ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ
Ιστορίες
 printer friendly version  -  στείλτε τη σελίδα με e-mail ]

Σκατόπαιδα 2/7/2002

(Όποιος «μένει» στο σχολείο πετυχαίνει στη ζωή
...όποιος μένει στην ίδια εννοούμε...)


Με την Έλενα γνωριζόμαστε από το σχολείο. Τότε με ψιλοσνόμπαρε. Τώρα; Τώρα έχουμε γίνει σχεδόν κολλητοί. Ξυπνάω κατά τις 12. 00 κάθε πρωί και η πρώτη μου κίνηση είναι να την πάρω τηλέφωνο. Αν το σταθερό της μιλάει στέλνω μήνυμα στο κινητό της και δίνω διαταγή: «Κλείσε». Έτσι μονολεκτικά όπως το διαβάσατε. Και αυτή το κλείνει. Τότε την παίρνω και μιλάμε. Τι λέμε; Όλοι αναρωτιούνται τι μπορεί να λέμε. Αφού όλη μέρα είμαστε μαζί, το βράδυ έξω μαζί, όλη την ώρα μιλάμε, γελάμε, πειράζουμε τους άλλους. Και εγώ τώρα που το σκέφτομαι απορώ τι μπορεί να λέμε από τις 12.00 το πρωί (χαράματα), μέχρι τις τρεις τη νύχτα που τη πάω σπίτι της;

Πώς γίναμε τόσο κολλητοί αυτή τη χρονιά; Δώσαμε πανελλήνιες και οι δύο και δεν περάσαμε και οι δύο. Αυτό ήταν το κακό. Μετά ο ντάντι της είχε κάνει μία λανθασμένη επιχειρηματική κίνηση και έχασε ένα μεγάλο μέρος των διαθεσίμων του, οπότε άλλαξαν και τα σχέδια για της σπουδές της κόρης του. Ενώ η Έλενα σχεδίαζε να σπουδάσει στο Παρίσι βρέθηκε καθηλωμένη εδώ μαζί μου να προσπαθεί να δώσει για δεύτερη χρονιά πανελλήνιες ή να συμβεί το θαύμα και να ξαναβγεί στην επιφάνεια ο ντάντι της οπότε και εκείνη να βρεθεί στο πολυπόθητο Παρίσι.

Στην αρχή δεν ήξερα ότι έμεινε εδώ στην επαρχία, εδώ σ’ αυτό το καταραμένο τόπο που ανθεί η τοκογλυφία και η παροχή υπηρεσιών. (Μη θεωρείτε πολιτικό σχόλιο αυτή την τελευταία παράγραφο, είναι ένας χωρόχρονος που προσδιορίζει την εξέλιξη της ιστορίας αυτών των δύο σκατόπαιδων, την Έλενα και εμένα, διότι όπως θα δείτε παρακάτω σ’ αυτή την ιστορία, πρόκειται για δύο τυπικές περιπτώσεις «σκατόπαιδων»).

Δεν ξέραμε ούτε εγώ ούτε εκείνη ότι μείναμε δυο αποτυχημένοι στην ίδια πόλη και περάσαμε φοβερές μοναξιές πριν συναντηθούμε γιατί και οι δικοί μου κολλητοί και οι δικοί της ή πέρασαν σε κάποια σχολή ή πήγαν σε κάποια επαρχία της μεγάλης μας πατρίδας που λέγεται ΕΟΚ. Εγώ θα προτιμούσα την Ιταλία, τη χώρα του ντιζάιν, της οικολογικής παραγωγής προϊόντων, της πίτσας και του σπαγγέτι και πάνω απ’ όλα την αχτύπητη πατρίδα της Φεράρι, της κόκκινης αστραπής που βάζει φωτιά στους δρόμους.

Σόρρυ παρασύρθηκα. Αν κάποια μέρα περάσω στο πανεπιστήμιο, και τα καταφέρω να κάνω μεταπτυχιακό στο εξωτερικό και μετά αν χτυπήσω μία φοβερή θέση στο δημόσιο, υπόσχομαι με τη πρώτη μίζα που θα πάρω, υπόσχομαι εδώ και τώρα στον εαυτό μου, να τα διαθέσω για μία Φεράρι, ως ελάχιστη ανταμοιβή για το υψηλό μου IQ και την προχωρημένη μου σκέψη.

Τρομερή μοναξιά εκείνες τις μέρες και εγώ και η Έλενα ώσπου ο πρύτανης διοργάνωσε κάποιο χορό υποδοχής των (πρωτοετών;) ίσως και αλλοδαπών φοιτητών (από προγράμματα ανταλλαγών των πανεπιστημίων). Εγώ πήγα με σκοπό να γνωρίσω μία πρωτοετίνα και η Έλενα κάποιον φοιτητή ακόμα και μεγαλύτερου έτους, ακόμα και τελειόφοιτο έστω και τον πιο παππού από τους καθηγητές στην ύστατη περίπτωση, προκειμένου να διώξει τη θλίψη της.

