ΝΥΓΜΑ #9 - 25 Mαϊου 1995

 

Να 'μουνα λέει...

Νά 'τανε, λέει, μια καλύβα στο βουνό, μια πέτρινη μικρή φωλιά ντυμένη μέσα ξύλο, ζεστή, φιλόξενη αγκαλιά, κι εσύ, λέει, εκεί μονάχος, ξεχασμένος.

Γύρω σου δάσος πυκνό, βελανιδιές κι οξυές με φύλλα κίτρινα και κοκκινωπά στα μέσα του Οκτώβρη, να τα περνά το πρώτο χρυσό αυγινό φως, και να φαντάζουν αγγέλων παλάμες υψωμένες σε προσευχή. Ν' απλώνονται οι πρώτες αχτίδες και να σπαθίζουν την αχλύ που τυλίγει τους σιωπηλούς κορμούς, κι η γη στρωμένη βρύα ν' αχνίζει όλη - να 'χει βρέξει τη νύχτα και να ξυπνά ο κόσμος φρεσκοπλυμένος.

Και συ, να σηκώνεσαι από ύπνο ήσυχο, γλυκό και να βάζεις βαθιά μετάνοια στον Κύριο και δημιουργό, και να κινάς τη μέρα με τα κοτσύφια να σε καλημερίζουν. Να κινάς και να γυρίζεις στη μουσκεμένη φθηνοπωριάτικη φύση, σαν λύγκας που γυρεύει το ταίρι του, με τα πόδια σου να βυθίζονται στο μαλακό υγρό χαλί και τα μαλλιά σου να τα χτενίζουν τα χαμηλότερα κλαριά των δέντρων. Και να σωπαίνεις και να αφουγράζεσαι τον κάθε ήχο, το κάθε σφύριγμα, το κάθε βήμα, την καθεμιά ανάσα, του καθενός κυττάρου το κρυφό τραγούδι, τη συμφωνία την μυστική των ζωντανών που υμνούν ανέμελα τον Θεό τους και Θεό σου... Να το νιώθεις πια αληθινά, πως κάθε φύλλου πέσιμο είναι ένα θαύμα, πως κάθε κίνηση, κάθε μορφή και χρώμα και μια παραβολή του Ουρανού. Κι ο σκίουρος, και ο λαγός, και το ζαρκάδι να 'ρχονται κοντά σου, κι εσύ -ίδιος Αδάμ- να τα αγγίζεις δίχως φόβο μήπως τρομάξουν και φύγουν, γιατί το ξέρεις, σε γνωρίζουν, είσαι δικός τους και δε φοβούνται. Και να περνούν απλά και ήσυχα και όμορφα και ξένοιαστα οι ώρες της ημέρας, και πάλι να γυρνάς το δειλινό στη φωλιά σου, την πέτρινη καλύβα σου. Να περιμένεις ως να νυχτώσει, μήπως φανεί ένα δειλινό στο ξέφωτο μπροστά η Εύα σου. Να καρτεράς, ένα ευλογημένο δειλινό, ν' αφουγκραστείς στη γη και μέσα σου τα βήματα του Θεού σου...

Κι έπειτα ν' ανάβεις το τζάκι σου, και να δειπνείς γαλήνια με την τροφή του δάσους, τα μανιτάρια και τα χόρτα, και τα κάστανα και τα καρύδια. Και να τελειώνεις τη μέρα με βαθειά μετάνοια στον Κύριο και δημιουργό -όμοια όπως την άρχισες. Να παραδίνεσαι σ' έναν ύπνο ήσυχο, γλυκό, γεμάτο αγγέλων παρουσίες, με μόνο άκουσμα το τρίξιμο των ξύλων στη φωτιά και την απόκοσμη φωνή του νυχτοκόρακα. Να 'σουνα λέει...

Τώρα είσαι στριμωγμένος στο διαμέρισμα 32, στον 3ο όροφο, γύρω μπετόν και συ στη μέση σαν βαρυποινίτης. Και γύρω δάσος οι κεραίες, κι ο ήλιος άρρωστος, χλωμός, φυματικός -σαν τα παιδάκια που μεγαλώνουν δίπλα στις φάμπρικες, σαν τη ματιά την κίτρινη του φυλάργυρου. Φως λιγοστό, παγερό, παίζει κρυφτό στους τσιμεντένιους όγκους -σαν τα παιδάκια στα νεκροταφεία λαμαρίνων, σαν την φευγάτη ανθρωπιά στις ψυχές μας. Δρόμοι με γλίτσα και στο πλάι φυτά ευνουχισμένα από την κάπνα, σιωπή που σπάει τ' αυτιά και θόρυβοι από μηχανές και γεγονότα, βίοι παράλληλοι και ασύμβατοι μυριάδες ανθρώπων, και απουσία απόλυτη, ερημιά απαράκλητη από ζωή. `Ολα ρολόι κουρδισμένα, γυαλισμένα, πλαστικά, και η καρδιά σου ξέμπαρκη, εξόριστη, μάταια να ψάχνει μια αγκαλιά για ν' ακουμπήσει -παντού παραμονεύει μιας γραβάτας η θηλιά, να στραγγαλίσει ό,τι έχει μείνει από στοργή και ζεστασιά και καλοσύνη.

Να 'σουνα λέει... Να 'τανε λέει η ψυχή σου μια φωλιά, ζεστή καλύβα μες το δάσος. Να καταφύγει ο Κύριος σου ο αποδιωγμένος, ο πνιγμένος στην ορφάνια και την φτώχεια και την πείνα των παιδιών του. Να καταφύγει ο Κύριος σου να σωθεί από τις πλημμύρες δακρύων και αιμάτων και λυγμών αεικινήτων. Να καταφύγει να σωθεί από λογής-λογής φυλακές, γεμάτες ψυχές -αθώες ή ένοχες, ποιά η διαφορά- και να μην ήταν προπαντός η δική σου η ψυχή μια φυλακή. Να καταφύγει ο Κύριος σου, να σωθεί από τους πλουσίους που κλέβουν των φτωχών τον κόπο, απ' τους μεγάλους που κλέβουν των μικρών την ελπίδα, απ' τα αδιέξοδα που κλέβουν κάθε λευτεριάς και κάθε λύτρωσης την απαντοχή. Να 'τανε, λέει στον κόσμο τούτο τον δαιμονισμένο, η καρδιά σου μια ζεστή φωλιά του δάσους, για το Δημιουργό και μεγάλο εξόριστο, τον Κύριο σου τον Αγαπημένο, το Θεό σου...

Π. Ν.

από το περιοδικό "Παρεμβολή"

-τρέχον τεύχος-,

για την αντιγραφή,

Δροσίτης Γιάννης