ΝΥΓΜΑ #8 - 8 Mαϊου 1995

 

 

Ελλάς Ελλήνων

 

Ανοίγοντας σήμερα ραδιόφωνο, διαβάζοντας εφημερίδα, παρακολουθώντας μία τηλεοπτική εκπομπή και γενικά πληροφορούμενοι τα τεκταινόμενα στην χώρα μας, σχηματίζουμε την εντυπώση πως κάτι πολύ κακό μας (ξανα)συμβαίνει. Αισθανόμαστε πως «πλησιάζει το τέλος», πως «βρισκόμαστε στο χείλος του γκρεμού», πως «είμαστε με το πιστόλι στον κρόταφο», πως «ανοίγει η γη κάτω απ’τα πόδια μας», «περπατάμε σε τεντωμένο σχοινί», «καταρρέουμε», «είμαστε με το μαχαίρι στο λαιμό» και άλλα «χαριτωμένα». Με μια λέξη ΥΠΟΦΕΡΟΥΜΕ. Καλά, ραντεβού στον άλλο κόσμο, τότε.

Από παντού ακούγεται πως η Ελλάδα μαστίζεται. Βρίσκεται σε ατέλειωτα αδιέξοδα και αξεπέραστη κρίση. Απ’όσο μπορώ να ξέρω η Ελλάδα καταρρέει από... πάντα. Από τον πρώτο πρωθυπουργό και την πρώτη κυβέρνηση ως τα τώρα η ίδια καραμέλα: προβλήματα, εμπόδια, δάκτυλοι, κακοτυχίες. Καλά, περάσαμε και χειρότερα.

Η καραμέλα δεν λιώνει. Τελικά υποπτεύομαι πως ίσως να μην είναι καν καραμέλα αλλά τσίχλα. Που δεν πρόκειται να λιώσει ποτέ. Μόνο που έγινε πλέον τόσο κακόγουστη και από τη μακροχρόνια χρήση έχασε τη γεύση της. Μονοτονία, δηλαδή. Και αν κάποιος αναφέρει και παραδείγματα κινδυνεύει να χρωματιστεί: μπλε - πράσινος - κόκκινος ή και τα τρία μαζί. Μα, αυτό είναι τάχα το πρόβλημά μας; Ή μήπως οι λέξεις κλειδιά είναι άλλες, απόκρυφες: πολιτικό κόστος, εξουσία, συναλλαγή, υποκρισία, μίζα, ρουσφέτι, κλαδικές, συμφέρον.

Τι υπάρχει σήμερα στην Ελλάδα που να είναι ανεξάρτητο, ανιδιοτελές; Συνδικαλισμός, ΜΜΕ, μαθητικές και φοιτητικές παρατάξεις; Ανηλεής έλεγχος και καπηλεία. Κανείς δεν μπορεί να αντισταθεί ικανοποιητικά σ’αυτό που μας κυβερνά - στη διοίκηση ανεξαρτήτως χρώματος. Αν κάτι δεν μας αρέσει, δεν έχουμε κάποιον να μας προστατεύσει. Προσευχόμαστε μόνον η δική μας προσδοκία να ταυτίζεται ετερόνομα με το συμφέρον κάποιου που διαθέτει δύναμη. Πχ. αν εμένα μου βουλώσει η αποχέτευση και πλημμυρίσει το σπίτι μου (...) οι ‘αρμόδιοι’ θα ενδιαφερθούν μετά από κάποιες μέρες (και βάλε!). Αν όμως (ευτυχώς για μένα) την ίδια αποχέτευση χρησιμοποιεί για να εκβάλλει τις ακαθαρσίες του (λέμε, τώρα) ο τάδε εκδότης ή ο δείνα γραμματέας κάποιου Υπουργείου, το πρόβλημα θα λυθεί αυθημερόν κι εγώ θα μακαρίζω την τύχη μου - αντί να μαγαρίζω το σπίτι μου (ευφυολόγημα).