Όμως παιδιά δεν θα το πιστέψετε. Να το λέω τώρα και ανατριχιάζω. Η αποτυχία είναι φοβερό πράγμα. Ο αποτυχημένος νομίζει ότι έχει μία σφραγίδα στο μέτωπο που λέει «Δεν πέρασε» και το «ΔΕΝ» είναι με μεγάλα γράμματα. Έτσι καταλήγει εσωστρεφής, μοναχικός και αντικοινωνικός. Πήγα στο χορό, ήρθε και η Έλενα και κανείς μας δεν μπορούσε να διασκεδάσει. Ακόμα δεν ξέραμε ότι είμαστε και οι δύο εκεί. Στην αρχή τα πράγματα ήταν νορμάλ. Πλησίασα μία κοπέλα με μαύρα μακριά μαλλιά, πολύ διακριτική με μία ομορφιά που δεν ήταν κραυγαλέα και προσπάθησα να ανοίξω συζήτηση. Με ένα τρέμουλο πάντα με ένα φόβο ότι φαίνεται η «σφραγίδα» μου, με μία τρομερή ταραχή κατάφερα να αρθρώσω: «Τι γίνεται; Νομίζω ότι κάπου σε ξέρω, μήπως είσαι από τη Κέρκυρα;» Με κοίταξε με ειρωνεία και είπε: «Και συ πως το ξέρεις;» «Ήμουν διακοπές εκεί πέρυσι» «...και πέρασες καλά;» με ρώτησε. «Εεε ναι... από τη στιγμή που σε είδα ναι» κατάφερα να πω. «Και περνάω και τώρα καλά που σε ξαναείδα» είπα με περισσότερη άνεση. «Μόνο που εγώ δεν είμαι από τη Κέρκυρα» ήρθε μία φονική απάντηση. «Και από πού είσαι:» ρώτησα. «Αυτό δεν σε ενδιαφέρει», μου είπε και μου γύρισε την πλάτη προσπαθώντας να απομακρυνθεί. Της πρότεινα να φέρω δύο σφηνάκια για να τσουγκρίσουμε για τη γνωριμία μας και πήγα προς το μπαρ. Καλός ο ενθουσιασμός αλλά δεν φτάνει, τριγύριζα με δύο σφηνάκια στα χέρια να την ψάχνω για κάνα δεκάλεπτο αλλά είχε εξαφανιστεί. Τότε έπεσα πάνω στην Έλενα. Όχι δεν της έχυσα κανένα σφηνάκι στο τι-σερτ της ούτε της πάτησα τα παπούτσια από αμηχανία. Κοιταχτήκαμε από μια πολύ τετ α τετ απόσταση για λίγα δευτερόλεπτα. Ήταν αρκετά για να «δω» τη «σφραγίδα της» και εκείνη τη «δική μου». Πήρε με φυσικότητα το ένα σφηνάκι τσουγκρίσαμε και τα «κατεβάσαμε.» Στο τρίτο σφηνάκι είχαμε αρχίσει να μιλάμε πολύ εγκάρδια, μα πάρα πολύ εγκάρδια, και αγκαλιασμένοι πολύ σφιχτά κατευθυνθήκαμε προς τις τουαλέτες του κλαμπ. Μπήκαμε σε μία καμπίνα και είχαμε κολλήσει τόσο πολύ ο ένας πάνω στον άλλο που ένας υπέροχος ιδρώτας διαπερνούσε τα κορμιά μας σβήνοντας τις «καταραμένες σφραγίδες της αποτυχίας» από τα μέτωπά μας.

Τότε έκανα μια κίνηση για της βγάλω το μπλουζάκι και έδωσα μία στο κινητό της, αυτό το ολοκαίνουργο κατακόκκινο μικροσκοπικό μοτορόλα το οποίο προσγειώθηκε μέσα στη λεκάνη της τουαλέτας. Μείναμε και οι δύο άφωνοι. Πάνω από διακόσια χιλιάρικα ή εξακόσια ευρώ έκαναν ένα μακροβούτι σε ρηχά νερά. Η Έλενα το κοίταξε με απελπισία και μπορώ να πω ότι την είδα να απομακρύνεται από τη λεκάνη. Την κοίταξα ψύχραιμος κατάματα. Ήμουν σίγουρος ότι έβλεπε τη «σφραγίδα μου» στο μέτωπό μου. Μετά έσκυψα, έχωσα το χέρι μου στη λεκάνη έψαξα λίγο γιατί ήταν μικροσκοπικό όπως σας είπα το έπιασα και το τράβηξα έξω. Δεν μιλούσε. Άνοιξα τη πόρτα και έριξα μία ματιά μήπως κάποιος ήταν απ’ έξω. Κανείς. Τότε με το μοτορόλα στο χέρι πήγα στη βρύση και το έβαλα κάτω από το νερό. Αφού το ξέπλυνα πίεσα το μηχανισμό με το υγρό κρεμοσάπουνο το σαπούνισα και το πέρασα ένα δεύτερο χέρι. «Μα τι κάνεις εκεί» μου φώναξε με θυμό η Έλενα. «Άσε και θα δεις» της είπα.

Μόλις τελείωσα με το πλύσιμο και δεν μύριζε πλέον της είπα να πάμε σπίτι μου. Δεν ήθελε να έρθει. Της είπα ότι θα της «σώσω» τα ονόματα και τα τηλέφωνα που είχε στη κάρτα SIM του κινητού της. Τελικά υποχώρησε και σε όλο το δρόμο άκουσα πόσο το αγόρασε, πόσο γκρίνιαξε στο ντάντι της που έχει γίνει φοβερός τσιγκούνης τώρα τελευταίως για να της το αγοράσει και μετά από πολύ φασαρία της το πήρε και προτίμησε να το πληρώσει παρά να το πάρει με σύνδεση γιατί τη φοβόταν πολύ όταν χρησιμοποιούσε ανεξέλεγκτα το τηλέφωνο.

Φθάσαμε σπίτι μου. Οι δικοί μου έλειπαν. Σηκώθηκε ο παππούς και με ρώτησε τι κάνω τόσο νωρίς στο σπίτι. Του είπα ότι έχω δουλειά και εξαφανίστηκε στο δωμάτιό του. Έβγαλα τη κάρτα SIM από το κινητό της τη στέγνωσα καλά με το πιστολάκι και την έβαλα στο δικό μου. Κάλεσα το τηλέφωνο του σπιτιού μου και λειτουργούσε κανονικά. Της είπα να κρατήσει το NOKIA μου για λίγες μέρες να δούμε τι θα κάνω με το δικό της. Μετά πήγαμε στη κουζίνα κρέμασα το μοτορόλα από τον εξαεριστήρα με μία κορδέλα και τον άνοιξα να δουλέψει όλη τη νύχτα. Μου είπε ότι αν ήταν μόνη της δεν θα έβαζε πότε το χέρι για να το φθάσει. Θα το άφηνε εκεί. Προσπάθησα να την φιλήσω αλλά το καλό κλίμα είχε χαθεί, είχε εξατμιστεί. Βγήκαμε και την πήγα σπίτι της με τα πόδια. Φρικτή βραδιά.

Όταν γύρισα σπίτι οι δικοί μου έκλεισαν τον εξαεριστήρα χωρίς να προσέξουν το κινητό. Τον άνοιξα πάλι ελπίζοντας ότι ο παππούς που ξυπνάει μες τη νύχτα για τουαλέτα δεν θα το πρόσεχε ποτέ. Αλήθεια απορώ πως έχει γλιτώσει το κινητό του παππού τόσο καιρό από την τουαλέτα.

