ΝΥΓΜΑ
#3 - 19 Δεκεμβρίου 1994
|
Ξενύχτι
Ο πυρετός ανεβαίνει στη θολή ατμόσφαιρα της κάμαρας. Χαλύβδινο δικτύωμα να σφίγγει τους λαιμούς - ήταν αόρατα ηνία που κινούσε ηδονικά, επίμονα ο Cremona, βασανιστής. Κι’ απ’ έξω η άνοιξη να πνίγεται στη σκέψη. (Ηταν που την κρατούσαν τα φατνώματα επίμονα αιχμάλωτη.) Καφέδες σάρκαζαν - αμέτρητοι - στα στριμωγμένα αποτσίγαρα. Τροχοί, φορεία, τροχιές, κομβοελάσματα, δοκάρια, κινητήρες, σαδιστικά ζητάνε έλεγχο σε αντοχή. Η μουσική να συντροφεύει ασταμάτητα ακοές αδιάφορες. Ηταν ωστόσο απαραίτητη. Μελάνια, γραμμοσύρτες, διαφανή, μιλλιμετρέ, τα DIN, τα HUETTE, τα TABELLENBUCH, διαβήτες, τρίγωνα, κανόνες λογαριθμικοί, πιασμένοι απ’ το σωρό, ανέβαιναν ψηλά - φορτίο βαρύ για μιά γερανογέφυρα. Και τα μυαλά δουλεύουν ασταμάτητα - είναι μακρυά το τέλος. Νύχτα, νύχτα. Ομίχλη στην ατμόσφαιρα - και στα μυαλά. Ξεσπάσματα με γέλια νευρικά, βρισιές, λιγάκι ύπνος, - πηγές για δύναμη. Κι’ οι κόλλες να γεμίζουν συνεχώς, ατέλειωτες. Εστησε το τραγούδι του, απότομα απαιτητικός κι ο Ritter. Νέες βρισιές. Κουράγιο. Νύχτα. Σκουριά αρχίνησε να πέφτει στα μυαλά. Οι διαιρέσεις κι οι προσθέσεις στήσαν χορό αρρωστημένο. Σεξ. Ηρθε και μπήκε στο σωρό με τις ιδέες - απρόσκλητο, ευπρόσδεκτο, κουραστικό. Γερανογέφυρα και σεξ. Θέμα για τραγωδία. Χρόνος : η νύχτα. Hθοποιοί : οι κουρασμένες σκέψεις. K.M., Μάϊος 1965 (Διπλ. Μ-Η, 1965) |