Το παρακάτω κείμενο εστάλει από το Γ. Πανοτόπουλο με αφορμή το άρθρο του Γ. Δελαστίκ με τίτλο «Τι θα γίνει μετά το όχι» που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στην Καθημερινή και αναδημοσιεύθηκε στο nygma.gr.
Το μόνο σημείο στο οποίο συμφωνώ με το άρθρο είναι ότι το "όχι" δεν πρόκειται να έχει καταστροφικές συνέπειες.
Η βασική θέση του άρθρου είναι ότι από την πρώτη Μαΐου η Κυπριακή Δημοκρατία θα είναι μέλος της ΕΕ, και συνεπώς το κυπριακό θα γίνει αυτομάτως πρόβλημα της ΕΕ. Συνεπώς η Τουρκία θα αναγκαστεί ασκήσει πιέσεις στο ψευδοκράτος, και να προσφέρει καλύτερους όρους στην Ε/Κ πλευρά. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί το ελληνικό βέτο (το οποίο ισχύει εδώ και καιρό) δεν πίεσε την Τουρκία να προσφέρει αυτούς τους καλύτερους όρους τώρα, αλλά θα την πιέσει στο μέλλον το διπλό βέτο Ελλάδας-Κύπρου;
Είναι επίσης γεγονός ότι η Τουρκία έχει διπλωματικές και οικονομικές σχέσεις με πολλές χώρες-μέλη της ΕΕ, παρά το ότι είναι η μοναδική χώρα που έχει αναγνωρίσει το ψευδοκράτος. Συνεπώς είναι αφελές να διατείνεται κανείς ότι η Γαλλία ή η Γερμανία "ούτε να διανοηθεί δεν τολμά" να μην κηρύξει εμπάργκο στην Ιαπωνία αν αυτή αναγνωρίσει το ψευδοκράτος, γιατί φοβάται τις συνέπειες από την δυσαρέσκεια της Ελλάδας και της Κύπρου.
Θεωρώ εξοργιστική την προβολή "πατριωτικών" θέσεων και λεονταρισμών με ξένες πλάτες, στάσεις οι οποίες, κατά την ταπεινή μου άποψη, αποτελούν την πεμπτουσία του ραγιαδισμού. Οι κύριοι Μπλερ, Σρέντερ, Σιράκ, κτλ. δεν αντλούν το κύρος τους από την συμμετοχή των κρατών τους στην ΕΕ, αλλά από τις ισχυρές οικονομίες τους, και την στρατιωτική ισχύ τους. Μεγάλη μερίδα των υποστηρικτών του "όχι" κατηγορούν τους υποστηρικτές του "ναι" ότι τηρούν στάση υποτέλειας απέναντι στις μεγάλες δυνάμεις και τους διεθνείς οργανισμούς, ενώ παράλληλα περιμένουν ότι κάποια στιγμή αυτοί οι ίδιοι οργανισμοί θα αναγνωρίσουν το "άδικο" της στάσης τους και θα μας προσφέρουν επιτέλους μια "δίκαιη" λύση που τόσα χρόνια περιμένουμε.
Αν θέλουμε να επιδείξουμε το "ύψος" μας και την "λεβεντιά" μας στους Ευρωπαίους και τους Αμερικάνους ας το κάνουμε ενισχύοντας την παιδεία μας, την οικονομία μας και την στρατιωτική μας ισχύ. Στόχοι που είναι σαφώς δύσκολοι, και απαιτούν σκληρή δουλειά και μακροπρόθεσμη προσήλωση, σε αντίθεση με την αναμονή διπλωματικής ελεημοσύνης και τους "πατριωτικούς" τσαμπουκάδες στις στήλες εφημερίδων και τα τηλεοπτικά παράθυρα. Ο καθένας μας έχει δικαίωμα να επιθυμεί ό,τι του είναι ευχάριστο ή/και βολικό. Καλόν όμως είναι να έχει ένα ρεαλιστικό σχέδιο για το πως θα το κατακτήσει βασιζόμενος στις δικές του δυνάμεις, και όχι ελπίζοντας σε ξένες επεμβάσεις, ειδικά όταν το μόνο προσφερόμενο κίνητρο είναι η εναρμόνιση με ηθικές αρχές.