Την άλλη μέρα ξύπνησα όπως πάντα στις 12.00. Κατέβηκα στη κουζίνα και η μητέρα μου με πείραξε λέγοντας ότι μαγείρεψα το νόκια και το έκανα μοτορόλα; Δεν απάντησα το πήρα στα χέρια μου και είδα ότι λειτουργούσε. Πήρα αμέσως την Έλενα. «Έλα βρε σκατόπαιδο» μου είπε. «Τι κάνει το κινητό μου;» «Στέγνωσε» της είπα. Όμως η Έλενα δεν ήταν διατεθειμένη να πιάσει ξανά στα χέρια της το μοτορόλα.

Κάθε μέρα στις 12.00 ξεκινάμε τη μέρα μας μαζί με έναν όρκο: «Αν περάσω στις πανελλήνιες ορκίζομαι να γίνω υπουργός παιδείας και να καταργήσω τις εξετάσεις. Αν σπουδάσω στο εξωτερικό όλοι εδώ θα με βλέπουν πλέον μόνο σε περιοδικά, στις κοσμικές στήλες και στο MTV”

Εκείνη τη μέρα στις 11 Σεπτεμβρίου ξύπνησα όπως πάντα στις 12.00. Πήρα την Έλενα που ήταν πολύ ανήσυχη και μου είπε ότι είχε ξυπνήσει νωρίτερα γιατί άκουσε το πατέρα της να φωνάζει και με διέταξε να ανοίξω αμέσως τη τηλεόραση. Είδα τους πύργους να καίγονται και άκουσα από χιλιάδες στόματα τηλεπαρουσιαστών να εκφράζουν τη φρίκη και τον αποτροπιασμό τους. Δεν μπορώ να καταλάβω όμως: δεν υπάρχει εκεί ένα αεροπλάνο να ρίξει επιβραδυντικό υγρό; Κάτι τέλος πάντων, δηλαδή μόνο από το έδαφος επεμβαίνουν οι πυροσβέστες; Μέσα στη καρδιά της τεχνολογίας δεν υπάρχει κάτι που να μειώσει τα θύματα, να τα γλιτώσει από την αγωνία της φωτιάς και από την απόγνωση του άλματος στο κενό;

Η Έλενα ήταν πολύ απογοητευμένη στο τηλέφωνο. Ο ντάντι της δήλωσε αμέσως ότι τα χρηματιστήρια θα πέσουν κατακόρυφα. Από το πρωί μιλούσε στο κινητό και έδινε εντολές πωλήσεων στους αντικριστές του. Έβλεπε ότι ενώ οι τιμές ήταν ελκυστικές και είχε προβεί σε αγορές τις αμέσως προηγούμενες μέρες, τα πράγματα θα γινόταν ακόμα χειρότερα και είναι άγνωστο για πόσο καιρό θα διαρκούσε η κρίση.

Το Παρίσι γινόταν πλέον ένα μακρινό όνειρο και η κατάρα που στοιχειώνει αυτή τη πόλη – ναι η κατάρα, όπως ακριβώς το είπα, κάτι μεταξύ «Παρασκευή και 13» και «δρόμος με τις λεύκες νο 11», αυτή η ανεξήγητη κατάσταση που σε όλη τη χώρα έχει ηλιοφάνεια και εδώ εξακολουθεί να βρέχει με μανία, αυτή η αρρώστια που έχει πιάσει όλους τους κατοίκους να θέλουν να νοικιάσουν και το τελευταίο «μπουντρούμι» σε κάποιο φοιτητή για 300 ευρώ το μήνα, αυτή η τρέλα που κάνει όλους να μαζεύονται γύρο από ένα δρόμο στο κέντρο – αυτή η κατάρα φαίνεται να κρατάει και μας δέσμιους, σαν χρυσόψαρα αναγκασμένα να κολυμπήσουν στη γυάλα με το βρώμικο νερό που ζούσαν πάντα.

Από εκείνη τη μέρα η Έλενα γινόταν πολύ νευρική πλέον. Ο πατέρας της είχε γίνει ανυπόφορος. Δεν ξέρω τι ζώδιο είναι αλλά το κλίμα στις διεθνείς αγορές τον επηρεάζει υπερβολικά, κουρελιάζει τα νεύρα του και κανείς δεν μπορεί να τον αντέξει στο σπίτι. Εγώ έχω γίνει ο εξομολογητής της Έλενας, ο ψυχαναλυτής της και θα ήθελα και πάρα πολύ να είμαι και ο εραστής της αλλά είναι κάπως νωρίς ακόμα. Παρ’ όλα αυτά παίζω το δύσκολο ρόλο μου πολύ άψογα και ας γίνομαι «σκατά» κάθε μέρα που έρχεται θυμωμένη και κλαίει στον ώμο μου. (Τι σκατόπαιδο είμαι άλλωστε). Τη μία μέρα ο πατέρας της είπε κομμένες οι διακοπές τα Χριστούγεννα γιατί θα τους γονατίσουν τα έξοδα. Την άλλη είπε θα βάλει ηλεκτροφόρα σύρματα γύρω από το σταθερό τηλέφωνο του σπιτιού για να μην πλησιάζει κανείς. Και η Έλενα έρχεται και μου τα λέει χαρτί και καλαμάρι. «Δεν τον αντέχω, δεν τον αντέχω, δεν είναι αυτός ο πατέρας μου, έχει γίνει ο μεγαλύτερος τσιγκούνης όλως των εποχών.»

Ο πατέρας της Έλενας ήταν ένας πολύ έξυπνος και εργασιομανής άνθρωπος. Ευέλικτο μυαλό με φοβερό πάθος για τη δουλειά του. Είχε λοιπόν μετατρέψει ένα δωμάτιο από το ομολογουμένως πολύ μεγάλο σπίτι τους σε γραφείο με συντηρητική επίπλωση, χαλί στο δάπεδο, βαριές κουρτίνες και είχε εκεί τον υπολογιστή του, δεύτερη γραμμή τηλεφώνου, φαξ ώστε να μπορεί να εργάζεται κάποιες στιγμές απομονωμένος και απαλλαγμένος από το κλίμα του γραφείου, προσπαθώντας να διατηρεί την καθαρότητα και την οξύνοια των σκέψεών του ανέπαφη.