Τελικά, μάλλον δεν μας ωφελεί να πολιτικολογούμε ασύστολα. Τι να πω εγώ βρε παιδιά όταν γίνονται τόσα και τόσα πίσω απ’την πλάτη μου που διαμορφώνουν την εικόνα και μάλλον δεν θα τα μάθω ποτέ. Και μήπως θ’ακουστώ κι αν πω κάτι - όχι. Φωνή βοώντος εν τη ερήμω. Έχω την εντύπωση πως όλα όσα μας σερβίρουν είναι όσα ακριβώς δεν τους χρειάζονται. Εσωτερική κατανάλωση (με μεθόδους ανακύκλωσης). Και μην τα φορτώνουμε όλα στους πολιτικούς. Αυτοί είναι οι περισσότεροι «κατ’ επάγγελμα ψεύτες». Εντάξει. Οι δημοσιογράφοι τι κάνουν; Μας έχουν τρελλάνει οι άτιμοι στην αποκλειστικότητα. Το τι έλεγχος της εξουσίας πέφτει δεν λέγεται. Τρίζουν καρέκλες. Γι’αυτό και πέφτει μπόλικο ΛΑΔΩΜΑ για να σταματήσουν (... το τρίξιμο). Είναι τόσο απλά τα πράγματα. Μαραγκοδουλειές και μερεμέτια. Βέεεβαια, ο Τύπος σήμερα είναι η τέταρτη εξουσία. Τα μοιράζεται με τις άλλες τρεις. Κι έτσι ικανοποιείται κι ο λαός. Παίρνει πχ. τρεις βίλλες δώρο ο τάδε εκδότης για μια ‘χάρη’; Ε, δίνει και μία δώρο στους 50.000 αναγνώστες του. Μαζεύουν κι αυτοί σαν τρελλοί τα κουπόνια, γίνεται η κλήρωση και κερδίζει πχ. ο x συνταξιούχος τη μεζονέτα στη Μύκονο για να πάει διακοπές με τη γκόμενα. Και όχι μόνο αυτό. ¶ντε μετά να τολμήσει να βγει στους δρόμους και να ζητήσει αύξηση στη σύνταξη. Ε, είναι δυνατόν να μην τη φάει τότε τη ροπαλιά από τα ΜΑΤ; Ολόκληρη μεζονέτα, θα του πουν, πήρες βρε άτιμε, τι τη θέλεις την αύξηση; Κι ύστερα θα τον κολλήσουν και στον τοίχο: Πόθεν έσχες; Αντικειμενικά κριτήρια! Τι να σου κάνει το υπογλώσσιο μετά και οι ινσουλίνες; Κατευθείαν για νεκροψία.

Εμ, βέβαια, έτσι ‘λειτουργούν’ τα πράγματα στην Ελλάδα. ‘ΚΡΙΣΗ’ από τη μια, έτσι για να το εμπεδώσουμε καλά και να τα σκάμε απροβλημάτιστα και αδιαμαρτύρητα. «Ε, αφού είμαστε σε κρίση, πρέπει να υπομείνουμε», λέμε. Απ’την άλλη ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ. Τι να κάνουμε κι εμείς, προσευχόμαστε. Ο καλός Θεός είναι ο μόνος που δεν εκπίπτει στα μάτια και τη συνείδησή μας. Δεν κάνει ποτέ δηλώσεις κι έτσι τον εμπιστευόμαστε. Αυτός, τουλάχιστον, τα’γραψε μια και καλή όλα στη Βίβλο και ξεμπέρδεψε. Και δώστου οι ικεσίες, μήπως και δούμε άσπρη μέρα. Τι να γίνει; Οι λοιποί εκπρόσωποι και αντιπρόσωποί μας, αργούν.

