ΝΥΓΜΑ #21 - Σεπτέμβριος 1996

 

Μπροστά στις εκλογές ‘96

Είναι τελικά αυτές οι εκλογές αλλιώτικες; Αναμφίβολα το σκηνικό έχει αλλάξει σημαντικά. Αν μη τι άλλο οι πρωταγωνιστές είναι άλλα φυσικά πρόσωπα, συνεπώς μοιραία η αντιπαράθεση δεν είναι η ίδια. Η απουσία των παραδοσιακών ηγετών από το προσκήνιο σηματοδοτεί για μας ως έθνος τη χειραφέτηση σε μια εντελώς νέα λογική ψήφου.

Δίχως αμφιβολία μέχρι και χθες, το ελληνικό εκλογικό σώμα έκανε τη επιλογή του σε σημαντικό βαθμό και με συναισθηματικά κριτήρια. Το γεγονός αυτό συντελούσε στη διατήρηση ιδιαίτερα συμπαγών εκλογικών βάσεων των κομμάτων, που είχαν μικρά περιθώρια διακύμανσης. Η κρίσιμη για το αποτέλεσμα ομάδα των αναποφασίστων δεν υπερέβαινε το 15%. Η κατάσταση αυτή δεν είναι σήμερα πλέον ακριβώς έτσι. Οι δεσμοί του κόσμου με τα κόμματα δείχνουν αρκετά χαλαρότεροι. Πολλοί μάλιστα θεωρούν ότι η μεταστροφή αυτή οφείλεται στην απομυθοποίηση ή ακόμα την ανεπάρκεια των νέων πρωταγωνιστών. Όμως η πραγματικότητα είναι μάλλον απλούστερη.

Ο λαός, έχοντας καταπονηθεί συναισθηματικά από τις ανεκπλήρωτες υποσχέσεις των ηγετών του παρελθόντος και τις απογοητεύσεις της ισοπέδωσης των οραμάτων του, είναι βαθύτατα πληγωμένος και υποσυνείδητα αποφασισμένος να μην δοθεί εύκολα σε κανέναν από δω και στο εξής. Προέρχεται από πρόσφατο χωρισμό μιας θυελλώδους, ψυχοφθόρας και βαθύτατα ερωτικής - όπως είναι η πολιτική - σχέσης και οι εμπειρίες του παρελθόντος δεν τον αφήνουν να σαγηνευτεί. Δεν είναι πρόθυμος για κάτι τέτοιο και είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν θα είναι ποτέ. Προσέρχεται λοιπόν στις κάλπες αποφασισμένος περισσότερο από ποτέ άλλοτε να ψηφίσει με το νου αντί της ψυχής. Και αν σήμερα το γεγονός αυτό δεν καταγράφεται και σε έντονες επιδράσεις στις ενδείξεις του πολιτικού βαρόμετρου, παρά μόνο μικρές για την ώρα, πρέπει να είμαστε βέβαιοι ότι αυτή είναι μόνο η αρχή.

Η αρχή όμως σε τι; Μήπως πράγματι εισερχόμεθα τελικά, έστω και λίγο απότομα, στο νέο αιώνα για την άνοιξη του οποίου πρέπει να ετοιμαστούμε το συντομότερο; Μήπως οι ιστορικές συγκυρίες υποχρεώνουν τη χώρα να προχωρήσει προς το αύριο με γοργούς ρυθμούς ανεξαρτήτως της αποφασιστικότητας των πρωταγωνιστών; Μήπως τελικά ο λαός γίνεται αυτή την ύστατη ώρα ο ουσιώδης πρωταγωνιστής ;