Εκεί λοιπόν στο «κρησφύγετο του» είχε και μία πανάκριβη συλλογή από πούρα, που την άνοιγε όταν καλούσε μεγάλους πελάτες για κατ’ ιδίαν συζητήσεις ή σε πολύ σημαντικά γεγονότα της οικογένειας. Από τη στιγμή που στράβωσαν τα πράγματα είχαν απομείνει μόνο πέντε πούρα εκεί και τους είχε πει ότι η πουροθήκη του με τους υγραντήρες της, τα θερμόμετρα και τα αξεσουάρ καθώς και τα εναπομείναντα πέντε πολύτιμα πούρα της εθεωρείτο απαγορευμένη περιοχή για όλους στο σπίτι.

Η Έλενα είχε ανάμικτα συναισθήματα: Την εξαγρίωνε η στάση του, αλλά τον λυπόταν συγχρόνως. «Απαγορευμένη περιοχή;» σκέφτηκε η Έλενα, «καλά συνέχισε έτσι και θα σου πω ποιοι θα δοκιμάσουν τα πούρα σου.»

Πήγαινα πιο σπάνια στο σπίτι της και ερχόταν συχνότερα στο δικό μου. Κάτι μας έπιανε και δεν μπορούσαμε να διαβάσουμε μαζί, αλλά ούτε και ...μόνοι μας διαβάζαμε. Ακούγαμε κάτι φριχτές παροιμίες ότι τα κακά έρχονται όλα μαζεμένα, ότι η γκαντεμιά είναι μία ασθένεια που χτυπάει κατ’ εξοχήν τους γκαντέμηδες και ότι η κάτω βόλτα είναι μία κατηφόρα που σε παρασύρει διαρκώς χαμηλότερα. Είχαμε αποκτήσει όμως φοβερές γνώσεις για όλα τα κινητά που κυκλοφορούσαν στην αγορά. .Τα «σκατοκινητά μας» δεν μας ικανοποιούσαν, διότι το δικό μου πανάρχαιο νόκια – που το είχε εκείνη – δεν δεχόταν πλέον τα καινούρια εικονομηνύματα, ούτε στο ίντερνετ έμπαινε, ούτε γουάπ είχε, και το δικό της με την υγρασία που είχε πάρει έκανε συχνά διακοπές και όσο κι αν το στέγνωσα πολλές φορές έμενα εκτός δικτύου.

Αρχίσαμε μαζί το κάπνισμα, αλλά το κάναμε κρυφά διότι ο πατέρας της θα το χαρακτήριζε καινούριο άχρηστο έξοδο, ενώ οι δικοί μου το έβρισκαν υπερβολικά ανθυγιεινό. Εγώ πνιγόμουν πολύ όταν κατέβαζα τον καπνό κάτω αλλά ένας άντρας που συνοδεύει την Έλενα ποτέ δεν παραδέχεται τέτοια πράγματα.

Το μόνο καλό που ακούσαμε αυτό τον καιρό ήταν η άποψη ενός «τρελαμένου» τύπου, υπάλληλος του πατέρα της περίπου στα τριανταπέντε. Μας βρήκε μία μέρα στο δρόμο μαζί και έκανε σαν παλαβός να μας κεράσει καφέ. Πήγαμε για καφέ και κάποια στιγμή μας ρώτησε πως πάει το διάβασμα. Του είπαμε την αγαπημένη μας έκφραση πλέον: «σκατά» και γέλασε πολύ και μας είπε το εξής απίθανο ποιηματάκι που μας ανέβασε: «Όποιος μένει στο σχολείο, πετυχαίνει στη ζωή». Γελάσαμε πάρα πολύ. Τον θεωρούσαμε πολύ ξενέρωτο, η Έλενα μου είχε πει ότι ο πατέρας της έλεγε ότι είναι ο πιο ανεγκέφαλος στο προσωπικό αλλά τελικά αποδείχτηκε ότι ο τύπος είχε πολύ πλάκα (χιούμορ εννοώ) και είχε πολύ καλό επικοινωνιακό στυλ. Μετά κάθισε και μας εξήγησε ότι όλοι οι φίλοι του που τα παράτησαν στο γυμνάσιο είχαν τώρα δικές τους επιχειρήσεις – δικά τους μαγαζιά ή αντιπροσώπευαν κάτι πολύ χρήσιμο στην αγορά – ενώ οι πτυχιούχοι και μερικοί από αυτούς και με διδακτορικά ήταν άνεργοι ή υπάλληλοι με ένα ανεκτό μισθό. Τα παραδείγματα όμως είπε, δεν λένε τίποτε γιατί μπορεί να είναι και απλές συμπτώσεις. Εκείνος νομίζει ότι τα άτομα που δεν ανέχονται το σχολείο αναπτύσσονται σε μία λογική ελευθερίας, απαλλαγμένοι από τα καλούπια των εκπαιδευτικών προγραμμάτων και τελικά αποδεικνύεται ότι η αγορά σήμερα, έχει περισσότερο ανάγκη από άτομα με τέτοιες ιδέες, παρά από πειθήνιους εκτελεστές αποφάσεων. Μόλις έφυγε ο τύπος, αφού μας χαιρέτησε πολύ εγκάρδια, πιάσαμε αμέσως δουλειά με την Έλενα. Γράψαμε το μήνυμα στα κινητά μας και το στείλαμε αμέσως σε όλους τους γνωστούς και φίλους και φυσικά σε όλα τα άτομα από το φροντιστήριο που συμμετείχαν μαζί μας σε όλη αυτή τη προσπάθεια των πανελλήνιων. « ...όποιος μένει στο σχολείο πετυχαίνει στη ζωή – όποιος μένει στο σχολείο πετυχαίνει στη ζωή – όποιος μένει στο σχολείο πετυχαίνει στη ζωή...» Και δεν σας είπα και το σημαντικότερο: μας είπε ότι έχει παρατηρήσει και το αντίστροφο ότι δηλαδή όποιος μένει στο σχολείο έχει σίγουρα εξασφαλίσει το μέλλον του, έχει σίγουρα το εισιτήριο της επιτυχίας στα χέρια του, ενώ για όλους αυτούς που πετυχαίνουν ακόμα και στις πανελλήνιες το μέλλον είναι στην κυριολεξία αμφίβολο.