Φυσικά, ευτυχώς που βρίσκονται πού και πού μερικοί και μας ανοίγουν τα μάτια. Δες «Λάμψη» και το’χεις πιάσει το νόημα. Σήμερα ο συνειδητός αντιρρησίας βλέπει «Λάμψη». Μαθαίνει από πρώτο χέρι τι γίνεται πίσω από τα φώτα και διαμορφώνει τη στάση του: Σου λέει Γιάγκος = Κόκκαλης, Βίρνα = Κόκκινος, Σελήνη = Γιώργάκης Παπανδρέου (ο ...καθυστερημένος) κά. Βλέπει λοιπόν τις πλεκτάνες και αναλόγως δρα. Αμ το άλλο; Παραπολιτικά έντυπα: Λοιπόν, CIAO, Χάι, Σοκ κλπ. Εκεί να δεις ξεσκέπασμα. Η πλήρης απομυθοποίηση των ΣΥΓΧΡΟΝΩΝ ΜΥΘΩΝ. Φοβερό ξεμπρόστιασμα. Καλλιτέχνες σύμβολα αποκαθηλώνονται σε μια νύχτα: Ρουβάς, Ντενίση, Κορκολής, ¶ντζελα, Λε Πα, Ρούλα. Ατέλειωτος κατάλογος. Συνταρακτικά οκτάστηλα. Απίστευτες αποκλειστικότητες, ειδήσεις που κόβουν την ανάσα. «ΠΩΣ έκλασε ο Γκλέτσος, τη μύρισε η Ντενίση, λιποθύμισε από τη βρώμα, έπεσε πάνω στο Βανδώρο που καθόταν πιο πίσω, τον πάτησε στον κάλο, έκανε αυτός «άου», τον άκουσε η Κουλιανού που ήταν δίπλα, το πέρασε για «νιάου», το είπε στη Φιλίνη που ήταν μπροστά και είναι φιλόζωη, νόμισε εκείνη πως ήταν γάτα, άρχισε να κάνει «ψι-ψι-ψι-ψιψινάκι», την πήρε πρέφα ο Ρουβάς που ήταν παραδίπλα και άκουσε «Ψινάκης», τα πήρε στο κρανίο γιατί νόμισε πως τον απατά με γυναίκα, τον πήρε στο κινητό, τον έβρισε, τον είπε «ανώμαλο», μαλώσανε και γύρισε θυμωμένος στο στρατόπεδο (φαντάσου σοκ!)». Ασυμβίβαστοι δημοσιογράφοι, διεισδυτικοί ρεπόρτερ, αποκαλυπτικοί φωτογράφοι - παπαράτσι είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμοι να την κάνουν τη ζημιά. Που να κουνηθούν μετά οι χαζοβιόλες, ονειροπαρμένες στάρλετ; Ούτε ψύλλος στον κόρφο τους.

Μ’αυτά και μ’αυτά, λοιπόν, περνάει η μέρα. Σου λέει ο συμπατριώτης: «Τόσα χρόνια στην πολιτική τα ίδια ακούμε, ας το ρίξουμε στα πολιτιστικά». Και δώστου καλλιστεία, μουσικά βραβεία, σόου, πάρτι, δεξιώσεις, χάπενινγκ κι έχει ο Θεός! Πολεμάμε, έτσι, τη ρουτίνα και φτάνει το Σαββατοκύριακο. Εκεί το ρίχνουμε στα σπορ, καθότι «πάντα τα αγαπούσαμε ως λαός». Πρώτοι στα σπορ του καπνίσματος, της μάσας, του ποτού, της κραιπάλης. ¶ντε και λίγο γήπεδο «να εκτονωθούμε». Κι αν το διήμερο γίνει τριήμερο, τότε παίρνουμε την αμαξάρα μας κι εξορμάμε «στο χωριό». Το τρέχουμε κιόλας «για να χλιμιντρίσουν τ’άλογα». Αν φτάσουμε, φτάσαμε. Αν όχι, ...

