ΝΥΓΜΑ #4 - 14 Φεβρουαρίου 1995

 

Περί πραγματικότητας

Αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο μέσω μιας αναπαράστασής του στον εγκέφαλό μας. Η πραγματικότητα ανάγεται, σε τελική ανάλυση, σε ένα σύνολο από αναπαραστάσεις που δημιουργούμε, αξιοποιώντας ερεθίσματα μέσω των αισθήσεων. Το γεγονός αυτό οδηγεί αναπόδραστα στο συμπέρασμα ότι η αντίληψη που έχουμε για την πραγματικότητα είναι έμμεση, άρα δεν είναι εύκολο, ή τουλάχιστο προφανές, το να ορίσουμε την αντικειμενική πραγματικότητα.

Ένας απλός ορισμός της αντικειμενικής πραγματικότητας είναι "αυτό που όλοι αντιλαμβανόμαστε". Είναι όμως γεγονός ότι σε ελάχιστα ζητήματα υπάρχει μια μοναδική, κοινά αποδεκτή αντίληψη, ενώ ακόμα και όταν αυτή υπάρχει δεν είναι πάντα η σωστή. Μπορούμε να αναφέρουμε σαν παράδειγμα την γεωκεντρική αντίληψη του κόσμου που επικρατούσε επί αιώνες, ή για να αναφέρουμε κάτι πιο σύγχρονο, το πόσο παράδοξα φαίνονται εκ πρώτης όψεως τα σχετικιστικά φαινόμενα. Καθίσταται προφανές ότι ο κοινός νους, ο οποίος κατά την προσωπική μου εκτίμηση αποτέλεσε την αποτελεσματικότερη τροχοπέδη σε οποιασδήποτε μορφής ανάπτυξη, δεν μπορεί να θεωρηθεί ικανοποιητικό μέσο ορισμού της αντικειμενικής πραγματικότητας.

Μια άλλη απόπειρα ορισμού της αντικειμενικής πραγματικότητας θα μπορούσαμε να κάνουμε μέσω μιας μεθοδολογίας που μας είναι οικεία από τις θετικές επιστήμες: η παρατήρηση οδηγεί στη διατύπωση μιας θεωρίας η οποία ερμηνεύει, προβλέπει και επαναλαμβάνει και στη συνέχεια το πείραμα καταρρίπτει ή όχι το κατασκευασθέν θεωρητικό μοντέλο. Το μοναδικό κώλυμα αυτής της μεθοδολογίας είναι ότι τόσο οι αρχικές παρατηρήσεις όσο και τα τελικά πειραματικά αποτελέσματα γίνονται αντιληπτά μέσω του ίδιου μηχανισμού που αναφέραμε στην αρχή: των αισθητηριακών ερεθισμάτων και των εγκεφαλικών τους αναπαραστάσεων. Συνεπώς η μέθοδος αυτή είναι καθόλα αξιόπιστη και αποτελεσματική όσον αφορά πρακτικά ζητήματα, αλλά δεν ενδείκνυται για φιλοσοφικά ερωτήματα.

Παρά την αδυναμία μας να ορίσουμε μια αντικειμενική πραγματικότητα όλοι έχουμε μια αντίληψη του τι είναι πραγματικότητα. Το ερώτημα που τίθεται είναι το κατά πόσο αυτή η αντίληψη είναι επαρκώς ευρεία. Μήπως αυτό που χαρακτηρίζουμε πραγματικότητα δεν είναι παρά ένα τμήμα μια ευρύτερης, καθολικής πραγματικότητας. Μήπως οι μηχανισμοί τους οποίους θεωρούμε αποκλειστικά μέσα αντίληψης της πραγματικότητας δεν παρέχουν πρόσβαση παρά μόνο σε μερικές από τις συνιστώσες της. Μήπως οι παραισθήσεις, η τρέλα, η αφηρημένη τέχνη, η σχιζοφρένεια, οι εφιάλτες αποτελούν μέσα προσέγγισης μιας ευρύτερης πραγματικότητας στην οποία δεν έχουμε διαφορετική πρόσβαση.

Πού θα πάει, θα καταλάβω...

