ΝΥΓΜΑ #1 - 24 Νοεμβρίου 1994

 

 

H δύναμη της ευαισθησίας

 

Η ευαισθησία είναι ένα χαρακτηριστικό, το οποίο τα τελευταία χρόνια τείνει να προσλάβει τον χαρακτήρα μειονεκτήματος συγκρινόμενο με τα αντίθετά της, την αναισθησία, τη σκληρότητα και τη δύναμη.

Το πρότυπο το οποίο προβάλλεται σε κάθε επίπεδο και με κάθε μέσο είναι το πρότυπο αυτού ο οποίος παίζει "το παιχνίδι" χωρίς να επηρεάζεται από εξωτερικούς παράγοντες, ψυχρά, υπολογισμένα, χωρίς λάθη, παρορμήσεις και συναισθηματισμούς. Είναι γεγονός ότι μία τέτοια στάση παρουσιάζει εξαιρετικά πλεονεκτήματα : προσφέρει θωράκιση έναντι του εξωτερικού περιβάλλοντος και αποτρέπει τη συναισθηματική, κυρίως, έκθεση σε αντίξοες συνθήκες. Ποιο είναι όμως το κόστος της και κατά πόσο είναι η υιοθέτησή της ένδειξη δύναμης;

Ας εξετάσουμε καταρχάς πώς καταλήγει κανείς στην υιοθέτηση μιας τέτοιας στάσης, δεχόμενοι ως δεδομένο ότι κάθε στάση είναι το προϊόν επίδρασης γενετικών και κοινωνικών παραγόντων και περιοριζόμενοι, στην εδώ θεώρηση, στους κοινωνικούς παράγοντες. Η τήρηση μίας ανεπιφύλακτης στάσης, είτε αυτή αφορά τη δεκτικότητα, είτε αφορά την προσφορά, έχει συχνά ως αποτέλεσμα την έκθεση σε ακραία συναισθηματικά φορτία στην πρώτη περίπτωση και την εκμετάλλευση στη δεύτερη. Το γεγονός αυτό με τη σειρά του έχει ως συνέπεια τη διέγερση μηχανισμών αυτοπροστασίας, όπως είναι ο εγωισμός, προκειμένου να αποφευχθούν παρόμοια δυσάρεστα συναισθήματα στο μέλλον.

Θα μπορούσαμε να πούμε εν ολίγοις ότι το άτομο απεμπολεί τις ευαισθησίες του προκειμένου να προσαρμοστεί καλύτερα και να ελιχθεί αποτελεσματικότερα σε ένα περιβάλλον του οποίου η εχθρικότητα δεν θα ήταν υποφερτή υπό διαφορετικές συνθήκες. Το κόστος μίας τέτοιας απόφασης είναι προφανές: προκειμένου το άτομο να καταστεί απρόσβλητο από το περιβάλλον του, αναγκάζεται να αποκόψει μία σειρά από ερεθίσματα που αυτό του προσφέρει. Έτσι, η επερχόμενη σκλήρυνση δεν αποτρέπει μόνο την έκθεση σε κινδύνους, αλλά περιορίζει την αντίληψη του ατόμου για το περιβάλλον του. Θα μπορούσε, δικαίως, να ειπωθεί ότι το σύνολο των αποκοπτώμενων ερεθισμάτων δεν είναι το πλέον χρήσιμο, και είναι όντως γεγονός ότι πολλά έχουν επιτευχθεί από ανθρώπους στερού-μενους πάσης ευαισθησίας. Είναι όμως επίσης γεγονός ότι, σε όλα όσα εντυπωσιάζουν περισσότερο ως συλλήψεις και όχι τόσο ως επιτεύγματα, διαφαίνεται μια διορατικότητα που μόνο ως αυξημένη ευαισθησία μπορεί να ερμηνευτεί.

Το δεύτερο ερώτημα που τέθηκε είναι κατά πόσο η απόρριψη της ευαισθησίας αποτελεί ένδειξη δύναμης. Είδαμε ότι η άρνηση της ευαισθησίας είναι στο μεγαλύτερο μέρος της μία αντίδραση σε ένα αντίξοο περιβάλλον, μία διαδικασία προσαρμογής σε έξωθεν επιβεβλημένες συνθήκες. Και σαν τέτοια μόνο σαν ένδειξη δύναμης δεν μπορεί να εκληφθεί. Η πραγματική δύναμη δεν έγκειται στο να προσαρμόζεσαι "στους κανόνες του παιχνιδιού" αλλά στο να τους διαμορφώνεις, και συμμετοχή σε μια τέτοια διαδικασία από άτομα στερούμενα μέρους της ικανότητας αντίληψης είναι αδιανόητη. Το αρχικό ερώτημα θα μπορούσε να παραφραστεί σε : "Δυνατός είναι αυτός που είναι άτρωτος και απρόσιτος στα εξωτερικά ερεθίσματα ή αυτός που μπορεί να τα δέχεται και να τα αφομοιώνει παραγωγικά;".

Τελειώνοντας, είμαστε υποχρεω μένοι να επισημάνουμε ότι η ευαισθησία δεν είναι πανάκεια και ότι έχει, όπως όλα τα πράγματα άλλωστε, τα όρια της, όρια πέρα από τα οποία μπορεί να καταστεί επιζήμια όχι μόνο για το άτομο, αλλά και για το οικείο του περιβάλλον. Είναι γεγονός ότι ζούμε υπό συνθήκες εξοντωτικές για κάθε μορφή ευαισθησίας. Το επιθυμητό είναι να αντισταθούμε όσο μπορούμε περισσότερο στις συνθήκες αυτές και να τις ανασκευάσουμε έτσι ώστε η επιβίωση και η διαβίωση να απαιτούν λιγότερη άρνηση τμημάτων του εαυτού μας και να μην εκθέτουν ποικιλοτρόπως αυτούς που αποφασίζουν να υιοθετούν μορφές έκφρασης μακριά της πεπατημένης.

Γιώργος Πανοτόπουλος