Και έπειτα περνά και το Σαββατοκύριακο και δώστου πάλι τα ίδια. Πολιτική, καλλιτεχνικά, αθλητικά και ‘χόμπυ’ - αυτά είναι τα ιδανικά μας. Όλα τα βλέπουμε σαν θέαμα, σαν παράσταση. Απόδειξη; Ακόμα και τα σημαντικότερα γεγονότα σκηνοθετούνται σαν το καλύτερο σήριαλ. ¶λλαζε, για παράδειγμα, πρόσφατα ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και όλες οι ελληνικές οικογένειες «συν γυναιξί και τέκνοις» με πασατέμπους, φυστικάκια, ουισκάκι και αναψυκτικά σχολιάζανε: «Καλά, ακόμα ν’αλλάξει μασέλα ο Καραμανλής;», «Σαν πεσμένα τα βλέπω τα φρύδια του», «Ο Στεφανόπουλος ήταν παλιά παπάς, γι’αυτό μιλάει στην καθαρεύουσα» και άλλα βαρυσήμαντα.Μα γιατί νομίζετε πως μας αρέσουν οι εκλογές; Υπάρχει μεγαλύτερο γλέντι; Δώστου συγκεντρώσεις, δώστου καβγάδες και συζητήσεις και να τα σημαιάκια και πάρε και στοιχήματα - τζόγος ατελείωτος, σκέτη παραοικονομία. Και το καλύτερο φυσικά το βράδυ των αποτελεσμάτων - με Κουίκ, Χατζηνικολάου, Νικολακόπουλο και Λεβέντη (να μας περνάει γενεές δεκατέσσερεις που τον αγνοήσαμε - τα ζώα - και δεν τον ψηφίσαμε και να καταγγέλει νοθείες). Γραφικότητες. Ελλάδα: όλα γίνονται για πλάκα. ¶κουσα κι αυτό (είναι, λέει, εθνικός χαιρετισμός) : ΧαΜπουΦ = Χαβαλές - Μπούγιο - Φραμπαλάς. Πέστο ψέμματα.

Τι να πεις. Η μόνη αλήθεια είναι ότι είμαστε, βρε αδερφέ, φτωχός λαός. Είμαστε η χώρα των ολίγων. Οι πολλοί υποφέρουν. Έχουν όλοι οι Έλληνες τη δυνατότητα να δίνουν πουρμπουάρ στο σερβιτόρο, στον παρκαδόρο, στον μπάτλερ, στο μετρ; Όχι. Σφιχτά τα λουριά. Πώς να ζήσεις όταν η super αμόλυβδη είναι στα ύψη; Όταν το μπρικ ανατιμάται συνεχώς και όταν είναι αδιανόητο να κλείσεις ραντεβού στο κομμωτήριο μετά τις 2; Πού να βρει μετά η μάνα το χρήμα και το χρόνο να ταΐσει μια μπουκιά - οχτάσπορο - ψωμί το γιό της; Μαύρο το ψωμί, μαύρο το κρασί, μαύρο και το χαβιάρι, που έλεγε και ο Χάρρυ Κλύν.

Είναι φοβερό το πόσο παραπονιάρηδες είμαστε ως λαός. Συνεχώς κάτι μας φταίει, τα βλέπουμε όλα κάτω από μαύρο πέπλο. Κι όμως, πόσοι Έλληνες ΔΕΝ έχουν ομόλογα ή/και μετοχές ή/και καταθέσεις ή/και κάποιο οικόπεδο ή/και δεύτερο σπίτι (εξοχικό, νοικιασμένο κλπ.) ή/και άλλα δευτερεύοντα (Hi - Fi, βίντεο, 2η Τ.V. κλπ.). Μάλλον η πολύ μικρή μειονότητα. Φτωχός δεν είναι κάποιος που έχει π.χ. δύο αμάξια, σπίτι και παιδιά σε ιδιωτικό σχολείο (+ μπαλλέτο, πιάνο, γλώσσες - τα ξερέτε) και παραπονιέται ότι δεν τα βγάζει πέρα. Κακοδιαχειριστής μπορεί, ανασφαλής ίσως, φτωχός όχι.

Κι έτσι περνά ο καιρός και είμαστε όλοι ευτυχείς. Με τα προβλήματα μας, την κρίση μας, τις φήμες και τα παρασκήνια, τα γλέντια, τις μπαγαποντιές μας, τα κουτσομπολιά και όλα τ’άλλα. Αγαπάμε πρώτα εμάς, κατά βάθος όμως αγαπάμε και την Ελλάδα. Η ζωή μας όλη είναι τελικά ένα διπλογραμμένο πανό που το κρατάμε δια βίου δίπλα μας και το σηκώνουμε κατά βούληση κι ανάλογα με τις περιστάσεις. Απ’την μία μεριά λέει «Έλληνες μαλάκες, καραγκιόζηδες και γύφτοι ποτέ δεν θα πάΤΕ μπροστά» κι απ’την άλλη «Η Ελλάς ποτέ δεν πεθαίνει ...».

Θωμάς Σπυρίδης

Δευτεροετής φοιτητής Νομικής Αθηνών