας. Η γλώσσα είναι παρούσα παντού. Κάνει τον κόσμο-αίσθηση να γειτνιάζει με τον κόσμο-ιδέα μέσα στην σκέψη μας, τόσο πολύ, που, πολλές φορές αδυνατούμε να τους ξεχωρίσουμε. Βιώνουμε καθημερινά ένα ανακάτεμα από μέρη του κόσμου-αίσθηση και μέρη του κόσμου-ιδέα. Ακόμη και “η θέσμιση της κοινωνία είναι κάθε φορά θέσμιση ενός μάγματος κοινωνικών φαντασιακών σημασιών. Η κοινωνίας κάνει να υπάρξει ένας κόσμος σημασιών και υπάρχει η ίδια αναφερόμενη σε έναν τέτοιο κόσμο”.8

Έχουμε εντρυφήσει πλέον στον τρόπο χρήσης της γλώσσας και αποδεχτεί τις νομοτέλειές της με απόλυτα φυσικό τρόπο, έτσι που να μην μπορούμε να λειτουργούμε έξω από αυτήν. “Fais en sorte que je puisse te parler”. Κάνε έτσι, ώστε να μπορώ να σου μιλήσω. Κάνε έτσι, ώστε να εμπίπτεις στη γλώσσα. Κάνε έτσι, ώστε να μπορώ να σου φανερωθώ μέσα από την γλώσσα. Είναι μια στοιχειώδης αναφορά στην “πραγματικότητα” που ορίζει αφ’ εαυτής η ίδια η γλώσσα. Τα περιθώριά μας είναι αυτή ακριβώς η πραγματικότητα που ορίζει η γλώσσα. Έξω από αυτήν δεν νοείται τίποτα, έξω από αυτήν μπορεί να μην υπάρχει τίποτα.

Στον κόσμο-ιδέα, οι ιδέες μεταμορφώνονται και επιδρούν οι μεν πάνω στις δε (με έναν τρόπο που δεν έχει εξηγηθεί) σε απουσία των πραγμάτων. Παρόλο που ο κόσμος-ιδέα βασίστηκε στον κόσμο-αίσθηση, υπάρχει πλέον αυτοτελής και αυτάρκης. Και όχι μόνο αυτοτελής και αυτάρκης αλλά πολλές φορές έχει καταφέρει να υποσκελίσει τον κόσμο-αίσθηση, να του αφαιρέσει την σημασία του και τις αξίες του, για μας τα έμβια και σκεπτόμενα όντα. Τέτοιες περιπτώσεις είναι οι διδασκαλίες των διαφόρων σωτηριολογικών θρησκειών που απογυμνώνουν το σώμα από τις αισθήσεις, διαχωρίζουν με μια κίνηση το σώμα από το πνεύμα και μέσω της ελπίδας για μια καλύτερη πραγματικότητα μεταθέτουν την ίδια την ζωή εκτός πραγματικότητας. Ακόμα, στην ίδια κατηγορία εμπίπτει και ο κόσμος-αλήθεια, που είναι επινόηση των φιλοσόφων και των συστημάτων τους. Και όλα αυτά με την αδήριτη συμπαράσταση και παρουσία της γλώσσας.

Από τη στιγμή που ο άνθρωπος κατάφερε να δομήσει μια στοιχειώδη γλώσσα, μπήκε στην πιό όμορφη περιπέτεια, που χωρίς να το καταλάβει κράτησε χιλιετηρίδες και θα κρατήσει, όσο ο άνθρωπος κρατηθεί μακριά από την εξάντληση των φυσικών του ορίων και του περιβάλλοντος. Μέσα από την γλώσσα ο άνθρωπος ταξιδεύει προς το τέρμα των δυνατοτήτων του, ένα τέρμα που συνεχώς μετατοπίζεται, και δεν ανακαλύπτει παρά μόνο την απουσία του, αλλά και την αδυναμία του να παρίσταται πάντοτε σε ένα παιχνίδι που παίζεται με μια ασύλληπτη πραγματικότητα. Εγώ που στο σύστημα μιας άλλης γλώσσας, θα ήμουν ένας άλλος, εγώ που έξω από το σύστημα της γλώσσας, δεν υπάρχω αδήλωτος, δεν αναγνωρίζομαι ανονομάτιστος. Αυτοπροσδιορίζομαι, η γλώσσα μου ορίζει τις δυνατότητές μου, η πνευματική μου υπόσταση είναι άρρηκτα δεμένη με την υπόσταση της γλώσσας μέσα μου.





1. Κάνε έτσι, ώστε να μπορώ να σου μιλήσω

2. F. Nietzsche. Το λυκόφως των ειδώλων. μτφ. Μ. Ανδρουλιδάκη, σελ. 19.

3. Ε.Π.Παπανούτσου. Ψυχολογία. Εκδ. Δωδώνη σελ. 32

4. Ε.Π.Παπανούτσου. Ψυχολογία. Εκδ. Δωδώνη σελ. 96

5. Ε.Π.Παπανούτσου. Ψυχολογία. Εκδ. Δωδώνη σελ. 97

6. Michel Foucault. Οι λέξεις και τα πράγματα. μτφ. Κ. Παπαγιώργη. Εκδ. Γνώση, σελ. 136

7. Ludwing Wittgenstein. Το μπλε και το καφέ βιβλίο μτφ. Κ. Κωβαίος. Εκδ. Καρδαμίτσα, σελ. 54

8. Κορνήλιος Καστοριάδης Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας. Εκδ. Ράππας, σελ. 499

Δημήτριος Παπαδόπουλος

Το άρθρο αυτό βρίσκεται δημοσιευμένο στην Πύλη www.nygma.gr
στη διεύθυνση http://www.nygma.gr/mag/articles/Article.asp?ar_id=93&ac_id=24