Ενώ αντιμετωπίζαμε φαιδρά τα λόγια του όσο προσπαθούσα να τα αναλύσω έβρισκα να έχει δίκιο. Γιατί αν σκεφτείς κάποιον που τελικά περνάει στο πανεπιστήμιο όλα τα χρόνια των σπουδών χαλαρώνει και μεταθέτει το θέμα της δουλειάς για μετά την ηλικία των 27-28 ετών. Αντίθετα τα παιδιά που έρχονται αντιμέτωπα με την αγορά νωρίς, έχουν αυξημένο ένστικτο επιβίωσης και περισσότερες ικανότητες να ελίσσονται στις παγίδες του εργασιακού περιβάλλοντος.

Με την Έλενα έχουμε διαμορφώσει, ένα τρόπο ζωής αυτούς τους μήνες που μόνο στις πανελλήνιες δεν θα περάσουμε. Από τις 12.00 το πρωί κάθε μέρα για καφέ αποκτάμε γνώσεις σε οτιδήποτε άλλο εκτός από τα μαθήματα. Πρώτο θέμα: κινητή τηλεφωνία. Σας το ξαναείπα, ξέχασα όμως να σας πω ότι έχουμε ειδικότητα σε όλα τα δωρεάν προγράμματα των εταιρειών. Έχουμε αποστηθίσει και την παραβολή του καλού Σαμαρείτη από τη Βίβλο, αυτού του πρωτοπόρου, που από τότε παρείχε δωρεάν υπηρεσίες στο κοινό. Δεύτερο θέμα το στοίχημα. Αδιάφορο για την Έλενα αλλά επειδή είναι καθαρά αντρικό θέμα ανέλαβα να την ενημερώσω. Εδώ παίζουμε μόνο μία φορά την εβδομάδα, ένα και μοναδικό ευρώ, συνήθως το Σαββατοκύριακο που έχει αρκετές ομάδες, συγκεντρώνοντας ομάδες με μεγάλη απόδοση όπου ή θα πάρουμε εκατομμύρια ή θα χάσουμε ένα και μόνο ένα ευρώ. Και χτίζουμε και εμείς μια κερκίδα για τους ολυμπιακούς. Ένα σκαλοπάτι δηλαδή. Έστω ένα κομμάτι κάγκελο. Άντε καλά μ’ αυτά τα λίγα που παίζουμε θα πληρωθούν σίγουρα τα μισά σάντουιτς ενός αμερικανού σεκιουριτά των Ολυμπιακών.

Με την Έλενα κυκλοφορούμε παντού, από το πρωί ως το βράδυ κυκλοφορούμε διαρκώς. Ξέρουμε και ποιοι ανώτεροι υπάλληλοι δημοσίων υπηρεσιών πίνουν συχνά καφέ έξω σε ώρα εργασίας και ποιοι δημοτικοί σύμβουλοι κερνάνε ένα σωρό κόσμο, χωρίς να βάλουν χέρι στη τσέπη τους και διάφορες άλλες άχρηστες τέτοιες μικρολεπτομέρειες, που μόνο αν είσαι κουλ και κοινωνικός πέφτουν στην αντίληψή σου. Φυσικά κανείς απ’ όλους αυτούς δεν μπορεί να μας διορίσει κάπου – έστω κι αν πίνουμε καθημερινά εσπρέσο δίπλα τους – διότι χρειάζονται προσωπικό με εργατικότητα που θα ανεβάσει την ποιότητα των προσφερόμενων υπηρεσιών στο δημόσιο.

Έχουμε πολύ σύγχρονο πνεύμα και πραγματικά αδικούμαστε να είμαστε σε φάση αναμονής για τις επόμενες πανελλήνιες.

Πλησιάζουν Χριστούγεννα. Γκρίνια, γκαντεμιά και νεύρα κουρέλια. Το χρήμα λιγοστεύει, τα δώρα περιορίζονται στα απαραίτητα και από το φροντιστήριο τα νέα μας είναι αποκαρδιωτικά. Είμαστε οι χειρότεροι. Όλοι μα όλοι ξέρουν ότι δημιουργήσαμε το αχτύπητο δίδυμο της αποτυχίας.

Οι γονείς της, οι δικοί μου, οι καθηγητές μας ξέρουν όλοι, ότι εμείς οι δύο φτιάξαμε το αλχημικό κράμα που δεν χρησιμεύει σε τίποτε. Ο ένας παρασύρει τον άλλο όλο και πιο βαθιά στο κόσμο του ελάχιστου διαβάσματος. Έχουμε πέσει σε κατάθλιψη για χιλιάδες λόγους και σαν να μη φθάνει κι αυτό μια μέρα οι κολλητοί της Έλενας από το σχολείο- δύο κορίτσια και ένα αγόρι- τη παίρνουν τηλέφωνο ότι έρχονται από το Λονδίνο για τις γιορτές. Δεν υπάρχει έλεος, τώρα θα καταφθάσουν αυτοί με τα συνολάκια τους, με τα κουρέματα τους τα τρελαμένα, με τα κινητά τους τα φοβερά ( αν και πιστεύω ότι η Ελλάδα είναι ο παράδεισος των κινητών), δεν ξέρω πόσο φοβερούς τους φανταζόμαστε αλλά και μόνο τον αέρα της Αγγλίας που θα κουβαλάνε στις αποσκευές τους, αρκεί για να γεμίσουν οι νύχτες μας εφιάλτες.

«Δεν θέλω να τους συναντήσω με τίποτε» είπε η Έλενα. Τη δικαιολογώ αλλά τέλος πάντων παρά ήταν σνομπ αυτή η παρέα και δε γουστάρω τύπους που το παίζουν: ξοδεύοντας «ντάντι μόνεϋ» και προσπαθώντας να δώσουν λονδρέζικη προφορά στα «βλαχοαγγλικά» τους.

Και φθάνουν και δίνουμε ραντεβού στο καφέ που συχνάζουμε – αυτό με τις προσωπικότητες : δημοτικοί σύμβουλοι, στελέχη κρατικών οργανισμών, ποδοσφαιριστές Α κατηγορίας, μεταγραφές των 5000 ευρώ της Γ και της Δ, επαγγελματίες του 5x5, δικτυωμένοι, υπεράνω τύποι, άνθρωποι που τους συναντάς και στο ίδιο ψηφοδέλτιο – και καταφθάνουν και γίνεται σαματάς και έχουν τον αέρα της Αγγλίας και όλο το μαγαζί «μυρίζει» Λονδίνο και αναγκαστικά παίζουμε τον κουλ ρόλο μας και δεν κλείνουν το στόμα τους με τίποτε και αναγκαστικά ακούμε και πιστεύουμε ότι λένε.

