ΝΥΓΜΑ #24 - Δεκέμβριος 1996

 

Προς : Σύλλογο Μεταπτυχιακών Σπουδαστών Ε.Μ.Π.

Ουκέτι Φοίβος έχει καλύβαν, ου μάντιδα δάφνην, ου παγάν λαλέουσαν.

Απέσβετο και λάλαν ύδωρ ...

ή αλλιώς ...

Την γλώσσαν την Ελληνική οι Ποσειδωνιάται εξέχασαν τόσους

αιώνες ανακατεμένοι

με Τυρρηνούς και με Λατίνους και άλλους ξένους.

Το μόνο που τους έμεινε προγονικό

ήταν μια Ελληνική γιορτή, με τελετές ωραίες

με λύρες και με αυλούς και με αγώνας και στεφάνους.

Κι είχαν συνήθειο προς το τέλος της γιορτής

τα παλαιά έθιμα να διηγούνται

και τα Ελληνικά ονόματα να ξαναλένε,

που μόλις πια τα καταλάβαιναν ολίγοι.

Και πάντα μελαγχολικοί τέλειων' η γιορτή τους.

Γιατί θυμούνταν που κι αυτοί ήσαν Έλληνες-Ιταλιώται,

ένα καιρό κι αυτοί.

Και τώρα πώς εξέπεσαν, πώς έγιναν,

να ζουν και να ομιλούν βαρβαρικά

βγαλμένοι -ώ συμφορά, απ' τον Ελληνισμό.

Ο ελληνισμός έχει την ιδιαιτερότητα να επεκτείνεται ιστορικά και πολιτισμικά πολύ πέρα από τα συγκεκριμένα και περιορισμένα σύνορα του ελλαδικού κράτους, έτσι όπως αυτό διαμορφώθηκε τους δύο τελευταίους αιώνες. Ιστορικές συγκυρίες και πολιτικές σκοπιμότητες έχουν αποκλείσει από την ελληνική επικράτεια περιοχές όπου η παρουσία Ελλήνων πιστοποιείται ήδη από την απώτατη αρχαιότητα, ενώ η ιστορική και εθνολογική έρευνα αποδεικνύουν την αδιάκοπη πολιτισμική τους πορεία μέσα στο χρόνο, περνώντας ομαλά από την αρχαιότητα στο Βυζάντιο και από τη μετα-βυζαντινή εποχή στο νεότερο ελληνισμό.

Η γλώσσα, η μουσική και ο χορός, τριάδα ομοούσιος και αδιαίρετη του λαϊκού πολιτισμού, αποτελούν τα ισχυρότερα τεκμήρια αυτής της αδιάσπαστης παρουσίας, που διαγράφει ένα μεγάλο γεωγραφικό τόξο, επιβεβαιώνοντας τον καίριο ρόλο που παίζει ο ελληνισμός ως γέφυρα που ενώνει τρεις ηπείρους και δύο πολιτισμούς, την Ανατολή με τη Δύση, τα Βαλκάνια με τη Μεσόγειο, τη στεριά με τη θάλασσα, το απολλώνιο πνεύμα με το διονυσιακό.

Από το Καργκέζε της Κορσικής και τα ελληνόφωνα χωριά του ιταλικού νότου (Σαλέντο, Καλαβρία) ως τη Βόρειο Ήπειρο, από τη Βόρεια (Ανατολική Ρωμυλία) και την Ανατολική Θράκη ως την Προποντίδα και την πάλαι ποτέ Βασιλεύουσα Πόλη-Κωνσταντινούπολη, από τον ελληνισμό της Μαύρης Θάλασσας (Πόντος, Αζοφική, Κριμαία) ως τα παράλια της Μικράς Ασίας με τ' αστικά της κέντρα (Σμύρνη, Αϊβαλί, Αττάλεια, Αλικαρνασσό), από την Καππαδοκία και τους ορθόδοξους της Συρίας ως την Κύπρο και την Αλεξάνδρεια. Είναι οι "άκρες" του ελληνισμού, τα πολιτιστικά όρια μιας παράδοσης αιώνων που για πρώτη φορά στην ιστορία της αποκόπτεται συστηματικά , τα τελευταία 150 χρόνια, από τα ζωτικότερα μέλη της και συρρικνώνεται σ' ένα κράτος προσαρτημένο στη Δύση.

