ΝΥΓΜΑ #18 - Μάιος 1996

 

Οι εμπειρίες ενός πρωτάρη

Είναι Σάββατο, 2 του Μάη και ώρα περασμένη. Ο Σ. άνετα ξαπλωμένος στο κρεβάτι ανάβει ένα τσιγάρο. Απολαυστικά τραβά την πρώτη τζούρα, αυτή κατεβαίνει στα πνευμόνια, τα καίει, φεύγει. Ξελαμπικάρει το μυαλό, ηρεμεί ο νους, απλώνει...

Θυμήθηκε τις πρώτες μέρες κάπου στον Οκτώβρη, τότε που την πρωτογνώρισε. Ψηλή, γεματούλα, με γκριζαρισμένα χαρακτηριστικά× το μόνο της μειονέκτημα ήταν πως καθαρή πολύ δεν ήταν. Αλλά δεν τον ένοιαζε× πάντα αυτό ήταν τ' όνειρό του: να μπει σ'αυτή, να του μάθει όλα τα κόλπα και μετά από τέσσερα χρόνια να χωρίσουν παίρνοντας μόνο απ'αυτήν σαν ανάμνηση ένα χαρτί που θα έγραφε πόσο ωραία πέρασαν μαζί. Όσο κι αν την ήθελε, ήξερε πως η ζωή θέλει αλλαγές.

Τελικά τα κατάφερε και την έριξε. Και στην αρχή αυτό δεν ήταν αγάπη που ένιωθε. Ήταν έρωτας, κεραυνοβόλος έρωτας. Κάθε μέρα μαζί της, μέσα της, να ρουφά ένα-ένα τα λόγια της. Οι φίλοι κουνούσαν συγκαταβατικά το κεφάλι, όταν δεν τον δούλευαν, μ'αυτός εκεί, να τους λέει πόσο την αγαπά, πως όσο ήταν μαζί της άλλο τίποτα από αυτήν στον κόσμο δεν ήθελε...

Περνούσε όμως ο καιρός` σιγά-σιγά ο έρωτας χανόταν και τα προβλήματα φάνηκαν. Του'μπαινε στο ρουθούνι ότι δεν ήταν καθαρή× κατάλαβε ότι βρωμούσε. Ήταν και το άλλο: δεν είχε μόνον αυτόν, δεν είχε ούτε δυό, ούτε τρεις, πεντακόσιους είχε η τσούλα που όλοι δικιά τους την ήθελαν× μα όλοι τα ίδια μ'αυτόν έλεγαν. Εκείνο όμως που πιο πολύ απ'όλα τον ένοιαζε ήταν τούτο: αυτά που του'λεγε πια και τόσο δεν τον ενδιέφεραν` στις κακές του τα βαριόταν αφόρητα, τ'απεχθανόταν. Μάλιστα, αυτή η ψηλή και ψιλοάπλυτη γεματούλα με τα γκριζαρισμένα χαρακτηριστικά δεν ήταν αυτό που ονειρευόταν× ήταν μια από τις πουτάνες στη Σόλωνος, μα διαφορετική από αυτές, ήταν ένα τέρας, τέρας γκρίζο, στεγνό, μεταλλικό, αμείλικτο, που του'τρωγε τα όνειρα. Που'τρωγε τον ίδιο, τον στέγνωνε, ήθελε να τον κάνει και αυτόν στεγνό, τέρας σαν και εκείνη, ανέραστο κι ανέκφραστο γραφιά, να μετρά νόμους και διατάξεις, παραγράφους και άρθρα, κώδικες και αποκρυπτογραφήσεις. Μάλιστα, το ονειρεμένο του κορίτσι ήταν ένας του εφιάλτης...

Ξύπνησα ιδρωμένος, άναψα το φως× το τσιγάρο σχεδόν είχε σβήσει. Το ζούληξα στο τασάκι, άναψα άλλο. Ρε μαλάκα, τόσο λάθος πήγες στη ζωή; Μπα μάλλον κρίση περνώ, κρίση συνείδησης.

Κυριακογιαννάκης Στέλιος

1ο έτος Νομικού τμήματος Νομικής Αθηνών