Μας έφεραν και δώρο, όχι σε μένα στη Έλενα. Δεν παθιάζομαι από δώρα. Μαντέψτε τι είναι το δώρο. Θα σας δώσω για λίγες γραμμές την ευκαιρία να μαντέψετε. Είναι σε ένα πολύ κομψό περιτύλιγμα με πολύ οικολογικό χαρτί, ο όγκος του δεν είναι μεγαλύτερος από τη συσκευασία ενός σταθερού τηλεφώνου, και υπάρχει μία εντύπωση ότι και οι τρεις της παρέας το αντιμετωπίζουν σαν κάτι εύθραυστο και κάτι που κρύβει μια σιωπηλή μεταξύ τους συμφωνία.

Το παίρνει στα χέρια της η Έλενα, σκίζει το χαρτί και είναι ένας ...Αφρικανικός σκορπιός σε ένα διαφανή κύβο από πλεξιγκλάς, περίπου δέκα εκατοστά μήκος, με μία ουρά γεμάτη δηλητήριο και φυσικά η Έλενα βγάζει μια κραυγή και όλο το καφέ παγώνει και όλοι αυτοί οι υπεράνω «κόφυ μόρνινκγ-φίλοι μας», σηκώνονται και περικυκλώνουν το Λονδρέζικο τραπέζι μας και κάποιοι νομίζουν ότι τσίμπησε την Έλενα και δείχνουν ένα δισταγμό να τον συνθλίψουν και σηκώνομαι και λέω «Παιδιά, παιδιά, παρακαλώ πολύ, αυτό το πλάσμα ήδη νοιώθει πολύ αποπνικτική την ατμόσφαιρα γύρο του» και κάπως έτσι σπάει ο πάγος από την αρχική έκπληξη και ο κόσμος επιστρέφει στις συνηθισμένες του θέσεις και κάνει αυτά τα γνωστά Ελληνικά σχόλια όπως «Μήπως έφαγε πολύ;» «Γκαρσόν ένα περιέ στο τραπέζι με το σκορπιό» και τότε μας εξηγούν οι φίλοι μας ότι είναι πολύ της μόδας στο Λονδίνο να έχεις εξωτικό κατοικίδιο και ο σκορπιός αυτός ζει πολλά χρόνια και κάποια στιγμή σε συνηθίζει και φυσικά μη φανταστείτε ότι σε ξυπνάει με ένα ελαφρό τσιμπηματάκι κάθε πρωί, ούτε κουνάει την ουρά του όταν επιστρέφεις από τη δουλειά το μεσημέρι, απλά είναι μία ζωντανή σιωπηλή παρέα για τις δύσκολες ώρες της μοναξιάς στη μεγαλούπολη.

Τότε μαθαίνουμε κι άλλα για την άγρια φύση, όπως ότι οι τηγανιτοί σκορπιοί είναι πολύ θρεπτικοί και έχουν μία γεύση σαν μικρή τηγανιτή κουτσομούρα ή θυμίζουν γαύρο στο ταψί με λεμόνι και φυσικά οι «γευσιγνώστες μας» έχουν δοκιμάσει και φίδι που θυμίζει κάπως το χέλι αλλά ουσιαστικά το φίδι έχει πολύ καλό φιλέτο γιατί το μυϊκό του σύστημα είναι πολύ γυμνασμένο μετά από τόσα χρόνια που σέρνεται διαρκώς και μιλάμε πως τίποτε απ’ όλα αυτά δεν με συγκινεί, παρά μόνο όταν ακούω ότι τρώνε και σκύλους και άλογα που τα θεωρώ αληθινούς φίλους και όχι φαγώσιμο κρέας.

Την πάω σπίτι της με το σκορπιό στα χέρια. Ευτυχώς δεν είναι κανείς εκεί. Πού να τον κρύψουμε; Πού να τον κρύψουμε; «Το βρήκα» φωνάζει η Έλενα. Στη πουροθήκη του πατέρα της. Ο σκορπιός χρειάζεται υγρασία για να μη ξεραθεί και εδώ έχουμε και ελεγμένη επιστημονικά υγρασία, από όργανα υψίστης ακριβείας, και θα του παίρνουμε τροφή από το πετ-σοπ και αν ξεχάσουμε μπορούμε να τον ταϊζουμε μικρά έντομα που όμως του αρέσουν ζωντανά. Τη κοίταξα με δέος και μου είπε ότι με μία κίνηση θα δώσει δύο λύσεις, θα χαρίσει και τα τελευταία πούρα του στους λονδρέζους, γιατί πολύ μούρη μας πούλησαν και όχι επειδή είναι του πατέρα της αλλά δεν νομίζω να έχουν καπνίσει ποτέ τους τόσο ακριβά πούρα.

Παίρνουμε τα πούρα και στη θέση τους βάζουμε το σκορπιό. Έχουμε μόνο ένα δίλημμα, αν πρέπει να τον βγάλουμε Φιντέλ ή Τσε λόγω της καινούριας κατοικίας του.

Εκείνες τις μέρες ο πρόεδρος της εταιρείας του πατέρα της πέρασε από το γραφείο να ενημερωθεί για την πορεία των εργασιών και το σημαντικότερο για να συζητήσουν πως θα κλείσει αυτή η αθλιότερη χρονιά που πέρασε ποτέ και αν συμφέρει να δημοσιεύσουν τον ισολογισμό με ζημιές ή να «μαγειρέψουν» κάποιο πιο ανώδυνο αποτέλεσμα. Το θέμα ήταν σοβαρό το αντικείμενο της εταιρείας είχε διάφορους κλάδους και ο πατέρας της κάλεσε τον πρόεδρο στο σπίτι για να μιλήσουν με την ησυχία τους στο γραφείο του. Και φυσικά έδωσε ρητές εντολές να μην πλησιάσει κανείς, να μην κινείται τίποτε άσκοπα μέσα στο σπίτι και να περιμένουν όλοι σε ετοιμότητα στη κουζίνα μήπως χρειαστούν καφέ, νερό, χυμό ή οτιδήποτε άλλο. Όλοι σταντ μπάι στη κουζίνα.