Οι "άκρες" αυτές του ελληνισμού, τραγουδήθηκαν στην εποχή τους κι η εποχή αυτή τραγουδήθηκε στις επόμενες εποχές και χρόνο με χρόνο, μέσα από μουσικές και τραγούδια οι εποχές ζούσαν και ζουν. Η μουσική παράδοση των μοναχικών Ακριτών ταξίδεψε απ' τα βάθη της Ανατολής στα παράλια της Μ. Ασίας, στέριωσε, ρίζωσε, εκεί πέρα κι έζησε για πολλά χρόνια. Κι όταν κάποτε, ούτε 100 χρόνια δεν πέρασαν από τότε, ξεριζώθηκε για ακόμα μια φορά, ταξίδεψε μ' ατμόπλοια και κωπήλατες βάρκες και πέρασε στην Ελλάδα. Για μία ακόμα φορά ρίζωσε σε δύο διαφορετικά μέρη, σε δύο πόλους όπου συνέχισε να ζει και να γράφεται, στον Πειραιά και στη Θεσσαλονίκη. Προσφυγουπόλεις που άνοιξαν την αγκαλιά τους και δέχτηκαν πλήθος ανθρώπων και τη μουσική τους. Το σάζι και το ούτι έγιναν παράνομο μπουζούκι, τζουράς και μπαγλαμάς. Άνθρωποι και όργανα έζησαν άλλοτε κρυφά κι άλλοτε φανερά, στα ρέματα, στις παράγκες, στις πλατείες και στα σαλόνια, ο άνθρωπος έγραφε τη ζωή του χωρίς παρτιτούρες και τα όργανα έδιναν την κρυφή μελωδία τους. Η μακρόχρονη ιστορία του ελληνισμού συνεχιζόταν κι ακουγόταν σε μουσικές και τραγούδια κι όταν κάποτε οι άνθρωποι άρχιζαν να έχουν επαφή με τον εκτός Ελλάδας κόσμο, δεν άλλαξαν την ιστορία που ήδη είχε γραφτεί αλλά της έδωσαν άλλοτε Ευρωπαϊκό κι άλλοτε πιο Δυτικό ύφος, μα το νόημα που έκρυβαν τα λόγια και οι ρυθμοί μένανε πάντα ίδιοι. Το γραμμόφωνο άλλαξε και γίνηκε πικάπ, οι στροφές πέσανε από 78 και γίνανε 45 και πιο ύστερα 33 και κάτι ψιλά, μα τα λόγια και οι μουσικές μείνανε ίδια, η ίδια ιστορία από τους ίδιους ανθρώπους.

Στο χώρο που ζούμε και μορφωνόμαστε, κάποιοι συνάδελφοι μας, 20 και βάλε χρόνια πριν, έστησαν έναν ραδιοφωνικό σταθμό, πόλο έλξης για όσους καταλάβαιναν τα τραγούδια του, κέντρο της μεγαλύτερης σύγχρονης λαϊκής εξέγερσης της μικρής Ελλάδας. Ένας σταθμός που ονομάστηκε αντιστασιακός, επαναστατικός και μερικά ακόμη, που παρόλο που δεν είχε ειδήσεις και διαφημίσεις παρά μόνον λίγα από καρδιάς λόγια και πολλά τραγούδια ξεσήκωσε μια ολόκληρη πόλη, έγινε σημείο στη σύγχρονη ιστορία μας. Έπαιζε τραγούδια που το μόνο που λέγανε ήταν απλά η ιστορία της Ελλάδας η πιο παλιά αλλά και η σύγχρονη. Λόγια λιτά, που γράφτηκαν απ' την καρδιά απλών ανθρώπων και γράφτηκαν ανεξίτηλα, κι αυτή ήταν η μαγεία τους, στις καρδιές απλών ανθρώπων.