Δεν υπάρχει τίποτα που να μας εμποδίζει να υποθέσουμε ότι η πραγματικότητα έχει περισσότερες διαστάσεις από αυτές που αντιλαμβανόμαστε (ή τουλάχιστον αυτές που αντιλαμβάνονται οι περισσότεροι από εμάς). Αντίθετα η θεώρηση επιπλέον συνιστωσών της πραγματικότητας μπορεί να ερμηνεύσει πολλές από τις διαφορετικά ανεξήγητες ανησυχίες που έχουν ιστορικά σημαδέψει το ανθρώπινο γένος, αλλά ακόμη και να καλύψει θεωρητικά κενά που ήταν και εξακολουθούν να είναι βασανιστικά (θεώρημα της απροσδιοριστίας). Άλλωστε η πρόσβαση σε μια ευρύτερη πραγματικότητα αποτελεί κοινό τόπο σε πλήθος θρησκειών και φιλοσοφιών (Θεοψία, Φώτιση, Νιρβάνα κτλ).

Τα όσα μέχρι στιγμής αναφέραμε διευκρινίζονται πολύ καλύτερα μέσω ενός παραδείγματος ενός κορυφαίου φυσικού του αιώνα μας. Η πραγματικότητα είναι σαν ένα σφραγισμένο ρολόι: μπορούμε να κάνουμε υποθέσεις για τον μηχανισμό του ρολογιού και να κατασκευάσουμε διάφορα μοντέλα για τη λειτουργία του. Κάθε μοντέλο που ερμηνεύει την λειτουργία του (ουσιαστικά κάθε διαθέσιμος μηχανισμός ρολογιού) μπορεί να θεωρηθεί πραγματικότητα. Όσον αφορά πρακτικά ζητήματα όλοι οι μηχανισμοί είναι ισοδύναμοι, όμως μόνο ένας τους, ή και κανένας από αυτούς, βρίσκονται μέσα στο ρολόι.

Ο ειρμός των προηγούμενων συλλογισμών είναι εξαιρετικά εύκολο να αμφισβητηθεί: ακόμα και αν υποτεθεί ότι η πραγματικότητα έχει κάποιες αθέατες για εμάς όψεις, ποιος ο λόγος να αναλισκόμεθα σε υποθέσεις, αφού μπορούμε να αντεπεξέλθουμε στα πρακτικά μας προβλήματα με το μέρος της πραγματικότητας που μας είναι διαθέσιμο. Ή για να ανατρέξουμε στο προηγούμενο παράδειγμα, αφού το ρολόι μας πληροφορεί ικανοποιητικά για το χρόνο και έχουμε ένα επαρκές μοντέλο για τη λειτουργία του, τι σημασία έχει ο πραγματικός μηχανισμός του.

Με βάση το πιο πάνω επιχείρημα ολόκληρη η μέχρι στιγμής πορεία δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα απλό παιχνίδι με τις λέξεις και το αρχικό ερώτημα θα μπορούσε να παραφραστεί στον αν προτιμάμε να λέμε την παραφροσύνη με το όνομά της ή να την χαρακτηρίσουμε "βίωση ενός διαφορετικού τμήματος της πραγματικότητας". Πράγματι, προσωπικά, δεν είμαι σε θέση να αποκλείσω κάτι τέτοιο, αντίθετα θεωρώ, τουλάχιστον όσον αφορά τη λογική, αύτη την τοποθέτηση ευλογοφανέστερη από την προηγούμενη.

Τελειώνοντας, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι δεν έχουμε την δυνατότητα να αποδείξουμε την ύπαρξη επιπλέον διαστάσεων της πραγματικότητας, όπως και δεν έχουμε την δυνατότητα να αποκλείσουμε την ύπαρξή τους. Οι ενδείξεις υπέρ της πρώτης θέσης και τα επιχειρήματα υπέρ της δεύτερης έχουν κυρίως υποκειμενική αξία και η τελική τοποθέτηση καθενός από εμάς βασίζεται περισσότερο στις ατομικές του προτιμήσεις, όπως αυτές διαμορφώνονται από τον χαρακτήρα και την παιδεία του, και λιγότερο σε λογικές ή λογικοφανείς εκτιμήσεις. Αυτό όμως που έχει αξία για όλους, ανεξάρτητα από την τελική θέση που θα ενστερνιστούν, είναι η επίγνωση του ότι ενδεχομένως η πραγματικότητα δεν περιορίζεται σε αυτό που αντιλαμβάνονται, γεγονός που με τη σειρά του συντελεί στην απόκτηση μιας ευρύτητας πνεύματος και μιας ανεκτικότητας απέναντι σε μορφές σκέψεις και συμπεριφοράς που αποκλίνουν από τις κοινά αποδεκτές.

Γιώργος Πανοτόπουλος