ΝΥΓΜΑ #28 - Απρίλιος 1997

 

Π Ε Ρ Ι Π Λ Α Ν Η Σ Ε Ι Σ

 

Έμεινε να κοιτάζει το φλιτζάνι με τον καφέ, ενώ ταυτοχρόνως προσπαθούσε να διαλέξει τον τρόπο με τον οποίο θα περνούσε αυτό το απόγευμα. Έμεινε εκεί, ενώ περιεργαζόταν μια-μια τις φυσαλίδες, να σπάνε, να σμίγουν, να γυαλίζουν. Άφησε το κεφάλι, τις σκέψεις της, να στηριχτούν για λίγο στο ένα της χέρι και, παίρνοντας το πιο πικάντικο ύφος της, χρησιμοποιώντας το δείκτη του άλλου, άρχισε να στριφογυρνά το φλιτζάνι. Έτσι! Για να τις μπερδέψει. Τελικά διάλεξε έναν τρόπο, έναν τρόπο γεμάτο αποτυχημένες αποδράσεις στο παρελθόν. Λάθος επιλογή. Είχε αποφασίσει να μην αποδράσει. Να περπατήσει ξανά στους δρόμους των παιδικών, μαθητικών της χρόνων, να νοιώσει τα όσα ένοιωσε σε μια ταινία μικρότερου μήκους, με κείνη τη χαρακτηριστική μυρωδιά, που ήταν ικανή να σε παρασύρει σε ατέλειωτους περιπάτους, ένα απόγευμα σαν κι αυτό.

Προσπαθεί να συμμαζέψει λίγο τον υπέρμετρο ενθουσιασμό της. Παράξενο. Τα καταφέρνει. Τίποτα δεν της θυμίζει τα παλιά. Η μικρή πόρτα με την επιγραφή, το επιβεβαιώνει: "Εργοτάξιο. Απαγορεύεται η είσοδος. Υποχρεωτική χρήση κράνους". Αρχικά διστάζει. Έπειτα κλείνει την πόρτα πίσω της. Κάθε χτύπημα έκανε τα μάτια της να ανοιγοκλείνουν. Κάποιος στην άκρη του διαδρόμου κουνούσε βίαια τα χέρια του. Κατάλαβε ότι της έλεγε να φύγει. Ο άγνωστος άντρας με τη μάσκα και το κράνος την πλησίασε. Της είπε για τα έργα ανοικοδόμησης. Του εξηγούσε απεγνωσμένα ότι ήταν... εκείνο το party... τόσες αναμνήσεις... οι φίλοι της... τόσα... τόσα που δεν είχαν καμμιά απολύτως σημασία για αυτόν. Και το κατάλαβε στο αδιάφορο βλέμμα του. Κοκκίνισε. Ο άγνωστος τη συνόδεψε στην έξοδο κι αυτή τον ευχαρίστησε.

Φεύγει. Συνεχίζει να περπατά. Μόνο που τώρα χαμογελάει. Ψηλαφίζει την τσέπη της, λίγα πετραδάκια από το πεσμένο οχυρό των αναμνήσεών της. Κάτι είναι κι αυτό. Το παλιό γνώριμο μαγαζάκι που συναντά, τη βοηθά στο να αποδράσει μια ακόμη φορά. Η ίδια εύσωμη ιδιοκτήτρια, να πουδράρει την άσπρη μυτούλα της και να τακτοποιεί νευρικά τις πορτοκαλί μπουκλίτσες της. Οι ίδιες ξεχασμένες από το χρόνο κινήσεις. Λες και δεν έκανε τίποτα διαφορετικό όλο αυτό τον καιρό.

Αποκτά ένα λάφυρο ακόμη. Διαλέγει μια σοκολάτα, σφίγγοντας τα πετραδάκια με τη χούφτα και την τσάντα της με τους αστραγάλους. Η ματιά της πέφτει στον καθρέπτη. Είναι χλωμή και μέσα στο γκρι αυτό πουλόβερ φαίνεται γκρίζα, τόσο όσο γκρίζες φαντάζουν τώρα και οι συνοικίες των παιδικών της αναμνήσεων. Ξεχνάει τα ρέστα. Το μόνο που τη νοιάζει, να πάει σπίτι, να ξεφορτωθεί αυτό το πουλόβερ από πάνω της. Ανοίγει το άδειο συρτάρι του γραφείου πετάει μέσα τα πετραδάκια, τη σοκολάτα. Μόνο αυτή θα το ξανανοίξει...

Συστήματα Παραγωγής. Αμφιθέατρο 108, Πανεπιστημίου Πειραιά. Δεν θυμάται να ‘χει καρφώσει τη ματιά της τόσο επιθετικά πάνω σε κάτι, όσο σε αυτή τη λέξη που φιγουράρει στον πίνακα "Τεχνολογία". Και μέσα σε όλα αυτά δεν μπορεί να αποφασίσει για το δικό της ρόλο. Μια απλή φοιτητριούλα που δεν προσέχει στο μάθημά της; Ένα αφελές 22χρονο κοριτσάκι, που πρέπει να δεχτεί ότι σε ορισμένα πράγματα, δεν χωρούν ρομαντισμοί; Ένας σύγχρονος Ινδιάνος που παλεύει για τον δικό του πολιτισμό; Ειλικρινά δεν ξέρει τι να απαντήσει. Ούτε και στην ερώτηση του καθηγητή και είναι η δεύτερη φορά που κοκκινίζει σε αυτό το άρθρο. Ίσως γιατί κάτι τόσο δικό της ακούστηκε τόσο δυνατά.

Στη μέση του Πασαλιμανιού προβάρει το ρόλο της. Κοιτάζει ανήσυχα το λιμάνι, το Πανεπιστήμιο, τις καφετέριες και πιο πέρα, το τρένο, τη θάλασσα. Τίποτα δεν θέλει να αφήσει απ’ έξω, απροστάτευτο. Αδύνατον να χωρέσουν όλα αυτά στο συρτάρι της. Ανοίγει το συρτάρι. Κοιτάζει τα πετραδάκια, τη σοκολάτα, βάζει μέσα το εισιτήριο του τρένου. Το κλειδώνει. Αποφάσισε όμως ότι λείπει κάτι. Το φλιτζάνι του καφέ. Έτσι κι αλλιώς αυτό τα άρχισε όλα!

Ερμηλίου Κατερίνα

4ο έτος Χρημ.. & Τραπεζ. Διοικητικης

Πανεπιστήμιο Πειραιά