Αν υποθέσουμε ότι ο στόχος όλων (Ελληνοκυπρίων και Ελλήνων) είναι η επανένωση της Κύπρου, η ελληνοκυπριακή κοινότητα καλείται να επιλέξει μεταξύ ενός εξαιρετικά επώδυνου συμβιβασμού ο οποίος της δίνει ίσως την δυνατότητα μακροπρόθεσμης λειτουργικής και βιώσιμης επανένωσης (σε χρονικό ορίζοντα δεκαετιών), ή την συνέχιση μιας αντιπαράθεσης, στην οποία ελλοχεύει ο κίνδυνος παγίωσης της υπάρχουσας διχοτόμησης για ένα σημαντικό χρονικό διάστημα. Η ουσία του διλήμματος μεταξύ του "ναι" και του "όχι" έγκειται στο αν επιθυμούμε να αυξήσουμε την ισχύ μας (και όχι την επιρροή μας στους ισχυρούς) σε βαθμό που να μπορούμε να επιβάλουμε την θέλησή μας και την δική μας περί δικαίου αντίληψη μέσω μιας διαδικασίας αντιπαράθεσης, ή αν θέλουμε να επιχειρήσουμε να διαμορφώσουμε συνθήκες ομαλής συμβίωσης μέσω μιας σταδιακής εξομάλυνσης των σχέσεών μας με την τουρκική και τουρκοκυπριακή πλευρά, πληρώνοντας άμεσα ένα βαρύτατο τίμημα σε μορφή οικονομικού κόστους και περιοριστικών όρων στο άμεσο μέλλον. Η προσωπική άποψη του γράφοντος είναι ότι η προσέγγιση της εξομάλυνσης συνάδει περισσότερο με τις τρέχουσες δυνατότητές μας από την προσέγγιση της αντιπαράθεσης.
Η δεύτερη δυνατή υπόθεση είναι ότι δεν θεωρούμε την επανένωση μονόδρομο. Οι Ελληνοκύπριοι με σκληρή και συστηματική δουλειά έχουν επιτύχει μια αξιοζήλευτη οικονομική ευημερία και διεθνή αναγνώριση την οποία δεν θέλουν να διακινδυνεύσουν στο όνομα μιας διόλου εξασφαλισμένης μελλοντικής επούλωσης πληγών που άφησε η στρατιωτική ήττα την οποία υπέστησαν (και υποσθήκαμε). Αν θεωρούμε την πιθανή μονιμοποίηση της διχοτόμησης αποδεκτή τότε το "όχι" είναι η προφανής επιλογή, και μπορούμε απροβλημάτιστα να συνεχίσουμε να κάνουμε ό,τι κάναμε τα τελευταία 30 χρόνια. Και αν η διεθνής συγκυρία μας τα φέρει βολικά, που ξέρεις, μπορεί στο μέλλον να παρουσιαστεί η δυνατότητα επανένωσης με καλύτερους όρους.
Η δημοκρατία δεν είναι ούτε εύκολο, ούτε βολικό πολίτευμα, και κάποια στιγμή οι λαοί βρίσκονται αντιμέτωποι με την ευθύνη του να κάνουν τις επιλογές τους και να ζήσουν με τις συνέπειές τους. Καλόν είναι οι επιλογές αυτές να γίνονται με γνώμονα μια ψύχραιμη ανάλυση των επιλογών πέρα από συναισθηματισμούς και κομματικές αγκυλώσεις, μια καλή και κατά το δυνατόν αντικειμενική θεώρηση της ιστορίας, και μια αποτίμηση των δυνάμεών τους, καθώς και των προσπαθειών τις οποίες θα κληθούν να καταβάλουν στο μέλλον για να επιτύχουν τους όποιους στόχους θέτουν. Αυτό που θα έπρεπε να μας απασχολεί δεν είναι τι θα κάνει η Τουρκία, η ΕΕ, οι ΗΠΑ ή ο ΟΗΕ μετά το "όχι" (ή το μάλλον απίθανο "ναι"), αλλά το ποιοι είναι οι δικοί μας στόχοι, και τι θα κάνουμε εμείς προκειμένου να τους επιτύχουμε.