Ο χώρος μας, επάξια και με πολύ αγώνα, έφτασε σήμερα να είναι ένα από τα καλύτερα τεχνολογικά ιδρύματα του κόσμου. Μέσα συνεχίζουν να ζουν και να μορφώνονται άτομα προερχόμενα από όλα σχεδόν τα κοινωνικά και οικονομικά στρώματα της χώρας κι όχι μόνο. Ένα από τα κοινά τους σημεία, κι ευτυχώς όχι μόνο, είναι η αφοσίωσή τους στην τεχνολογία, στη μελέτη και στην ανάπτυξή της. Σ' έναν κόσμο που τρέχει ασταμάτητα, που ο ελεύθερος χρόνος είναι δυσεύρετος, όλοι αυτοί οι άνθρωποι, που αποτελούν την μικροκοινωνία του Πολυτεχνείου, έσπρωξαν άλλοι πολύ άλλοι λίγο, βαθιά μέσα τους, μερικά από τα συναισθήματά τους, ελπίζοντας ότι ο χρόνος κάποτε θα τα ανασύρει και πάλι στην επιφάνεια.

Δενόμαστε κάθε μέρα όλο και πιο πολύ, με τη δουλειά μας, με το αντικείμενό μας, στερώντας από τον εαυτό μας, άλλοι πιο λίγο άλλοι πιο πολύ, το δικαίωμα να εκφράσουμε τα συναισθήματά μας. Συνεχίζουμε όμως, ίσως πιο πολύ από κάθε άλλη εποχή, να ακούμε μουσική, να "διασκεδάζουμε" τις δυσκολίες και το άγχος, το νυχτερινό και το ημερήσιο, φευ, διάβασμα. Ανάμεσά μας υπάρχουν άνθρωποι, συν-άνθρωποι και συν-άδελφοί μας, που πιέζονται από τον εσωτερικό τους κόσμο πολλές φορές αφόρητα.

Σ' έναν χώρο, σε μια μικροκοινωνία, όπως αυτή που περιγράφτηκε παραπάνω υπάρχει θέση για έναν ραδιοφωνικό σταθμό, έναν σταθμό που δεν έχει να κάνει ούτε με κόμματα, ούτε με πολιτικές, ούτε με καπέλα, ούτε με τραγιάσκες και άλλα συναφή της κοινωνίας μας, ένα σταθμό που η μόνη του πολιτική είναι το τραγούδι, η μαγεία στίχων και μουσικής, έναν σταθμό που το μόνο που του χρειάζεται είναι μεράκι και νεανική ζωντάνια, έναν σταθμό που έχει να δώσει πολλά σ' αυτούς που θα του χαρίσουν το χρόνο τους είτε για να τον λειτουργήσουν, και είναι πάρα πολλοί αυτοί όπως αποδείχτηκε από το προ διετίας, περίπου, πείραμα, είτε για να τον ακούσουν, ν' ακούσουν τη μουσικότητα και την έκφραση των ανθρώπων που ζουν και δουλεύουν γύρω τους.

Άνθρωποι και των δύο παραπάνω κατηγοριών υπάρχουν και το άθροισμά τους αγγίζει το σύνολο των ανθρώπων που ζουν κι εργάζονται με τον έναν ή άλλον τρόπο μέσα στο Πολυτεχνείο, υπάρχει και η τρίτη κατηγορία των ανθρώπων που έχει καθημερινή του συντροφιά ένα ραδιοφωνάκι κολλημένο σ' έναν καθαρά μουσικό σταθμό που κάθε ώρα και στιγμή μπορεί να παίζει αυτό ακριβώς που θα ήθελε να ακούει.

Δεν θέλει τίποτα το στήσιμο ενός τέτοιου σταθμού, ένα μικρό ποσό, της τάξης ενός μέτριου εργασιο-σταθμού (μουλτιμίντια όμως), έναν πυρήνα ανθρώπων για το αρχικό τρέξιμο, κι ένα λίγο μεγαλύτερο πλήθος για τη λειτουργία του. Οι ακροατές, το αλάτι και το πιπέρι του, περιμένουν, μερικοί ίσως να αδημονούν. Υπάρχει καμία έλλειψη στα παραπάνω;

Απαντάτε στο παραπάνω ερώτημα και είστε έτοιμοι.

Γιώργος Κρητικός

Dr. Πολυ-τεχνίτης