Την ώρα που έμπαιναν στο σπίτι η Έλενα έβγαινε για να έρθει να με συναντήσει. Μάλιστα κρατούσε στα χέρια της και τα πούρα – συσκευασμένα φυσικά να θυμίζει το δέμα σχήμα βιβλίου – και θα βρίσκαμε τους άλλους της παρέας γιατί ήθελε οπωσδήποτε να τους ανταποδώσει τη κίνηση με ακριβότερο δώρο. «Πέφτει» τότε πάνω στον πρόεδρο που δεν τον χαιρέτησε ιδιαίτερα λόγω των εχθροπραξιών με τον πατέρα της, που συνεχιζόταν και φυσικά ο πρόεδρος δεν είχε συνηθίσει να τον γράφουν αλλά όπως πάντα αυτοί οι τύποι παραδέχονται άτομα με τσαγανό και διαμόρφωσε μία μικτή εικόνα για την Έλενα στο μυαλό του.

Η Έλενα έφθασε κάποια στιγμή σπίτι μου με τα πούρα, μου εξήγησε ότι είχαν VIP φιλοξενούμενο και έφυγε μία ώρα αρχύτερα να μη συμβεί καμία αναποδιά. Μετά ενώ ήμουν σχετικά ήρεμος ξέσπασε σε φωνές και κλάματα λέγοντας ότι οι φίλοι της τη σνομπάρουν και αυτό το άθλιο δώρο ο σκορπιός είναι μία απόδειξη ότι τη δουλεύουν πίσω από τη πλάτη της και η οικονομική δυσπραγία του πατέρα της χτυπάει και τη δική της κοινωνική ζωή και πολύ το ευχαριστήθηκε που πήρε τα πούρα, γιατί σ’ αυτούς που το παίζουν «ακριβές πόρνες» μόνο με περισσότερο χρήμα απαντάς, γιατί μόνο αυτό κατανοούν. «Πούρα – πουροθήκη – σκορπιός» φώναξα ξαφνικά, είναι δυνατόν κλεισμένοι και οι δύο στο γραφείο του να μιλήσουν για δουλειές και να μη ανάψουν ένα πούρο; Είναι ποτέ δυνατόν; Κοιταχτήκαμε και μετά φύγαμε με τη ψυχή στο στόμα για το σπίτι της.
Οι δύο άντρες κάθονταν στο γραφείο και συζητούσαν. Το κλίμα είναι βαρύ και οι ζημιές εξαπλώνονται σχεδόν σε όλους τους τομείς. Οι επενδύσεις, τα αμοιβαία που αντιπροσωπεύουν ήταν τα πρώτα που δέχτηκαν ισχυρά χτυπήματα. Από εκεί και πέρα η κρίση απλώθηκε και σε κάποια είδη πολυτελείας που έκαναν εισαγωγή όπως τα πούρα με τα αξεσουάρ τους καθώς και τα δύο ακριβά εστιατόρια που διατηρούσε η εταιρεία στην Αθήνα και σκεφτόταν να τα επεκτείνει με φρανσάιζ και σε άλλες πόλεις.
Οι αριθμοί όσο προχωρούσε η πρόσθεση έβγαζαν ένα αποτέλεσμα απογοητευτικότατο. Και όπως είναι φυσικό σε τέτοιες φάσεις ανάβεις ένα τσιγάρο ή καλύτερα ένα ...πούρο. Βγάζει το συρταράκι με τα πέντε πούρα από τη πουροθήκη και προσφέρει στο πρόεδρο που μόλις προλαβαίνει να τραβήξει το χέρι του από την απειλητική ουρά του Φιντέλ. (Τον είχαμε ήδη βαφτίσει). Ο πατέρας της Έλενας προσπάθησε να κοιτάξει σαστισμένος τι ήταν αυτό που έκανε το πρόεδρο να τραβήξει το χέρι του και έβγαλε ένα ουρλιαχτό δυνατότερο από της Έλενας στο καφέ των προσωπικοτήτων. Μετά έχασε τελείως τη ψυχραιμία του και ξέσπασε σε κλάματα. Όλα αυτά τα προβλήματα που συσσωρεύτηκαν αυτό τον καιρό έκαναν το ποτήρι να ξεχειλίσει. Ο πρόεδρος αντιμετώπισε το πράγμα με ψυχραιμία, ενώ ο Φιντέλ που ήταν ο μόνος αυτόπτης μάρτυρας για να αφηγηθεί τι συνέβη δεν μιλούσε ούτε καν τα Ελληνικά των σκορπιών. Ο πρόεδρος τον άφησε να ηρεμήσει, ενώ εκείνος προσπαθούσε να του εξηγήσει ότι η κόρη του είχε γίνει πολύ ατίθαση τώρα τελευταίως, ότι όλη αυτή η κρίση τον επηρέαζε και στη σχέση του με την οικογένεια, ότι ακόμη δεν μπορούσε να κατανοήσει πως χάθηκαν τα πούρα και στη θέση τους βρέθηκε ο Φιντέλ.

Εν τω μεταξύ εμείς πλησιάζαμε σπίτι και ενώ ο πρόεδρος ετοιμαζόταν να φύγει μπαίνοντας εμείς τον συναντήσαμε σχεδόν στη πόρτα. Μας πήρε και τους δύο και μας οδήγησε στο γραφείο. Ο πατέρας της Έλενας δεν μιλούσε. Η Έλενα κρατούσε ακόμα το δέμα με τα πούρα. «Πώς βρέθηκε ο σκορπιός μέσα στη πουροθήκη;» ρώτησε ο πρόεδρος και συνέχισε «και παραλίγο να με τσιμπήσει και είμαι και αλλεργικός» «Κατ’ αρχάς δεν είναι ο σκορπιός» είπε η Έλενα «είναι ο Φιντέλ και η πουροθήκη είναι το σπίτι του» Ο πρόεδρος γέλασε και ο πατέρας κρατήθηκε να μη την αρπάξει από το λαιμό. Ο πρόεδρος ρώτησε γιατί βάλαμε το Φιντέλ στη πουροθήκη και του εξηγήσαμε πόσο της μόδας είναι τα άγρια ζώα στο εξωτερικό και του είπαμε για τα εστιατόρια με εξωτικά φαγητά και είπαμε και άλλα πολλά που είχαμε μάθει από τους φίλους μας τους «Λονδρέζους». Ας πούμε μιλήσαμε για το πώς γίνονται πιο εύκολα εισαγωγές κάποιων ειδών και πως σε τέτοιους δύσκολους καιρούς κάποιοι παρακολουθούν σε άλλες χώρες τις τάσεις της αγοράς και μετά μπορούν να ρίχνουν χρήματα σε πράγματα που θα γίνουν οπωσδήποτε της μόδας στη Ελλάδα και στοχεύουν σε έξυπνες αγορές που έχουν σίγουρο κέρδος.