Το παραπάνω ενδεχόμενο διαφαίνεται ξεκάθαρα από το γεγονός ότι τα δυο μεγάλα κόμματα υπόκεινται σε σημαντικές αλλαγές των παραδοσιακών δομών - μέχρι και αυτή η κομματική πειθαρχία αρχίζει να ξεφτίζει - όχι σε μια προσπάθεια να οδηγήσουν τη χώρα πιο ορθά, αλλά δεχόμενα την έντονη πίεση του εκλογικού σώματος. Λαμβάνοντας τα μηνύματα των καιρών ότι η περίοδος χάριτος έχει λήξει και ότι ο λαός θα είναι στο εξής αμείλικτος κριτής. Δεχόμενα το γεγονός ότι στο εξής θα πρέπει να κάνουν επίκληση στη λογική και όχι στο συναίσθημα των ψηφοφόρων. Απτές αποδείξεις των παραπάνω είναι το σημαντικότατο φαινόμενο των χωριών που αρνούνται να δεχθούν την επίσκεψη πολιτευτών κατά την προεκλογική περίοδο, κυρήσσοντάς τους ανεπιθύμητα πρόσωπα. Φυσικά το παράδειγμα δεν είναι άξιο προς μίμηση, παρόλα αυτά αποτελεί αξιοσημείωτο - αν και όχι ευρύ - πολιτικό φαινόμενο.

Και η πορεία αυτή της μετουσίωσης της ελληνικής πολιτικής ζωής θα μπορούσε να έχει πολύ πιο έντονους κλυδωνισμούς αλλά και αποτελέσματα αν τύχαινε της βοήθειας από τα λεγόμενα μικρά κόμματα. Τα κόμματα αυτά που αποτελούσαν αρκετά πιο ευέλικτα πολιτικά σχήματα ώστε να μπορούν εύκολα να ευθυγραμμίζονται προς τη λαϊκή βούληση, εμφανίζονται σήμερα εξαιρετικά ανέτοιμα να συνδράμουν αποφασιστικά στην αλλαγή του πολιτικού σκηνικού. Ελπίζοντας ότι θα εισπράξουν αυτομάτως οφέλη από τους κλυδωνισμούς των μεγάλων κομμάτων στην προσπάθειά τους να προσαρμοστούν στη νέα εποχή, δεν πράττουν τίποτα για να συνεισφέρουν στην εξελικτική διαδικασία. Ακολουθούν με απίστευτη ευλάβεια τη συνταγή του παρελθόντος, αναφέροντας ότι πρέπει να προτιμηθούν μόνο και μόνο για να καταπολεμηθεί ο δικομματισμός. Δεδομένου όμως ότι η νέα εποχή δε δίνει περίοδο χάριτος σε κανένα, και οι μικροί καταλήγουν να γίνουν αυτοί με το πλέον ομιχλώδες προφίλ, χωρίς σαφή πολιτική πρόταση. Ιδιαίτερα μάλιστα αναφέρουν ότι δεν θέλουν τις αυτοδύναμες κυβερνήσεις, όμως εκ των προτέρων δεσμεύονται ότι δεν υπάρχει περίπτωση να συνεργαστούν μετεκλογικά με κανένα άλλο κόμμα. Πώς τότε άραγε θα διεκδικήσει ένα από αυτά τα κόμματα ποσοστό της τάξης του 10%, που είναι το ελάχιστο απαραίτητο για τη μη ύπαρξη αυτοδυναμίας με τον ισχύοντα εκλογικό νόμο;

Έναν εκλογικό νόμο που αποτελεί ιδιαίτερα κρίσιμο παράγοντα του πολιτικού γίγνεσθαι. Έναν εκλογικό νόμο που μας αναγκάζει να ψηφίζουμε στις εκλογές όχι κυρίως τους εκπροσώπους μας στην εθνική αντιπροσωπεία - το κοινοβούλιο - αλλά την κυβέρνηση που θέλουμε να έχουμε αύριο. Βέβαια μας σώζει από περιπέτειες πολιτικής αστάθειας με όλες τις συνέπειες που έχουν αυτές. Τελικά αν και αλλοιώνει σαφώς τον χαρακτήρα των εκλογών βάζοντας σε δεύτερη μοίρα την εκλογή των αντιπροσώπων, ρίχνει την ευθύνη στο όποιο τρίτο κόμμα. Αν πραγματικά πιστεύει σε κυβερνήσεις συνεργασίας, οφείλει να δώσει σαφείς δεσμεύσεις ότι λαμβάνοντας ένα 10% δε θα οδηγήσει τον τόπο σε ακυβερνησία.