Τώρα αναγκαστήκαμε να ομολογήσουμε ότι κάποια στιγμή τα πούρα μας φάνηκαν χρήσιμα για να εντυπωσιάσουμε τους φίλους μας. Ο πρόεδρος άκουγε προσεκτικά, έμαθε για τις επιδόσεις μας στα μαθήματα, κατάλαβε την ανησυχία μας να σπουδάσουμε στο εξωτερικό και με λίγα λόγια είπε στο πατέρα της Έλενας να αναλάβει η εταιρεία τις σπουδές της στο Παρίσι. Η εταιρεία πάντα ενδιαφερόταν να ενισχύσει το προσωπικό της με νεαρό, τολμηρό και κυρίως ευέλικτο κόσμο. Εκεί και ενώ δεν το περίμενε κανείς η Έλενα άσκησε βέτο και είπε ότι δεν πάει πουθενά χωρίς τον κολλητό της. (Εμένα εννοούσε). Οι δύο άντρες έμειναν κόκαλο και την κοίταζαν. Ο πρόεδρος δέχτηκε να με στείλει μαζί της.

Είμαστε μαζί στο Παρίσι. Δεν είμαστε απλοί συγκάτοικοι αλλά και δεν σκοπεύουμε να παντρευτούμε πρόσφατα. Εκείνη παρακολουθεί μαθήματα εσωτερικής διακόσμησης επαγγελματικών χώρων και εγώ μάνατζμεντ ξενοδοχείων. Πιστεύω πως σε ένα χρόνο από σήμερα το Παρίσι θα είναι πολύ μικρό για μένα. Είμαι σίγουρος ότι επιστρέφοντας στην Ελλάδα η Έλενα θα αναλάβει το «λέυ άουτ» της αλυσίδας εστιατορίων της εταιρείας. Εγώ νομίζω ότι θα κυκλοφορώ με τη Φεράρι που ονειρεύτηκα. Και ο Φιντέλ είναι πάντα μαζί μας. Είναι το γούρι μας. Αυτό τον καιρό δοκιμάζει γαλλικά έντομα, όμως η μεγάλη αδυναμία του εδώ στο Παρίσι είναι: σουφλέ με χρυσόμυγες.

THEODOROS PRITZIS
ΙΑΤΡΙΚΗ
Άλλα άρθρα του

Σχολιασμός Άρθρου
( έχουν καταχωρηθεί ήδη 10 σχόλια )

gioflo: Geia sou Teo! Panda mou aresan istories me "happy end". Poly kalo!!! Mpravo. (29/11/2002)
03121: ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑ ΟΤΙ Η ΖΩΗ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟΥΣ ΤΟΛΜΗΡΟΥΣ ΟΠΩΣ ΕΠΙΣΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΟΤΙ ΓΙΑ ΝΑ
ΚΑΤΑΦΕΡΕΙ ΚΑΠΟΙΟΣ ΚΑΤΙ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΝΑ ΚΙΝΗΘΕΙ
ΤΗΝ ΚΑΤΑΛΛΗΛΗ ΣΤΙΓΜΗ ΜΕ ΤΟΝ ΣΩΣΤΟ ΤΡΟΠΟ!!
ΜΠΡΑΒΟ ΣΤΗΝ ΕΛΕΝΑ ΚΑΙ ΣΕ ΣΕΝΑ!!!!! (8/11/2002)
00628: Μου άρεσε αυτό το "δεν σκοπεύουμε να παντρευτούμε πρόσφατα". Σα να λέμε "θα έρθω προχτές". Δε θα σχολιάσω τα ανακόλουθα που έχει η ιστορία, το μήνυμά της είναι σαφές: "Το μέλλον ανήκει στους τυχάρπαστους (να μην πω κωλόφαρδους)"! (1/9/2002)
[εισαγωγή σχολίου] [περισσότερα σχόλια...]
 printer friendly version  -  στείλτε τη σελίδα με e-mail ]

Σπίτι
Ιστορίες
Προηγούμενο Επόμενο
Αναζήτηση 'Αρθρων
Σχολιασμός Άρθρου
Περιοδικό
   Editorials
   Sex
   Αθλητισμός
   Ακαδημαϊκά
   Αποκρυφισμός
   Αυτοκίνητο 2001
   Βία
   Γλώσσα
   Δραστηριότητες
   Εδώ Πολυτεχνείο (;)
   Εθνικά Θέματα
   Εικόνες
   Εκπαίδευση
   ΕΜΠ-ΕΠΙΣΕΥ
   Ενημερωτικά
   Επιστημ. φαντασία
   Έρευνα στο ΕΜΠ
   Ιστορίες
   Καθημερινότητα
   Κοινωνία
   Μ.Μ.Ε.
   Μόδα
   Παιδεία
   Ποιήματα
   Πολιτική
   Προσωπικά
   Σκέψεις
   Σκίτσα
   Τέλος εντύπου
   Τέχνες
   Τεχνολογία-Επιστήμες
   Φοιτ. Εκλογές `96
   Φοιτ. Εκλογές '95
   Χαβαλές
   Χαβαλές '96
   Χριστούγεννα '96
   Ψυχαγωγία
Μέλη
Ακαδημαϊκά
Επικοινωνία
Εκδρομές
Διασκέδαση
Σπίτι
Ιστορίες
Προηγούμενο Επόμενο

ΝΥΓΜΑ ανλίμιτεντ σαμ ράιτς ρισέρβντ 1994-2099