Το πλέον εντυπωσιακό όμως είναι ότι παρόλη τη μεταστροφή του κλίματος και το νέο ύφος των εκλογών - κατά πολλούς είναι η πρώτη φορά που τα πραγματικά προβλήματα είναι το «μήλο της έριδος» - ένα θέμα που για όλους είναι εθνική προτεραιότητα βρίσκεται εντελώς στο περιθώριο των συζητήσεων και προγραμματικών δηλώσεων. Η παιδεία, την οποία όλα τα κόμματα αποδέχονται ως την στρατηγική επένδυση που θα οδηγήσει τη χώρα στο αύριο λειτουργώντας ως μοχλός οικονομικής, κοινωνικής και πολιτισμικής ανάπτυξης, αποτελεί αντικείμενο απολύτως ξεχασμένο τόσο για τους μετέχοντες στις πολιτικές τηλεοπτικές συζητήσεις, όσο και για τους μεγαλόσχημους συντονιστές των συζητήσεων που συνήθως θέτουν τη θεματολογία και τα βασικά ερωτήματα. Μήπως πρέπει να έχουμε καταλήψεις για να θυμόμαστε αυτή την «εθνική προτεραιότητα»;

Το βέβαιο είναι ότι όλοι μας έχουμε βαρεθεί τους πειραματισμούς στον τομέα αυτό και αναμένουμε από τα σύγχρονα πολιτικά κόμματα, που υπόσχονται να μας οδηγήσουν στο 2000, να παραθέσουν ρεαλιστικές και μακρόπνοες προτάσεις επενδύσεων και αλλαγών για την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας της εκπαίδευσης. Προτάσεις που θα πρέπει μετεκλογικά να γίνουν έργα μέσα από συναινετικές διαδικασίες ώστε να μην αποτύχουν. Αναρωτιέμαι γιατί το θέμα αυτό δεν χαίρει ίσης μεταχείρισης και αφιέρωσης έστω του μισού χρόνου από άλλα ουσιώδη θέματα όπως αυτό της οικονομίας, της εθνικής ασφάλειας και της εξωτερικής πολιτικής.

Και απεύχομαι το ενδεχόμενο μια συζήτηση για την παιδεία να αναλωθεί στο αν θα πρέπει να δημιουργηθούν ή όχι ιδιωτικά πανεπιστήμια στη χώρα. Στην πράξη φυσικά υπάρχουν τέτοια - άλλα καλύτερα και άλλα χειρότερα - εδώ και μερικές δεκαετίες στην Ελλάδα, ακόμα και αν το επίσημο κράτος δεν τα αναγνωρίζει. Νομίζω όμως ότι πρωτεύει το να λειτουργήσουν αποτελεσματικά σε σχέση με τους στόχους τους τα ήδη υπάρχοντα δημόσια, ή έστω σημαντικός αριθμός αυτών, για να συζητήσουμε κατόπιν την αναγκαιότητα δημιουργίας και νέων ιδιωτικών ή την αναγνώριση των υπαρχόντων.

Κλείνοντας, θα ήθελα να υπογραμμίσω το ρόλο των νέων στη μεταστροφή του κλίματος προς τη νέα εποχή, το νέο ύφος των εκλογών και των πολιτικών διεργασιών. Το ρόλο αυτό πρέπει να συνειδητοποιήσουμε και να αξιοποιήσουμε, γιατί πραγματικά είμαστε το πιο ζωντανό κομμάτι της κοινωνίας, η οποία δίκαια περιμένει από εμάς να κάνουμε πολλά για να κτιστεί ο κόσμος του αύριο. Για το λόγο αυτό το σύνθημά μας θα πρέπει να είναι όχι η στείρα άρνηση και η αβασάνιστη απόρριψη, αλλά η εποικοδομητική κριτική, η διατύπωση προτάσεων και η δυναμική αλλά ποτέ εμπρηστική προβολή τους. Γιατί για την αποκάλυψη του αύριο απαιτούνται πολλά περισσότερα από την άρνηση του σήμερα.

Σεραφείμ Κοτρώτσος